«Το να μιλάς για τον εαυτό σου έχει έναν άσεμνο, θα έλεγα, χαρακτήρα, κι αυτόν τον άσεμνο χαρακτήρα μόνο μυθοποιώντας την πραγματικότητα μπορείς να τον υπερβείς. Δηλαδή ψευδόμενος». — Θανάσης Βαλτινός, Κρασί και Νύμφες, Μικρά Κείμενα επί Παντός, σελ. 273, Εστία 2009.
Στις «[...] εικοσιμία Ιουνίου του δισχιλιοστού και πέμπτου έτους, από τις δύο ως τις τρεις» (σ. 13) το μεσημέρι, ξεκινάει η Λεύκα, το alter ego της συγγραφέως, να πάει «[...] στο 319 της οδού Λυκόφρωνος [...]» (σ. 86) να παραλάβει μια γάτα που της προξενεύουν. Η γάτα αυτή είναι η Σέρκα, γάτα στην οποία, μεταξύ άλλων (δίποδων και τετράποδων), η Ζατέλη αφιερώνει το παρόν βιβλίο. Το μυθιστόρημα δηλαδή συνίσταται, κατά κάποιο τρόπο, κατά κάθε τρόπο, στις σκέψεις και στους συλλογισμούς που η συγγραφέας επιδίδεται καθώς περπατάει προς τη Σέρκα (τουλάχιστον μέχρι τη σελίδα 301 από τις 349 του μυθιστορήματος). Δεν είμαστε καθόλου σίγουροι ότι το υπολειπόμενο του μυθιστορήματος δεν το έχει γράψει η γάτα.
Η Ζατέλη, ως Λεύκα, ως Ραμάνθις Ερέβους, θα μας πληροφορήσει στη δεύτερη σελίδα (14) «[...] πως όταν σκέφτεσαι με ζήλο κάτι, όλο αυτί και μάτι, σου διαφεύγει πριν απ’ όλα ότι σκέφτεσαι, ακόμα και το τι μπορεί να σκέφτεσαι, καταγίνεσαι εκεί πέρα με ό,τι είναι δίχως σχεδόν να ευθύνεσαι· περίπου όπως στον ύπνο με τα όνειρα». Μας προσφέρει δηλαδή εδώ η συγγραφέας μια περίτεχνη δήλωση αποποίησης ευθυνών καθώς μας λέει ότι η σκέψη, ως σκέψη, ενέχει κάτι ονειρικό: δεν καθορίζεις ακριβώς αυτά που σκέφτεσαι, δεν είσαι πάντοτε κύριος των σκέψεών σου. Η παρατήρηση αυτή θα επανέλθει σε κομβικά σημεία στο κείμενο (σ. 86, 97, 301): θα αναρωτηθεί η ηρωίδα τι είναι αυτό που σπρώχνει τον ειρμό της απ’ εδώ κι απ’ εκεί καθώς εκείνη προσπαθεί να πλοηγηθεί προς αυτόν τον μεγάλο ποταμό, τη βασική ιστορία που προτίθεται να πει, που όμως της διαφεύγει καθώς εκείνη παρεκτρέπεται και εκδράμει σε πλείστους παραποτάμους. Η Ζατέλη, αναπόφευκτα, δραπετεύει στα ενδότερα καθώς αποπειράται να σκιαγραφήσει τον μηχανισμό της ίδιας της σκέψης (της).
Για να φέρει εις πέρας το υποχθόνιο αυτό έργο κατασκευάζει προσωπεία και κάτοπτρα: η Ζατέλη γράφει για τη Λεύκα, που στον μύθο είναι επίσης συγγραφέας με το όνομα Ραμάνθις Ερέβους αλλά που λειτουργεί, η Λεύκα, και ως ghost writer, που γράφει τα βιβλία για λογαριασμό μιας κυρίας ονόματι Εζμίρα Σιουντεβά, που επιδίδεται συστηματικά σε αυτοεκδόσεις. Το μυθιστόρημα που διαβάζουμε, καθώς η Λεύκα βαδίζει προς τη γάτα της είναι λοιπόν η αποτυχημένη απόπειρα της Ερέβους να διαπλεύσει τον μεγάλο ποταμό, να συγγράψει τη θεμελιακή ιστορία. Η Ζατέλη τώρα, θέλει να αναγάγει αυτή την απόπειρα σε μυθιστόρημα. «Τελικά ήταν ικανή η Λεύκα να γράψει ένα ολόκληρο βιβλίο –το υλικό αφθονούσε, το τάλαντο δεν υστερούσε– για το πώς δεν γινόταν να γράψει αυτή την ιστορία» (σ. 88).
