Skip to main content
Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024
«Το σφάγιο»

Το διήγημα που ονοματίζει και ανοίγει τη συλλογή θέτει τις βάσεις για μια δομική παραδοξότητα που διαφεντεύει τη ζωή των γυναικών· μια παραδοξότητα που εξακτινώνεται με πολλούς και ευφάνταστους τρόπους και στα περισσότερα από τα υπόλοιπα διηγήματα της συλλογής: η γυναίκα τείνει να αγιοποιείται μέσα από την αέναη εκπόρνευσή της υπό το ανδρικό και όχι μόνο βλέμμα· δυστυχώς, η γυναίκα ευτελίζεται και από το ίδιο της το βλέμμα – θα δούμε παρακάτω, πού και πώς η Αλεξάνδρα Κ* (Κέρκυρα, 1985) στηλιτεύει με εξαιρετικό τρόπο τη συγκεκριμένη πρακτική. Η εγκυμονούσα «παρθένος Μαρία» του διηγήματος, που καταφεύγει στο μπάνιο για να καπνίσει ένα τσιγάρο, στέκεται ως πρότυπο εκπεσούσης αγίας που πασχίζει να εξιλεωθεί για να ανέλθει στο επίπεδο του ανθρώπου· ανθρώπου με τρωτά σημεία και επιθυμίες. Γιατί όμως «παρθένος Μαρία» η εγκυμονούσα; Μετά τη γονιμοποίησή της τίποτα λιγότερο από μια "άμωμη σύλληψη" δεν εξιδανικεύει την απύθμενη ηλιθιότητα της ψευδοσεμνοτυφίας του άνδρα που είναι ικανός να απαρνηθεί μέχρι και τη γονιμότητά του για να λησμονήσει την πιθανότητα ότι η γυναίκα (του) δύναται να είναι και κάτι άλλο εκτός από «παρθένος Μαρία». Κλαυσίγελος.    

