Ζητάμε από τον συγγραφέα να μας πει μια ιστορία που θα καταφέρει, αν όχι να μας συγκινήσει, να μας διασκεδάσει. Ναι, προφανώς και για ένα θέμα σαν τον Εμφύλιο –ειδικά για ένα θέμα σαν τον Εμφύλιο– αν ο συγγραφέας δεν καταφέρει να μας διασκεδάσει, πολύ δύσκολα θα μας πείσει ότι έχει να πει και κάτι πέρα από το προφανές. Η διασκέδαση, διευκρινίζω, είναι απαιτητική και πολυδιάστατη έννοια που ευτυχώς δεν εξαντλείται σε ανακλαστικές εκκρίσεις ντοπαμινών. Αν πιστεύει κανείς ότι ο αναγνώστης, εν έτει 2023, φλέγεται από περιέργεια για ένα ακόμη μυθιστόρημα για τον Εμφύλιο, γιατί ονειρεύεται να εντρυφήσει σε νέες πτυχές του εν εξελίξει τραύματος, μάλλον έχει πέσει θύμα κάποιας νοσηρής πλάνης που συναρμόζει μάρκετινγκ και διδακτισμό. Ο Μάκης Καραγιάννης (Γούλες Κοζάνης, 1958) ξεκινάει όμως με όλα τα εχέγγυα. Η γλώσσα του είναι λιτή –όσο πρέπει προσκολλημένη σε μια σκιά τοπικού ιδιώματος– για να αποτυπώσει την πορεία μιας μικρής ομάδας του Λαϊκού Στρατού που οδεύει προς τον αποδεκατισμό της. Ακόμη και τα μότο που χρησιμοποιεί –Μόμπι Ντικ του Μέλβιλ και Ματωμένος μεσημβρινός του ΜακΚάρθι– προδιαθέτουν τον αναγνώστη πολύ θετικά και του κινούν το ενδιαφέρον να εισέλθει στο ακανθώδες περιβάλλον του Εμφυλίου υπό ιδανικές συνθήκες. Διόλου τυχαία το συγκεκριμένο μυθιστόρημα αντλεί τόσο από την Κάθοδο των εννιά όσο και από την Ορθοκωστά, αμφότερα του Θανάση Βαλτινού. Ο Καραγιάννης, αρχικά, φαίνεται να συνταιριάζει πολύ καλά την ιδιότυπη αμεσότητα της σύνδεσης των ανταρτών με τη φύση –κάτι που χαρακτηρίζει την αμιγώς αριστερόστροφη Κάθοδο– με την αντι-αριστερή φόρτιση της Ορθοκωστάς, που στηλιτεύει πρωτίστως τη στάση της Αριστεράς, χωρίς όμως να αφήνει χώρο για αδόκιμα συμπεράσματα περί της αξιακής υπεροχής των αντιπάλων. Ελάχιστοι βέβαια αναλογίζονται και συνυπολογίζουν στις κρίσεις τους ότι ο Βαλτινός έχει υπάρξει μεγάλος φαν των Ουέστερν αλλά και του Φώκνερ – το σύμπαν της Ορθοκωστάς, για παράδειγμα, πολύ εύκολα μπορεί να διαβαστεί ως μια ελληνική Γιοκναπατάουφα. Ο Καραγιάννης, αντίστοιχα, αντλεί τόσο από το έργο του Βαλτινού όσο και από αυτό του Αλεξάνδρου, του ΜακΚάρθι αλλά και του Κόνραντ –της Καρδιάς του Σκότους– για να κατασκευάσει μια ιστορία που θα σταθεί στη γραμμή των ίσων αποστάσεων.
