Skip to main content
Πέμπτη 15 Μαΐου 2025
Σανίδα σωτηρίας

«Και την ίδια στιγμή παρηγορήθηκα: γιατί είπα μέσα μου πως ίσως τα κρανία έμπαιναν σε εκείνες τις θέσεις για να θυμίζουν το τέλος, ώστε να δυναμώνει η ζωή. Και δεν ζήτησα άλλη εξήγηση» (σ. 41). 

Από μια συλλογή διηγημάτων που κοιτάζει κατάματα τον θάνατο, ενώ προσφέρει ανθηρές ιμπρεσιονιστικές βινιέτες, δεν θα μπορούσε να απουσιάζει μια έκφανση vanitas. 

Προφανώς ο θάνατος, εδώ, εμφανίζεται ως εφαλτήριο ζωής. 

Δεισιδαιμονίες, ψευδοεπιστήμη και προλήψεις νέμονται αναμφίβολα μεγάλο μέρος της επικράτειας του ανθρώπινου νου. Παρατηρήστε την ειρωνεία: το ενδιαίτημα της λογικής αποσαθρώνεται διαρκώς από την επέλαση μιας νοηματικής εντροπίας. Ο άνθρωπος, εν δυνάμει και κατ’ επίφαση μόνο ορθολογικός, παραμένει άθυρμα των σκευωριών του – τίποτα παραπάνω από πλανεμένο σκεπτόμενο κρέας.

«Τα δεδομένα της επιστήμης είναι ακαταμάχητα: μακρόστενη κεφαλή, έντονα ζυγωματικά, φρύδια έντονης καμπυλότητας, μικροί οφθαλμοί, προτεταμένη μύτη, προτεταμένα χείλη, έντονο πιγούνι, αυτιά τραβηγμένα προς τα πίσω, κοντός λαιμός, το σύνολο εκπέμπει δυσανεξία του συνανθρώπου, αντίθεση στην εκ του Θεού πριγκιπική εξουσία, μετάδοση αρνητικών ρευμάτων ενέργειας, μετάδοση ασθενειών στον συνομιλητή μέσω εκπνοών» (σ. 80).

Όπως και:

«Μα στο γανωμένο τσουκάλι του φτωχού και στο τσουκάλι του πλούσιου [...] έρχεται η ώρα η καλή να πέσει σερνικοβότανο και να βράσει στη μανέστρα, μαζεμένο στη χάση του φεγγαριού από παρθένα απείραχτη, όταν δεν ακούγονται βατράχια να κοάζουν ερωτικά ή κότες να τρεμουλιάζουν νιώθοντας τον κόκορα να υψώνει το λειρί του στο κοτέτσι» (σσ. 20-21).

Αν δε συνυπολογίσει κανείς τις μεταπτώσεις του θυμικού και την αδήριτη επικυριαρχία της γενετήσιας ορμής εντυπωσιάζεται από την πρόοδο που έχει συντελεστεί ανά τους αιώνες. Μακρά πορεία από το σκοτάδι προς το φως, καθώς καινά δαιμόνια συνεχίζουν να εμφανίζονται στον αντιληπτικό μας ορίζοντα. Η τέχνη, πιστός συνοδοιπόρος του έλλογου, σύμπτωμα και κορωνίδα της ανωτερότητας του είδους. Πριν καλά καλά καταλάβουμε τον θρόνο μας, ακόμη μέσα σε σπηλιές, λαξεύαμε σκαριφήματα παραμυθίας. Σανίδα σωτηρίας που ξέρασε ο πρώτος κυματισμός της συνείδησης για να πιαστούμε από κάπου. 

Ο Φίλιππος Δρακονταειδής (Χαλκίδα, 1940) παράγει συστηματικά αξιοπρόσεκτους φορμαλισμούς. Ακούραστος σκαπανέας επιτυγχάνει διακειμενικές ακροβασίες, που, ακόμα κι όταν δεν αποδίδουν ακριβώς τα προσδοκώμενα, δεν παύουν να ψυχαγωγούν βαθιά τον αναγνώστη. 