Η Κ* τολμάει να καταλύσει το όριο που διαχωρίζει τη γραφή από τη στρατευμένη φεμινιστική γραφή. Ή πιο σωστά, στέκεται πολλές φορές ακριβώς πάνω στο όριο. Η Κ* επιλέγει πρωτίστως να πει ιστορίες μέσα στις οποίες εγκιβωτίζεται ο φεμινιστικός οίστρος της παρά το ποταπό αντίστροφο. Η Κ*, τολμάει να ψελλίσει μυθοπλαστικά το προφανές: δεν χρειάζεται να είσαι άνδρας για να κατασκευάσεις καλούς ανδρικούς χαρακτήρες, με την ίδια λογική που θα έπρεπε να ισχύει και το αντίστροφο – ο αναγνώστης εδώ μπορεί να διερωτηθεί και να απαντήσει γιατί, για παράδειγμα, ο Κώστας Ταχτσής έγραφε τόσο πειστικούς γυναικείους χαρακτήρες. Γιατί όμως –όπως διατείνομαι ότι πράττει η Κ*– είναι σήμερα ευκολότερο για τις γυναίκες να κατασκευάσουν πειστικούς ανδρικούς χαρακτήρες; Στις γυναίκες προσφέρεται ένα τεράστιο πλεονέκτημα για την κατανόηση των ανδρών: ο πακτωλός της λογοτεχνίας που έχει συσσωρευτεί στο πέρασμα των αιώνων δεν είναι παρά ένα σύνολο προσπαθειών να ερμηνευτεί και να προσεγγιστεί η ανδρική προσωπικότητα – ακόμα και όταν οι συγγραφείς υποτίθεται ότι μιλούν για γυναίκες· ακόμα και όταν οι συγγραφείς υπήρξαν γυναίκες. Το τι είναι ο άνδρας παραμένει εξάλλου κάτι δυναμικό παρά τις περί του αντιθέτου κορόνες κάποιων που διατείνονται ότι υπάρχει ένας αδιάτρητος πυρήνας αρρενωπότητας. Αναφέρω εδώ μια νύξη για το ποιόν των ανδρών έτσι όπως το σκιαγραφεί η συγγραφέας στο «Πενηντάρηδες μαυρίζουν στην παραλία»: «Αυτά θα δει η Κατερίνα η Τουλουμάνου και θα πει να ο άντρας της ζωής της, κι ας μην τους κοίταξε ποτέ όταν έπρεπε, κι ας μην μπορεί πια να τους δει. Τυφλώθηκε στα είκοσι πέντε από τη χύμα βότκα που σέρβιρε η μάνα της στους τουρίστες» (σ. 87). Το διήγημα σατιρίζει μια παρέα τεσσάρων πενηντάρηδων –που μαυρίζουν στην παραλία– οι επιλογές ζωής των οποίων συγκλίνουν στην επιθυμία να τους «δει» μια γυναίκα που τυγχάνει τυφλή! Αναφέρω εδώ ότι ο τίτλος, «Κορίτσια στον ήλιο», που έφερε το διήγημα στην πρώτη δημοσίευσή του ήταν βιτριολικός και κατά την ταπεινή μου άποψη αισθητικά ανώτερος – εικάζω ότι κάποιος “τρόμαξε” τη συγγραφέα και εκείνη τον νέρωσε προς κάτι πιο ευπροσήγορο. Επισημαίνω, στο ίδιο πνεύμα της αποτύπωσης ανδρών, και μια επώδυνα εύστοχη παρατήρηση από το «Γαλοπούλα δίχως γέμιση». Μιλάει η ηρωίδα: «Για τον ρόλο του συντρόφου μου μαζεύτηκαν αρκετοί υποψήφιοι όλων των ηλικιών και ποινικών μητρώων, μιας και η μόνη προϋπόθεση ήταν να ‘χει πεθάνει η μάνα τους» (σ. 151). Αξίζει μνείας όμως και ο χαρακτήρας στο «Το εξωτικό πουλί Θοδώρα» στο οποίο διακωμωδείται η ανδρική εμμονή σύμφωνα με την οποία κάθε εκπρόσωπος του «αδύναμου φύλου» συνιστά πάντα δυνητική ερωμένη που θα πρέπει να διακρίνει στον περί ου ο λόγος άνδρα την πυγμή και τα θέλγητρα της προσωπικότητάς του τα οποία τις περισσότερες φορές εξαντλούνται μόνο και μόνο στο δήθεν αυταξιακό (sic) γεγονός ότι η συγκεκριμένη γυναίκα τού «γυάλισε». Κλαυσίγελος ξανά. 