Είναι αμέσως προφανές ότι η φύση στο μυθιστόρημα αποκτά ειδική υπόσταση: παραμένει, ως είθισται, αμέτοχη απέναντι στον ανθρώπινο πόνο αλλά, ταυτοχρόνως, προσφέρεται στους οδοιπόρους και ως ένα μεγαλειώδες σκηνικό που σε σημεία φαίνεται άλλοτε να συμπάσχει με τις διαθέσεις και τα αδιέξοδά τους: «Πάνω από τους βράχους η πανσέληνος έστεκε κίτρινη σαν λυπημένο ηλιοτρόπιο» διαβάζουμε τη στιγμή που ο Καπετάν Μάρκος θα ακούσει το δυσάρεστο της εκτέλεσης του πατέρα του» (σ. 72, αλλά βλ. και 101, 108). Και άλλοτε να λειτουργεί εναντίον τους: «Ένιωθα εγκλωβισμένος σ’ έναν θυμωμένο τόπο, σαν να ‘χαμε χάσει τον δρόμο. Η ψυχή του άγριου βουνού, σαν μια αφύσικη δύναμη επιβουλευόταν την εύθραυστη ύπαρξή μας» (σ. 114, αλλά βλ. και 86, 190). Ο Καραγιάννης όμως καταφέρνει να αναγάγει τις δύο αυτές εκφάνσεις της φύσης σε καμβά πάνω στον οποίο οι ήρωές του προσπαθούν να αφουγκραστούν και να διακρίνουν απαντήσεις που θα προσδώσουν νόημα στον παραλογισμό του πολέμου. Παραθέτω ενδεικτικά: «Έψαχνα το μυστικό, γιατί η λαχτάρα για την ελευθερία και η μεγαλοπρέπεια του εγώ σ’ αυτό τον τόπο καταλήγουν πάντα στο διχασμό και στα ερείπια του έθνους. Σήκωσα το κεφάλι πάνω από την Κοκκινόπετρα και κοίταξα με απορία τον ουρανό. Δεν ξέρω γιατί, μα περίμενα να φυσήξει ένα αγέρι δυνατό. Τόσο, που θα ‘κανε να αντηχήσουν γοερά τα πεδία των μαχών, με τις ματωμένες ξιφολόγχες, τα σκιερά φαράγγια και τα μεγάλα δέντρα του βορρά. Όμως ο αέρας ασάλευτος. Ούτε ένα θρόισμα. Κι ο ουρανός σαν να περίμενε μια αστραπή που θα ‘κανε τα βουνά να τρανταχτούν από ντροπή» (σ. 178). Ή «Ξαφνικά σήκωσα το κεφάλι και κοίταξα σαστισμένος το εκπληκτικό γεγονός του κόσμου. Το μαύρο αίμα είχε δώσει τη θέση του στην πράσινη γαλήνη. Οι αιώνιες βελανιδιές, με τα αγριοπερίστερα και τους πετροκότσυφες που φτερούγιζαν ανάλαφρα στα κλαριά, δεν ήξεραν μήτε από θανάτους μήτε από επαναστάσεις. Λιάζονταν μόνο νωχελικά στο φεγγοβόλημα του ήλιου και την καλοκαιριάτικη ραστώνη. [...] Οι εναλλαγές του τοπίου συγχώνευαν, με ζυγισμένες δόσεις, την ομορφιά της φύσης και την αθλιότητα του ανθρώπου» (σ. 68).