Η συλλογή ανοίγει με το «Η μανέστρα». Ο συγγραφέας δράττεται μιας φράσης του Λεονάρντο ντα Βίντσι, «[...] στο τελευταίο φύλλο χαρτί του τελευταίου χειρογράφου του της τελευταίας ώρας της τελευταίας ζωής του: “και λοιπά, και λοιπά, γιατί η μανέστρα κρυώνει” (etc… etc… perche la minestra si fredda)» (σ. 14), και στήνει ένα τρισέλιδο διήγημα που με λίγη καλή θέληση σκεπάζει νοηματικά σχεδόν ολόκληρη τη συλλογή. 

Για να ισχύει βέβαια κάτι τέτοιο η έκταση της νοηματικής διάτασης είναι αναπόφευκτα γενική. Ουδόλως όμως κοινότοπη, γιατί ο Δρακονταειδής εντοπίζει την αντίστιξη ανάμεσα στην ελαφράδα της Ματιρίν που μαγειρεύει, και τη στιβαρότητα του Λεονάρντο που εργάζεται. Εκείνη φωνάζει ότι η μανέστρα κρυώνει, εκείνος κλείνει τη σκέψη του με τα λόγια της και η Ματιρίν «μαγείρισσα ανεπιβεβαίωτων λοιπόν στοιχείων, κερδίζει εκείνη τη μέρα και ώρα τη θέση της στις δέλτους της ιστορίας» (σ. 13). 

Στην αμέσως επόμενη παράγραφο ο συγγραφέας πραγματοποιεί τη νοηματική διάταση που ανέφερα – ένα από τα συνήθη άλματά του:

«Αντιλαμβάνεσαι, εν όψει του τερματισμού, πως η επιτυχία απέτυχε: δεν έφτασες εκεί όπου υπολόγιζες πως θα έφτανες. Διέπραξες το θανάσιμο αμάρτημα της φιλοτιμίας. Υπέκυψες στη σαγήνη της υπόσχεσης προς τον εαυτό σου. Διέτρεξες τον βίο ελεγχόμενος από τις αβεβαιότητές σου. Έβλαψες τους ανθρώπους, λίγους ευτυχώς, επιδεικνύοντας τις αυθαιρεσίες του νου σου εν μέσω διαρκούς διαμάχης με τον εαυτό σου, εν μέσω της ανυπαρξίας ενός κόσμου που δημιούργησες δίχως να αναπαυθείς την έβδομη μέρα. Ύψωσες το ανάστημά σου ως μέτρο μεγαλείου σε έναν κόσμο του οποίου η μακροζωία συντρίβει τον βίο του στιγμιαίου χρόνου σου» (σ. 14). 

Τι σχέση έχουν όμως όλα αυτά με τη μανέστρα που κρυώνει;

Πριν απαντήσω στην ερώτηση, μια επισήμανση. Ο Δρακονταειδής φροντίζει σε αρκετά σημεία στη συλλογή –όπως το vanitas που άνοιξε το παρόν κείμενο– να παίξει με αυτό το λάιτμοτιφ που συμπυκνώνεται στη φράση «εν όψει του τερματισμού». Κι αυτό αποκτά βαρύνουσα σημασία όταν ο αναγνώστης αναλογιστεί την ηλικία του συγγραφέα. Ελάχιστα σημεία όμως στο βιβλίο κομίζουν προφανή αυτοαναφορικότητα, παρά το γεγονός ότι κάθε συγγραφέας γράφει πάντα σε πρώτο πρόσωπο, ακόμη κι όταν γράφει τριτοπρόσωπα, ακόμη κι όταν διατείνεται ότι αποστρέφεται το «εγώ». 

Τι σχέση έχει όμως η μανέστρα με όλα αυτά τα μεγαλεπήβολα;

«Το ελαφρυντικό είναι ότι σταμάτησες την επιτυχία για ένα πιάτο ζεστής μανέστρας. Το ελαφρυντικό είναι ότι δεν άφησες τη μανέστρα να κρυώσει. Ο έπαινος ανήκει στη Ματιρίν. Αλλιώς περί άλλα θα συνέχιζες να τυρβάζεις. “Και λοιπά, και λοιπά”, σημείωσες για το τέλος της αυταπάτης σου» (σ. 15).