Η γραφή της Ζατέλη, για να το πω χωρίς περιστροφές, βρίσκεται σε άλλη κατηγορία σε σχέση με τη γραφή των συναδέλφων της. Είναι γραφή που ανθίσταται στα στερεότυπα· γραφή γενναία που αναδεικνύει εντάσεις που ελλοχεύουν στην ομογενοποίηση του καθημερινού (προφορικού) αλλά και γραπτού λόγου που συναντά κανείς σήμερα. Γιατί η γραφή, μπορεί να είναι μια ιδιότυπη ερωμένη που ζητά τυφλή υποταγή, αλλά, από την άλλη, η φύση της είναι τέτοια που αποζητά και σιωπηρές ανυποταγές· αρκεί βέβαια να μπορεί κάποιος να επινοήσει τους τρόπους. Η Ζατέλη στήνει δόκανα στις υποδόριες ειδογενέσεις εννοιών και λέξεων με πυγμή μεταφυσικού που έχει από χρόνια καθυποτάξει τους δισταγμούς της. Εξάλλου, όταν κάποια ασκείται στα της γραφής εξ απαλών ονύχων, σμιλεύει κριτήριο. Και εδώ αποκτά και βαρύνουσα σημασία η αναφορά (αυτοαναφορική άραγε;) στην πρακτική του ghostwriting που έχει επιδοθεί για μια δεκαετία η Λεύκα. Ghostwriting, που (εκ)παιδεύει τη συγγραφέα, «[...] πάνω σε ευπαθή ζυγό [...]» (117), στη συγγραφή κειμένων δύο ταχυτήτων και ποιοτήτων. Μια υποδεέστερη για την πελάτισσά της, και μια ανώτερη, για λογαριασμό της, που περιέχει στοιχεία όπως ο «[...] κάτωθεν βασανισμός, η «σερπετιά» του νου, η μέθεξη» (117). Η Ζατέλη κάνει πράξη στη γραφή τα λόγια του θείου της του Σέρκα όταν λέει: «Αν συναντήσεις σταυροδρόμι, ακολούθησέ το!» (σ. 199), αλλά κάνει πράξη και το γνωμικό του τόπου της: «[...] “καιρός λαγός, καιρός λαγουδίνα”, επί των άλλοτε ούτως και άλλοτε άλλως εμφανιζόμενων, αναλόγως των περιστάσεων». Έτσι, συναντάμε διαρκώς φράσεις, λέξεις, και διατυπώσεις που ξεβολεύουν τον αδαή, σχεδόν κεκοιμημένο αναγνώστη, που περιμένει να τον πάρουν από το χέρι και να του διηγηθούν ένα παραμύθι με αίσιο τέλος. Ο «λάρυγγας» μεταμορφώνεται σε «ράλυγγας» (91)· το «αξεδιάλυτο» γίνεται «αξεδίλιατο» (σ. 206)· η κουκουβάγια ονοματίζεται, στο φτερό, σε «Βάκου-Γιάκου» με μια απλή αναδιάταξη των συλλαβών· ένας ευτραφής που έχουν σφηνώσει τα κωλομέρια του στο παράθυρο και κινδυνεύει η ζωή του, χαρακτηρίζεται ως «[...] ένας “κωλόφραδος” με όλη τη σημασία της λέξης εκτός από κείνην της τύχης (157)· οι μαίανδροι συνταιριάζονται με το «έτσι θέλω» με τους «σαίανδρους» (96). Αλλά και πιο τετριμμένες παρατηρήσεις ενέχουν πρωτοτυπία και δημιουργικότητα