Η Κ* δουλεύει προς μία εξισορροπητική συνθήκη όπου τα θέλω της γυναικείας προσωπικότητας θα μπορούν να διατυπώνονται αναφανδόν και να τυγχάνουν αποδοχής έτσι ώστε επιτέλους η γυναίκα να πάψει να αποζητά την ανδρική έγκριση. Η συγγραφέας δουλεύει όμως και για να γίνει διακριτό ότι ο άνδρας ενδημεί ακόμη σε μια ομιχλώδη/παιδαριώδη ζώνη όπου οι επιλογές και οι επιθυμίες του πιστεύει ότι φέρουν την ισχύ φετφάδων που τυγχάνουν θείας αποδοχής. Βλέπετε, η ανδρική ματιά που «παναγιοποιεί», μεταξύ άλλων, και την εγκυμονούσα «παρθένο Μαρία» αποζητά το απείκασμά της σε ένα ισοδύναμο που χρήζει τουλάχιστον ψυχιατρικής βοήθειας: τη σχεδόν μεταφυσική πεποίθηση των ανδρών ότι η επιθυμία τους πρέπει να εκλαμβάνεται ως (μετα)φυσικά δίκαιη. Εξαιρετική η ελλειπτική αποτύπωση μιας τέτοιας νοσηρής συνθήκης στο «ASMR» όπου η ηρωίδα βιώνει μια ακραία χειριστική σχέση με έναν εν δυνάμει γυναικοκτόνο. Παρατηρήστε όμως και πώς η συνθήκη αυτή –η ανδρική επιθυμία ως (μετα)φυσικά δίκαιη– συναρμόζεται με την έννοια του «τοξικού θηλυκού». Έννοια η οποία συνιστά σοφιστεία της ανδρικής πλευράς για τη διαχείριση του αδιεξόδου που έχει βρεθεί σήμερα ο άνδρας. Στο «Φλοτέρ», η Κ* θίγει το συγκεκριμένο αδιέξοδο: «Το κατάπιες το ψέμα αμάσητο πως θα βρεις δουλειά και θα ‘χεις λεφτά και θα ‘χεις ταυτότητα. Κι αφιέρωσες τη ζωή σου στο σύστημα και θυσίασες το πουλί σου στο σύστημα, που το βρίζεις, το βρίζεις, αλλά όλο πας και του τρίβεσαι μπας και βρεις μια χαραμάδα να χωθείς μέσα» (σ. 207). Παρατηρήστε πόσο δουλεμένη είναι η ειρωνεία όταν η Κ* βάζει την ηρωίδα να λέει στον ήρωα «πας και του τρίβεσαι». Όταν δηλαδή χρησιμοποιεί ανδρική ορολογία για να τον ψέξει.           

Η Κ*, καθώς καταλύει αυτό το όριο ανάμεσα στη φεμινιστική και τη “σκέτη” λογοτεχνία επιτυγχάνει να υπαινιχθεί και την πιθανότητα να μην υπάρχει λογοτεχνία αμιγώς προσανατολισμένη σε έναν σκοπό που να στέκεται τελικά με αξιώσεις – το στρατευμένο εξάλλου πάντα, αργά ή γρήγορα, θα κακοφορμίσει. Η συγγραφέας επιτυγχάνει επίσης να υπαινιχθεί ότι οι διαφορές ανάμεσα στα φύλα είναι λιγότερες και οι ομοιότητες περισσότερες – οποία έκπληξη να διατείνεται κάποια ότι είμαστε όλοι άνθρωποι! Η Κ* δεν γράφει λοιπόν μόνο, για παράδειγμα, κάτι σαν το «Να σε μυρίσει θέλει» που μεταφέρει στον αναγνώστη μια αμιγώς γυναικεία εμπειρία. Γράφει και το «Χήρα Τάκη» που αφήνει ξεκάθαρες υπόνοιες για το παρελθόν της Καίτης «[...] καθότι του εκουνιόταν του Ναυάρχου ελαφρώς» (σ. 112). Και οι ομοιότητες έχουν την τιμητική τους στη συλλογή της Κ* γιατί δεν αποτυπώνονται μόνο μέσα από το χιούμορ –χιούμορ που σε σημεία πονάει σαν τσουλήθρα με ξυράφια– αλλά και από πιο σοβαρές ιχνηλατήσεις όπως το «Ουδείς αχαριστότερος του ευεργετηθέντος» όπου διαβάζουμε το «Αν ήθελε ο χρόνος να κάνει όλο αυτό το μακελειό πάνω στον άνθρωπο, ας του 'παιρνε πίσω όλη αυτή την ανάγκη για χάδι» (σ. 70). Στο συγκεκριμένο διήγημα σκιαγραφούνται δύο και όχι μόνο ένα αδιέξοδο: το προφανές ανδρικό του εξηνταπεντάχρονου αλλά και το πιο κρυπτικό γυναικείο της ηρωίδας των είκοσι εννέα Μαΐων.