Αντηχήσεις του χρόνου που τελειώνει αιωρούνται παντού, χωρίς ουδόλως να βαραίνουν το ύφος ή να διολισθαίνουν στο μελόδραμα. Ο Δρακονταειδής γνωρίζει καλά ότι έρως και θάνατος συνιστούν την τέχνη, που ενίοτε κοιτάζεται στον καθρέφτη. 

Στο διήγημα «Τζοκόντα» διαβάζουμε μια ευφάνταστη τυπολογία εποχής, μια σειρά κανόνων για να συλλάβει η γυναίκα αγόρι. Οι κανόνες διανθίζονται με παράθεση «[...] των στάσεων οι οποίες δυσχεραίνουν τη γέννηση θήλεος» (σ. 24), με εμφανίσεις τυχάρπαστων γυρολόγων, με τη συμμετοχή της μαμής, της βοηθού της «με το σκεπασμένο μάτι και τα χοντρά μπράτσα» (σ. 27) και, τέλος, του γιατρού, που έρχεται για να ανακοινώσει πρώτος «τα συχαρίκια στον σύζυγο και πατέρα Αντονμαρία Τζεραρντίνι, γιος ήταν το πρώτο του παιδί, το ρεγάλο θα ήταν σπουδαίο» (ό.π.). Κι όλα οδηγούν στον τοκετό. Αν ο αναγνώστης δεν γνωρίζει το «Τζεραρντίνι» έχει παραπλανηθεί από τις διασκεδαστικές περιγραφές, σκόπιμα όμως, με δόλο, έτσι ώστε ανυποψίαστος να διαβάσει αυτό το « [...] ο γιατρός πρόσεξε πως εκείνο το θηλυκό χαμογελούσε, τέτοιο χαμόγελο δεν είχε ξαναδεί» (σ. 29) και να θυμηθεί ακαριαία τον τίτλο του διηγήματος, που σίγουρα έχει λησμονήσει. 

Ο Δρακονταειδής επιλέγει τα πιο τετριμμένα υλικά –μανέστρα, το χαμόγελο της Τζοκόντα, έναν βασιλικό «ακουμπισμένο στο περβάζι», δώδεκα αυγά, μια μασέλα–, όλα έρμα σε μια πραγματικότητα που αδιαφορεί πλήρως για την «αποτυχία της επιτυχίας» των άμεσα εμπλεκομένων, και τα εγκιβωτίζει σε άρτια διηγήματα. Όπως ήδη είπα: σανίδες σωτηρίας για να πιαστούμε από κάπου.

Στο «Ότο φον Μπίσμαρκ», εκεί που ο Ναπολέων Βοναπάρτης ο Τρίτος, ο «Μικρός», «όπως κάγχαζαν οι δημοκράτες», ηττημένος παραδίδεται στον Μπίσμαρκ, ο Δρακονταειδής μάς προσφέρει, ίσως και άθελά του, ένα δόκιμο παράδειγμα για το πώς λειτουργεί η διακειμενικότητα: 

«Το μέγεθος της νίκης δεν υπακούει, όπως γνωρίζουμε, στη μακροημέρευση του μέλλοντός της. Όσο μεγαλύτερο το μέγεθος, τόσο μεγαλύτερη η αβλεψία να γλιστρήσει από τα χέρια, που έτσι κι αλλιώς κουράζονται. Να γλιστρήσει λοιπόν, να κυλιστεί στο χώμα, και κάποιος πολύ σύντομα θα εμφανιστεί, θα σηκώσει το κατόρθωμά σου, θα το ξεσκονίσει και θα το κάνει λάβαρο για νέο πόλεμο, προς ανανέωση μιας αναμφίβολης νίκης ομοίου μεγέθους, με αποτέλεσμα την πλέον εξευτελιστική ήττα, όπου η νίκη σου θα καταγγέλλεται ως προπομπός της. Δεν μπορείς δηλαδή να πεις πως όλα τελείωσαν εδώ» (σ. 104).