που τις κάνουν να αντιστέκονται σε μια λογική αυτόματης γραφής, ή, αντιστρόφως, να αφήνονται σε μια γραφή που πιστεύει περήφανα στην περίτεχνη ιδιωτικότητά της: «Δεν θα θυμόταν η Λεύκα τι εποχή ήταν, ίσως φθινόπωρο, χειμώνας… ίσως μια πέμπτη εποχή που δεν την υπολόγιζε ως τότε» (σ. 17) αλλά και «[...] αν δεν βούιζαν αδύναμα οι μυίγες, θα πονούσαν τ’ αυτιά τους απ’ την τόση ηρεμία, την απέραντη νέκρα». Αυτές οι «μυίγες» που κάνουν την παρουσία τους αισθητή στο μυθιστόρημα και φέρνουν με τον πιο υπαινικτικό και γλαφυρό τρόπο στην επιφάνεια τη συνάφεια της δημιουργού με την επικράτεια του θανάτου. Γιατί η Ζατέλη είναι δεινή θανατολάγνα, και αυτό είναι κάτι που πασιφανώς το απολαμβάνει με τον ίδιο τρόπο που η γλώσσα απολαμβάνει να αγγίζει το σάπιο δόντι για να αναδεικνύει τις αρετές του πόνου. «Το μυστικό σου, Λεύκα, είναι σαν τριζόνι· τ’ ακούμε, μας τρυπάει τ’ αυτιά, μα δεν το βλέπουμε. Τι είναι πια, θάνατος;» (σ.126), θα τη ρωτήσει η γιαγιά της η Ελένη που εκτελεί χρέη μητέρας. Η Ζατέλη είναι θανατολάγνα, όπως εξάλλου και κάθε άνθρωπος που είναι σαγηνευμένος από τη ζωή, γιατί μόνον έτσι εργαλειοποιεί τη δημιουργική δύναμη του οριστικού τέλους. Η ηρωίδα της στέκεται ενεή απέναντι στη ζωογόνο δύναμη της κακουχίας και της θλίψης· δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι ερχόμαστε αντιμέτωποι με αυτά τα: «Χμ, τι πενήντα και τι εξήντα, κι εκατόν εξήντα χρόνια μπορούσε να ζήσει αυτή εδώ η Βάκου-Γιάκου, ανέπαφη στο διάβα των δεκαετιών, αν είχε τέτοια θλίψη να την τρέφει» (σ. 32). Ή «Λες και τη συντηρούσαν οι ίδιες οι κακουχίες» (σ. 338). Προσέξτε όμως πόσο βαθιά τρέχει αυτή η φλέβα:
«Σε ταφές και κηδείες ανέκαθεν έτρεχε, περισσότερο από γάμους και βαφτίσια οι πένθιμες καμπάνες την ξεσήκωναν, τα σκιερά βασίλεια του Άδη, τα πέραν της Στυγός, αντανακλούσαν μέσα της τα πέρατα του βίου, βάθη ζωής απροσμέτρητα, μια παθιασμένη συγκίνηση την πάλευε, την τρυγούσε, την έκανε κτήμα της, της κόστιζε κιόλας όσο δεν λέγεται αυτό της «μοίρας το γραμμένο», η υπέρτατη ταπείνωση, κι έψελνε μες το κεφαλάκι της ένα λογής ματαιότης ματαιοτήτων… που ήταν όμως, για δες, κι ευφορία για την ζώσα ψυχούλα της, ήταν δέος, ομορφιά σκοταδερή, καταχνιά, απελπισία, αγαλλίαση· και την αυλάκωναν τα δάκρυα λες και τα πλήρωνες» (σ. 82).