Θα σταθώ όμως λίγο σε δύο διηγήματα που κατά την άποψή μου ξεχωρίζουν γιατί πραγματεύονται αυτό που υπαινίχθηκα στην αρχή για το γυναικείο βλέμμα που αυτοϋπονομεύεται. Η Κ* το κάνει τόσο καλά αυτό που σχεδόν κινδυνεύει να παρεξηγηθεί – την τιμά το ρίσκο που αναλαμβάνει, αναγνωρίζω το σθένος της και της πιστώνω τα εύσημα καθώς αμφότερα τα διηγήματα λειτουργούν υποδειγματικά. Ας δούμε πρώτα το πιο βατό «Ο κύριος Βλάχος δεν με παρενόχλησε ποτέ». Η Αικατερίνη Γιαννοπούλου, φιλόλογος, σχεδόν είκοσι χρόνια μετά την αποφοίτησή της από το λύκειο γράφει ένα μέιλ στον φιλόλογό της, κύριο Βλάχο. Η Γιαννοπούλου υπήρξε άριστη μαθήτρια. Ο Βλάχος υπήρξε αυτός που παρενοχλούσε όλες τις μαθήτριες εκτός από τη Γιαννοπούλου. Ποιο το πρόβλημα; Η Γιαννοπούλου το φέρει βαρέως. 

Παραθέτω: «Θυμάμαι πολύ καλά πώς με κοιτάξατε μετά την ανάγνωση της μετάφρασής μου του Επιταφίου του Λυσία. Μην το αρνείστε. Ως απουσιολόγος εξοστρακισμένη από τα κοινά, ήμουν ανέκαθεν τρομερά ευαίσθητη στην εξωλεκτική επικοινωνία· ένιωσα πολύ καλά τι σήμαινε αυτό το βλέμμα. Σήμαινε πως η μετάφρασή μου ήταν πολύ ανώτερη του λυσαριού του Σαββάλα κι αυτό σας διέγειρε πνευματικά, κύριε Βλάχο. Άκουγα τσαφ τσαφ κριικ τους νευρώνες σας να τεντώνονται, να συστρέφονται, να γίνονται όφεις ουροβόροι. Είδα το μυαλό σας να παίρνει σχήμα φαλλικό και να σπρώχνει από μέσα το δέρμα του μετώπου σας απειλώντας να το σκίσει. Μονόκερος σας είδα να γίνεστε. [...] Βαθιά μέσα σας το ξέρατε πως, παρότι 50 χρονών φιλόλογος, δεν θα αγγίζατε ποτέ τα δικά μου φιλολογικά ύψη. Επιθυμία κι αποστροφή έγιναν τότε ένα μέσα σας, κύριε Βλάχο, κι όσο ορθωνόταν το πουλί στο κούτελό σας, τόσο ζάρωνε το άλλο μες στον καβάλο σας» (σσ. 137-138). Προς το τέλος διαβάζουμε: «Ξέρεις, Βλάχο, πόσους Βλάχους κυνήγησα για να καυλώσω κι εγώ επιτέλους έναν Βλάχο;» (σ. 145). 

Το συγκεκριμένο διήγημα δεν συνιστά μόνο μια δεινή φαινομενολογική παρατήρηση εσωτερικευμένου μισογυνισμού αλλά και ελλειπτική κριτική πάνω στη συμπεριφορά των ανδρών. Σε αυτή την παντελή αδυναμία τους να αναζητήσουν μη συντηρητικές επιλογές στο πρόσωπο των συντρόφων τους. Τι λογίζεται εδώ ως συντηρητική επιλογή; Η αδυναμία να αποδεχθεί και να διαχειριστεί ο άνδρας τις ικανότητες και την ανωτερότητα της γυναίκας σε πνευματικό, μισθολογικό, ή όποιο άλλο επίπεδο υπό τον φόβο ότι θα φανεί λίγος. Πόσοι άνδρες αλήθεια χαίρονται γνήσια, θαυμάζουν και υποστηρίζουν μια γυναίκα ώστε εκείνη να ανθίσει εκθετικά περισσότερο από εκείνους; Πόσοι άνδρες δυναμιτίζουν ύπουλα τις καριέρες και τις ικανότητες των συντρόφων τους για να μην επωμιστούν το δήθεν άχθος να φανούν οι ίδιοι ελλειμματικοί; Σημειώστε εδώ ότι το αντίστροφο, η αμέριστη συμπαράσταση γυναικών στους άνδρες συντρόφους τους, λαμβάνει χώρα διαρκώς. Παρατηρήστε τώρα γιατί η συγγραφέας όλο αυτό το κάνει ακόμη πιο ενδιαφέρον. Η Κ* φαίνεται να γνωρίζει πολύ καλά πού ακριβώς δύναται να εκβάλλει αυτός ο ποταμός τελειότητας – και το γνωρίζει βεβαίως γιατί, εικάζω, έχει πάρει το μάθημά της από τους άνδρες δήθεν μέντορες/Πυγμαλίωνες, κι ας μας το σερβίρει μέσω της ηρωίδας της.