Αυτό όμως το έλλειμμα αποκρίσεων και την ιδιότυπα φειδωλή “ευγλωττία” της φύσης στα μεγάλα ερωτήματα, ο Καραγιάννης, δεν κατορθώνει να τα μεταγράψει και στα εσώτερα των νοητικών διεργασιών των ηρώων. Ως αποτέλεσμα, το κείμενο αρχίζει και χάνει τη δωρική ελλειπτικότητα και αμφισημία του, που στέκει ως αντίβαρο στην έντονη δράση των ηρώων. Καθώς ο συγγραφέας προσπαθεί να εκθέσει την αμετροέπεια της Αριστεράς, η αφήγηση διολισθαίνει σε κοινοτοπίες που όχι μόνο κάνουν το κείμενο πλαδαρό αλλά αμαυρώνουν το ύφος και τους φορμαλισμούς του συγγραφέα. Παραθέτω:
«“Τι θα απογίνουμε, καπετάνιο;” ρώτησε με αγωνία. Εκείνος σήκωσε το κεφάλι. Ένα κίτρινο φύλλο της οξιάς, που ανέμιζε στο δροσερό βοριαδάκι, εγκατέλειψε τα κλαδιά. Ταλαντεύτηκε ελαφρά στον αέρα κι έπεσε απαλά στο χορτάρι. “Φόρη, τι γίνονται τα χιλιάδες φύλλα του φθινοπώρου που πέφτουν στο χώμα;” ρώτησε μόλις το κατέβασε. “Τροφή για τα σκουλήκια.” “Δε βλέπεις μακριά” απάντησε. “Λίπασμα για μια καινούρια άνοιξη”. Ύστερα έσκυψε χαμηλά στον αστραποκαμμένο κορμό. Έκοψε ένα κλαδάκι που είχε παράταιρα ξεφυτρώσει και του το ‘δειξε. “Κοίταξε” είπε. “Εκεί που δεν το περίμενε κανείς. Ξεμύτισε απρόσμενα από τη σκληρή φλούδα. Η ζωή αιώνια θα βρίσκει τρόπους να μας εκπλήσσει”» (σσ. 117-8).
Όπως όμως και το παρεμφερές χριστιανοπουλικό: «“Κι αν χαθώ, Ντάγκα, σπόρος θα γίνω. Που θα φυτρώσει στο χωράφι σου. Έτσι γίνεται με τις μεγάλες ιδέες. Κάποτε θα 'ρθει η ώρα του θερισμού”» (σ. 154).
Αλλά και «Έκανε έναν απαξιωτικό μορφασμό. “Μη μου τσαμπουνάς λόγια του αέρα. Εγώ ξέρω πως ο Έλληνας είναι αψύς. Το αίμα του βράζει. Άμα ο Ντάγκας σού δώσει μια κατακέφαλα, δεν χρειάζεσαι θεωρίες”. [...] “Μα να σε ρωτήσω. Είναι δίκιο να σκοτώνεις για καλό σκοπό;” “Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Όλα σχετικά είναι”. [...] Όλα ήταν ένα κουβάρι. Ποιος μπορούσε να το ξετυλίξει για να βρει το δίκιο;» (σ. 143).
Όπως και « Μας έγδαραν οι πούστηδες. Μα κι εμείς καλύτεροι ήμαστε απ’ αυτούς που σκοτώσαμε; Θεός σχωρέσ’ τς. Χάθηκε η ντροπή απ’ τον κόσμο. Γομάρια γενήκαμε. Μα ποιος έμεινε αμαγάριστος σήμερα” είπε και μια λύπη κάθισε στο πρόσωπό του. [...] Ταράχτηκα. Δεν ήθελα να σκεφτώ τι σίχαμα είχα γίνει κι εγώ. Σκούπισα τις παλάμες απ΄ το χιτώνιο. Ήθελα να ξεχάσω, καθώς ανακάλυπτα πως ο παλιός μου εαυτός ήταν πια ένας ξένος. Δεν είχα σκοτώσει ακόμα, μα όλους μάς είχε μαγαρίσει η βρόμικη λαχτάρα για αίμα» (σ. 211).
Τα σημεία αυτά όμως πέρα από την κοινοτοπία τους υποσκάπτουν και κάποιες σκληρές σκηνές που προσδίδουν μια αιχμή στο κείμενο που συνάδει περισσότερο με τα τεκταινόμενα, όπως αυτή που η ομάδα των ανταρτών συναντά «Εφτά κομμένα κεφάλια [που] κρέμονταν στα κλαριά μιας φουντωτής βελανιδιάς. [...] Πιασμένα με σύρμα, από τα πιο χαμηλά κλαριά μέχρι την ψηλή κορφή, κρέμονταν από τα τρυπημένα αυτιά σαν παράξενα τροπικά φρούτα» (σ. 102) ή το σημείο που θανατώνεται ο Ντάγκας (βλ. σσ. 153-5).