Προσέξτε αυτή τη φράση: η Ζατέλη επιλέγει να πει ότι τα δάκρυα την αυλάκωναν όχι επειδή αυτά που συνέβαιναν έκαναν τα συναισθήματά της να υπερχειλίζουν, αλλά επειδή η συνέπειά τους υποδηλώνει μια αγοραία σχέση με τον πόνο («λες και τα πλήρωνες»). Η Ζατέλη δεν είναι απλώς και μόνο θανατολάγνα αλλά διαθέτει και την ύψιστη αρετή για συγγραφέα: οσμίζεται τον θάνατο και ως αιλουροειδές –ή ως νυχτερίδα, ή ως γλαυξ, ή ως φίδι που έχει «αλλάξει επτά δέρματα», ή «ως αράχνη [που] το εμελέτα» (88)– επιχαίρει μυχίως για τα δεινά στα οποία υποβάλλει τους ήρωές της. Η Ζατέλη μού θύμισε κάτι που λέει ένας ήρωας του Στάνισλαβ Λεμ σε μια νουβέλα του που διάβασα πρόσφατα (Hospital of the Transfiguration, The MIT Press, 2020): «Αυτός που αντέχει να στέκεται και να κοιτάζει τον άνθρωπο που αγαπάει περισσότερο να πεθαίνει, και, χωρίς να το θέλει, ξεχωρίζει ό,τι αξίζει να περιγραφεί, μέχρι και τον τελευταίο σπασμό, αυτός είναι ο αληθινός συγγραφέας». Η Ζατέλη στήνει κατανυκτικά μαυσωλεία όπου εισέρχεσαι για να μυρίσεις το λιβάνι, την υποψία σήψης, για να αφουγκραστείς τους λυγμούς, ή να κρυφοκοιτάξεις τα δάκρυα των πενθούντων· και εξέρχεσαι έμπλεος λακανικής ηδονής με «ευφορία για την ζώσα ψυχούλα σου». Πόσο αριστοτεχνικά κρύβεται «μέσα σε αυτά που γράφει ή από αυτά που γράφει» (90) η συγγραφέας όταν μεταμορφώνεται στο αθώο κορίτσι με το άμωμο όνομα, τη Λεύκα, που εξυφαίνει τη συγγραφική δεινότητά του μέσω της παρατήρησης γεμίζοντας με σημειώσεις τα τετράδιά της –παρακαταθήκη για το μέλλον– ωσάν ν’ ακονίζει τα νύχια της ή να προσπαθεί να κρύψει την έκκριση σιέλου στη στοματική κοιλότητά της. Το αθώο κορίτσι που δακρύζει και βαδίζει παραπατώντας για να μην πατήσει κάποιο σκαθάρι, ή ακρίδα (179). Το κορίτσι που “θυσιάζει” την άγνωστη σε εκείνη μητέρα της για να γλιτώσει τα σαλιγκάρια που ποδοπατάει με μένος η συμμαθήτριά της (20-21). Πόση στάχτη στα μάτια ρίχνει τελικά η συγγραφέας για να αποκρύψει τη θηρευτική φύση της από τον κάθε αδαή (τον εαυτόν της συμπεριλαμβανόμενο) που έχει την ξιποσύνη να νομίζει ότι μια συμπαθής κυρία κάθεται με τις γάτες της και γράφει παραμύθια προς τέρψιν των αναγνωστών…
Αλλά η Ζατέλη διαπλέει αυτόν τον παραπόταμο (που τον αναδεικνύει σε ποταμό) με περισσή συστολή και ταπεινοφροσύνη. «Δεν είναι πάντα λύση η αλήθεια, μια λίγο παραπάνω δόση της απ’ όση αντέχει ο άνθρωπος μπορεί ν’ αποβεί ολέθρια» (σ. 190). Διατυπώνει τις ανησυχίες της για τη θηρευτική φύση της, όπως παρατηρούμε στο σημείο όπου εξομολογείται, σε εμάς, την απογοήτευσή της που αφέθηκε και χαράμισε «[...] θυσίασε για την κυρία Σιουντεβά μια τόσο ιδιαίτερη εικόνα από την πρόσφατη ενύπνια συγκομιδή: αίμα να κυλάει αραιωμένο σαν τη βροχή γύρω απ’ τα πόδια της Σισίνας…» (σ. 190). Η Λεύκα, εδώ, θυσιάζει κάτι που θα μπορούσε να φυλάξει για να το χρησιμοποιήσει για τα βιβλία της, και η θυσία αυτή είναι γεμάτη νόημα γιατί το θυσιάζει για να κρύψει μια αλήθεια: ότι κατά βάθος έχει επικοινωνήσει με τη Σιουντεβά γιατί ελπίζει ότι έχει πεθάνει. Η Λεύκα είναι η συγγραφέας που εγκιβωτίζει ως όρο, προϋπόθεση, της συγγραφής τής μεγάλης ιστορίας της τον θάνατο της Εζμίρας Σιουντεβά –της ξιπασμένης, αγράμματης αριστοκράτισσας, που της έχει όμως τυφλή εμπιστοσύνη και που την πληρώνει αδρά–, και που τελικά τη λυπάται και την προστατεύει από αυτή τη μύχια επιθυμία της. Η Λεύκα είναι η συγγραφέας που ενώ κάθεται στην καρέκλα που στην πλάτη της φέρει χαραγμένη τη μορφή νυχτερίδας (σ. 92), και που οι γάτες της την προτρέπουν να γράφει ως γάτα, καθώς δαγκώνουν επιθετικά τα μολύβια της (307), τελικά σπλαχνίζεται την πρώην εργοδότριά της.