Γράφει η Αικατερίνη: «Ένα σου βλέμμα, ένα σου γυπαετίσιο βλέμμα θα αρκούσε για να με προσβάλει ως τα ριζά της ύπαρξής μου. Να πάρει λίγη ευθύνη από πάνω μου. Και ταυτόχρονα –ταυτόχρονα– να μου χαρίσει την επιβεβαίωση πως δεν αξίζω τίποτα. Πώς είμαι ένα ανθρώπινο σκουπίδι (καταλαβαίνεις άραγε τίποτα από τις αντιφάσεις της ανθρώπινης κατάστασης ή τσάμπα τα γράφω, Βλάχο;). Όχι, καθόλου ανακουφισμένη δεν ένιωθα που μ’ είχες εξαιρέσει του πεισματικού σου κανόνα. Ένα σκέτο λαμπρό μυαλό μ’ είχες κάνει να νιώθω και τίποτ’ άλλο… Το ‘ξερες πως ήμουν γνωστή ως “η που δεν καύλωσε τον Βλάχο”;» (σ. 145).

Το άλλο διήγημα που υποστηρίζω ότι πραγματεύεται περίπου μια παρόμοια συνθήκη με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο είναι «Το σφάγιο». Εδώ τα πράγματα είναι κάπως πιο αφαιρετικά και συμβολικά, και για αυτό αισθητικά ανώτερα. Παραθέτω: «Χθες βράδυ παίρναμε βαθμούς. Σ' είχε φωνάξει, λέει, ο δάσκαλος να μιλήσετε. Μπήκες στο προαύλιο ντυμένος τη στολή του Συνταγματάρχη – αστραχανένια παπάχα, αμπέχονο μπλε και κροσοτές σπαλέτες. Τα κορίτσια της έκτης λιγοθυμούσαν στα τσιμέντα. Εγώ σε κοίταζα με μιαν απάθεια αντιπαθέστατη μπήγοντας τα δόντια μου σ’ ένα σουσαμένιο κουλούρι που το σιχαίνεσαι. Κανένας σεβασμός, ορκίστηκα» (σ. 21).

Η Κ* μάς βάζει κατευθείαν σε μια ιδιαίτερη συνθήκη με αυτό το «Χθες βράδυ παίρναμε βαθμούς». Μας λέει ότι βρισκόμαστε στην επικράτεια ενός ονείρου, άρα όλα μπορούν να συμβούν. Τι είναι όμως αυτό το όνειρο όπου ο άνδρας εμφανίζεται «ντυμένος τη στολή του Συνταγματάρχη» και παίρνει βαθμούς από τον δάσκαλο για την ηρωίδα; 