Το κατόρθωμα, που κάποιος εμφανίζεται, σηκώνει, ξεσκονίζει και μετουσιώνει σε λάβαρο για νέο πόλεμο, συνιστά εξαίρετη αποτύπωση της σκυταλοδρομίας που καλείται τέχνη. Και αυτό το «Δεν μπορείς δηλαδή να πεις πως όλα τελείωσαν εδώ» ανάγεται σε έναν αναπάντεχο ορισμό της. 

«Όταν λοιπόν έστεκαν μπροστά μου ετούτες οι ιστορίες, αναρωτιόμουν: Είναι δικές μου; Θυμόμουν πως είχαμε συγκατοικήσει, πως είχα φροντίσει την ανατροφή, την υγεία, τη σωματική και ψυχική ανάπτυξή τους. Με τον καιρό πέρασε από το μυαλό μου πως το ύφος, οι κουβέντες, η σημασία τους με ξένιζαν. Ακούγονταν σαν λέξεις, σαν έννοιες, σαν ιστορίες που ανήκαν σε κάποιον άλλο» (σ. 213).

Δόκιμη απορία, γιατί ο Δρακονταειδής με μπέρδεψε λίγο. Αρκετά σημεία της συλλογής, όπως και ατόφια διηγήματα, έχουν δημοσιευτεί στο περιοδικό Χάρτης, χωρίς να υπάρχει αναφορά. Δεν είναι όμως αυτό το θέμα.

Το «Εραστής πολυελαίων», που στη συλλογή στέκει ως διήγημα του Δρακονταειδή, στο περιοδικό Χάρτης εμφανίζεται ως «απόσπασμα από το μυθιστόρημα Πίσω από τον πάνω μύλο» του Μίλο Ούρμπαν, σε μετάφραση Δρακονταειδή. Ναι, ο Δρακονταειδής έχει αναπτύξει και εμπλουτίσει το απόσπασμα και το αποτέλεσμα είναι ενδιαφέρον, αλλά μια παραπομπή δεν θα ήταν ενδεδειγμένη;   

Επίσης, το «Σωστό ατσάλι», έτερο διήγημα της συλλογής, στον Χάρτη εμφανίζεται μεν ως διήγημα του Δρακονταειδή αλλά φέρει και αναφορά στην πηγή του: «Lucian Dan Teodorovici, Matei Brunul, εκδ. Polirom 2011, σσ. 234-235. Μετάφραση Mihai Lotreanu, επιμέλεια Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής».

Επομένως, τι ακριβώς είναι αυτό που διαβάζει ο αναγνώστης; Διασκευασμένο απόσπασμα από το συγκεκριμένο μυθιστόρημα ή διήγημα εμπνευσμένο από τις σελίδες που αναφέρονται στην παραπομπή του Χάρτη; Και γιατί στην έκδοση του Κέδρου δεν υπάρχει η παραπομπή; 

Επιπρόσθετα, ο τίτλος της συλλογής συνιστά γενικόλογη σοφιστεία. Μια νοηματική ομπρέλα για να σκεπαστεί ένα σύνολο κειμένων που γράφτηκαν σε διάστημα μερικών ετών. Είναι όμως προφανές ότι τα σημεία αυτά δεν αμαυρώνουν την απόλαυση που προσφέρουν ουκ ολίγα από τα διηγήματα του βιβλίου. Ο συγγραφέας εξάλλου διευθετεί, θαρρώ, τις παρατηρήσεις μου στην τελευταία περίοδο της συλλογής:

«Δεν προλαβαίνεις τα λεγόμενα, τρέφεσαι από τα αχώνευτα, από τη σκόνη του καλπάσμού σου, καταλαβαίνεις πια πως το μέλλον έχει μέλλον δίχως εσένα. Μέλλον σιωπής νεκροταφείου» (σ. 216).

— Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής, Προ πολλού και προ ολίγου, Κέδρος: 2025, 224 σελίδες, ISBN: 9789600455014, τιμή: €12,50.