Η Ζατέλη όμως δεν πλάθει ακριβώς χαρακτήρες που ακολουθούν κάποια τυπική πορεία ωρίμανσης, αν και αυτό, ομολογουμένως, δεν είναι κάποιο προαπαιτούμενο. Η λογοτεχνία που παράγει, στο συγκεκριμένο βιβλίο τουλάχιστον, είναι βαθιά ιμπρεσιονιστική με εικόνες αφοπλιστικής σαγήνης και λεπτού, κοπιωδώς επεξεργασμένου πνεύματος, όπως και με γερές δόσεις μαύρου χιούμορ, που κάνουν διακριτή τη δυνατότητά της να αποτυπώνει στο χαρτί, ωσάν με εγγενή ευφυΐα, πλειάδα καταστάσεων που σε κάνουν όμως να νιώθεις ότι δεν συνθέτουν ένα οργανικό σύνολο με αυστηρή μυθιστορηματικότητα. Για μια συγγραφέα του βεληνεκούς και της εμπειρίας της Ζατέλη, η παραπομπή στις καλένδες αυτού του ανείπωτου, συνιστά υπεκφυγή. Μήπως ακόμα και μια Ζατέλη επινοεί αυτό τον γρίφο για να μην γράψει την πολυπόθητη ιστορία; «Η Λεύκα θα ευχηθεί αυτός που θα γράψει γι’ αυτή να μην μπορεί», (σ. 205, μότο). Γράφει γι’ αυτήν η ίδια αλλά δεν μπορεί! Υπαινίσσεται η Ζατέλη πώς ό,τι είναι να γραφτεί έχει γραφτεί από αυτή την ιστορία που είναι αφανέρωτη: που είναι «ορατή σαν αόρατη»;
Η Ζατέλη θα έπρεπε να γνωρίζει, και το γνωρίζει, ότι η αναφορά στο ανείπωτο, στα «άρρητα της γραφής», «στα καλύτερα [...] που δεν γράφονται και το πιο σημαντικό που δεν το λέμε», όσο σαγηνευτικά κι αν είναι όλα αυτά, είναι αθύρματα, λιποψυχίες, και ατραποί διαφυγής που αρμόζουν σε υποδεέστερους συγγραφείς (ή σε συγγραφείς που κρατούν δυνάμεις με τον τρόπο που έπραττε η Λεύκα όταν έγραφε για λογαριασμό της Σιουντεβά). Είναι ίσως το βιβλίο ένας φορμαλισμός απέναντι σε ένα δισταγμό· ένας συγγραφικός λόξιγκας, αν θέλετε; Είναι αυτό το «Ορατή σαν Αόρατη», η μεγαλειώδης απάντηση σε ένα writer’s block;
— Ζυράννα Ζατέλη, Ορατή σαν Αόρατη, Καστανιώτης 2021, σελ. 370, τιμή: € 16,00, ISBN: 9789600367553.