Παραθέτω: «Ο δασκαλάκος ξεφύσηξε.”Όπως βλέπετε”, είπε σκουπίζοντας το κάθιδρο μέτωπό του, “δεν καταφέραμε πολλά σε τούτο το εξάμηνο. Για την ακρίβεια, κύριε Συνταγματάρχα, επατώσαμεν. Όλη η βελτίωσις που είχε σημειωθεί τα τελευταία χρόνια επήγε εις τον γεροδιάβολον. Συγκρίνετε, παρακαλώ, συγκρίνετε. Δείτε τα δεκάρια του προηγούμενου εξαμήνου. Κι ύστερα δες τε πώς ορφάνεψαν σε τούτο από μονάδες. Μιλάμε για γενοκτονία ολκής. Απόμειναν μηδενικά ολοστρόγγυλα και δη σε δεξιότητες βασικές για μια μοντέρνα δεσποσύνη: Ανεξαρτησία. Φιλοδοξία. Αστική Ευγένεια! Ποιος να το 'λεγε αυτό για την εν λόγω δεσποινίδα έξι μήνες νωρίτερα. Το πρότυπο δυναμισμού της σχολής μας. Την πρωταθλήτριά μας στην πάλη ενάντια στην πατριαρχία. Το αδιαφιλονίκητο φαβορί μας στον πανελλήνιο διαγωνισμό Ανταγωνισμού. Μιλάμε για καθολική πανωλεθρία. Η δεσποινίς δεν έχει παράξει επιτυχώς απολύτως τίποτα εδώ και μήνες. Λέει πως δεν εμπιστεύεται πια τις λέξεις. Λέει πως οι λέξεις είναι –μετά συγχωρήσεως, κύριε Συνταγματάρχα μου, δικά της λόγια– μεγάλες πουτάνες. Λέει, τι μου προσέφεραν εμένα οι λέξεις; Η καλλιτεχνική της παραγωγή έχει αποδεκατιστεί. [...]» (σ. 22).

Η ηρωίδα –πιθανό alter ego της συγγραφέως– έχει αποτύχει τόσο στην καλλιτεχνική της παραγωγή όσο και «[...] σε δεξιότητες βασικές για μια μοντέρνα δεσποσύνη: Ανεξαρτησία. Φιλοδοξία. Αστική Ευγένεια!». Η ηρωίδα δεν τα πηγαίνει καθόλου καλά «[...] στην πάλη ενάντια στην πατριαρχία». Δεν επιθυμεί τον «Ανταγωνισμό». Διαβάζουμε λίγο παρακάτω: «“Και σας ερωτώ, κύριε Συνταγματάρχα μου. Θα μπορούσατε κάπου να αποδώσετε τούτη την ξαφνική μεταστροφή της μαθητρίας;”

Δε με κοίταξες, χαμήλωσες το βλέμμα όλος ευθύνη. Μα, σαν να με κοίταζες, μισάνοιξες τα χείλια σου και είπες σιωπηλά:

“Συγγνώμη. Έλειπα”.

Κύριος. Δε μ’ έδωσες. Δεν είπες μ’ έστειλε εξορία το μουνί το αυτεξούσιον. Δεν είπες εξεγέρθη η δεσποινίς Σατανάκη στη δική μου την καμπούρα» (σσ. 23-24). 

Εδώ η ηρωίδα συζητάει με τον εραστή της έναν χωρισμό. Παροδικό ή οριστικό, δεν γνωρίζουμε ακριβώς και δεν έχει και τόση σημασία. Πώς το καταλαβαίνουμε αυτό; «Δεν είπες μ’ έστειλε εξορία το μουνί το αυτεξούσιον. Δεν είπες εξεγέρθη η δεσποινίς Σατανάκη στη δική μου την καμπούρα». Η «εξορία» είναι ο χωρισμός και «το μουνί το αυτεξούσιον» είναι οι καλοί βαθμοί του προηγούμενου εξαμήνου. Η ηρωίδα όμως, στο όνειρο, φαίνεται να μην τα θέλει αυτά. Τι ακριβώς θέλει «η δεσποινίς Σατανάκη»; 