Όταν λοιπόν λίγο πριν το τέλος διαβάζουμε: «Γιατί εκείνο που 'ναι σημαντικό, το πιο βαθύ, δε μεταδίνεται με τη γλώσσα, μα με την καρδιά» (σ. 241), παρότι, από τη μία, αδυνατούμε να μην παρατηρήσουμε την κοινοτοπία, από την άλλη, είναι σχεδόν αδύνατον να μην αναλογιστούμε ότι ο συγγραφέας ουδόλως τήρησε αυτή τη σκέψη/θέση στο κείμενό του. Σε ένα μυθιστόρημα που καταπιάνεται για ακόμη μια φορά με τη θεματική του Εμφυλίου, γίνεται διακριτό ότι δεν αρκεί πλέον ένας ήρωας να παρουσιάζεται έμπλεος αντιφατικών χαρακτηριστικών για να συμπεράνει κανείς και την αμφισημία του ιστορικού πλαισίου που τον περιστοιχίζει. Ο συγγραφέας καλείται να επινοήσει τους τρόπους που αυτά τα αντιφατικά χαρακτηριστικά θα φτάσουν –ή δεν θα φτάσουν– στον αναγνώστη και θα τον αναγκάσουν να κοιτάξει το χιλιοειπωμένο με άλλο βλέμμα. Και αυτό δύναται να συμβεί μόνο όταν ο δημιουργός τολμάει να αφήσει εκτός κειμένου όχι μόνο τα τετριμμένα αλλά και τα σημαντικά. Η εμμονή σε μια θεματική που δείχνει σημάδια κορεσμού υπαγορεύει την επιλογή τακτικών που θα αιφνιδιάσουν τον αναγνώστη.
Το μυθιστόρημα μπορεί λοιπόν να βρίσκει ερείσματα στην Κάθοδο των εννιά και στην Ορθοκωστά αλλά ο Καραγιάννης δεν διαχειρίστηκε με τον καλύτερο τρόπο τα δάνειά του. Το κείμενο δεν χαρακτηρίζεται ούτε από τη στεγνή οικονομία της Καθόδου, που εκτείνεται σε μόλις εβδομήντα σελίδες, ούτε από την εκρηκτική υπαινικτικότητα της Ορθοκωστάς. Ο συγγραφέας προσκολλήθηκε στη διαρκή επανάληψη του αδιεξόδου της ανθρώπινης κατάστασης και αφέθηκε σε μια αδικαιολόγητη εμμονή για επεξηγήσεις και λαϊκές σοφίες που υπέσκαψαν την όποια δόκιμη ελλειπτικότητα και αμφισημία της αρχής. Το βιβλίο μπορεί να χαίρει μερικών καλών σκηνών δράσης που αποδίδονται καίρια, αλλά αμαυρώνεται από το άγχος της υπερπροσπάθειας να ισορροπήσει το κείμενο σε μια λεπτή γραμμή ανάμεσα στις δύο πλευρές. Στο τέλος διαβάζουμε κάτι προφανές: «Δεν ήξερα πια τι ήταν αλήθεια και τι ψέμα. Ο κόσμος γκρεμιζόταν και δεν έβλεπα τίποτε άλλο παρεκτός ερείπια και σκόνες ποτισμένα με αίμα. Κείνο που ήξερα μόνο είναι πως μισούσα τον πόλεμο πια» (ό.π.).
— Μάκης Καραγιάννης, Η σκόνη του κόσμου όταν γκρεμίζεται, Μεταίχμιο: 2023, 264 σελίδες, ISBN: 9786180335309, τιμή: €15.49.