«Έταξες βελτίωση. Και πάλι, συγγνώμη. Ο δασκαλάκος έκανε να σου φιλήσει το χέρι μα τον απόδιωξες με τη γνωστή σου νομπλές κι εξήλθες της αιθούσης καταρρακωμένος μα πάντα ψηλός. Έδωσα μουλωχτά στον δασκαλάκο το δεκάευρο που του άξιζε (είχαμε συμφωνήσει πενήντα αν έλεγε “Να την προσέχετε, χρειάζεται φροντίδα απ' τα δικά σας χέρια” μα δεν το 'πε)» (σ. 24). Η ηρωίδα θέλει τη φροντίδα του εραστή της. Θέλει τα μηδενικά στην «Ανεξαρτησία. Φιλοδοξία. Αστική Ευγένεια». Θέλει, με άλλα λόγια, να είναι «το σφάγιο».  

Σημειώστε ότι η προκείμενη που διαπνέει και τα δύο διηγήματα δεν εξαντλείται σε μια καίρια αποτύπωση του εσωτερικευμένου μισογυνισμού των ηρωίδων που στρέφονται εναντίον της υπόστασής τους, αλλά κατεβαίνει βαθύτερα στην αντιφατικότητα της ανθρώπινης κατάστασης και κατά συνέπεια λειτουργεί επικουρικά προς την ενίσχυση της θέσης της συγγραφέως για τις ομοιότητες των δύο φύλων. Η ηρωίδα στο «σφάγιο» δεν θέλει να συνεχίσει τη δουλειά της με τις λέξεις και η Αικατερίνη Γιαννοπούλου αποζητά να μάθει γιατί δεν την παρενόχλησε ο «κύριος Βλάχος». Η Κ* σκιαγραφεί την παραδοξότητα της σεξουαλικής υπόστασής μας καθώς όσο το άτομο εξυψώνεται πνευματικά σε μια ζωή του νου, αποζητά με όλο και μεγαλύτερη ορμή αντίβαρα στο χθαμαλό – «χθαμαλό» βεβαίως ειδομένο εδώ ως απλό σημαίνον καθώς ουδείς διατείνεται ότι έχει χαρτογραφήσει επακριβώς τη συνταγή της ερωτικής ικανοποίησης, και κατά συνέπεια ουδείς δύναται να ορίσει απόλυτα τι εστί χθαμαλό/χαμηλό. 

Επιπροσθέτως, για να μην κουράζεστε αν όλα αυτά σας ζορίζουν, παρατηρήστε ότι δεν έχει σημασία αν ό,τι διατυπώνει η Κ* έχει ερείσματα στην πραγματικότητα. Η Κ* δεν γράφει δοκίμιο ψυχολογίας με αξιώσεις αποκωδικοποίησης της σεξουαλικότητας, αλλά διήγημα. Η λογοτεχνία, όταν λειτουργεί όπως πρέπει να λειτουργεί αφουγκράζεται όχι αλήθειες αλλά πιθανούς λογικούς χώρους στους οποίους η συγγραφέας μπορεί να λαξεύσει τις προκείμενες του μύθου της έτσι ώστε να λειτουργήσει το κείμενο ως αντλία διαισθήσεων που θα παρασύρουν τον αναγνώστη στην ανόθευτη απόλαυση – και αυτό συνιστά και έναν από τους πιο ευγενείς τρόπους για να αποκτήσει το κείμενο αισθητικό βάθος. Αισθητικό βάθος που τις περισσότερες φορές τείνει να παραμένει ανεξήγητο, αν και η συγγραφέας, όπως όλα δείχνουν, δουλεύει με βαθιά σύνεση και μεθοδικότητα. 

Πέρα από την προτροπή μου να διαβάσετε τη συγκεκριμένη συλλογή, θα διερωτηθώ και κάτι ανάρμοστο: υπήρξε άραγε η Κ* στα μαθητικά της χρόνια απουσιολόγος;

— Αλεξάνδρα Κ*, πράγματα που σκέφτεται η παρθένος Μαρία καπνίζοντας κρυφά στο μπάνιο, Πατάκη: 2023, 224 σελίδες, ISBN: 9789601662022, τιμή: €11.10.