Ο Νίκος Βεργέτης (αγνώστου ηλικίας και τόπου γεννήσεως) ανοίγει τη νουβέλα του με μια εξομολογητική αυτομυθοπλασία. Αποτυπώνει στο χαρτί σκέψεις που υποτίθεται ότι έχει κάνει μεθυσμένος μια Τετάρτη, μετά το Φρουμέλ. Παραθέτω:
«Μόλις έχω φύγει από το Φρουμέλ μετά από δωδεκάωρο πιόμα. [...] Φυσικά είναι Τετάρτη. Δεν έχω πάρει αμάξι, όχι για να προστατευτώ και για να μην πάρω κάποιον παραμάζωμα, αφού είμαι σίγουρος ότι μια χαρά μπορώ να οδηγήσω και μεθυσμένος. Όπως και να ‘χει, γυρνάω σπίτι με τα πόδια. Στο μυαλό μου γράφω το καλύτερο βιβλίο όλων των εποχών. Η ροή είναι ασταμάτητη και οι ιδέες όχι μόνο διαδέχονται η μία την άλλη, αλλά δένουν και μεταξύ τους με έναν τρόπο μαγικό» (σ. 11). Τώρα, το πρώτο πράγμα που καλείται να κάνει ο αναγνώστης σε αυτό το σημείο είναι να βρει λόγους για να συνεχίσει να διαβάζει. Δυστυχώς, η συνέχεια δεν διαγράφεται ευοίωνη: «[...] κάθε Πέμπτη πρωί, συνειδητοποιώ το ίδιο πράγμα, ή, για να το πω καλύτερα, μπαίνει το εξής ερώτημα: Μπορείς να γράφεις ξεμέθυστος σαν να είσαι μεθυσμένος; Και φυσικά αυτό το ερώτημα γεννάει άλλα χίλια. Μπορείς να νικάς τον θάνατο όταν δεν πίνεις; Μπορείς να αρχίσεις να πραγματοποιείς το επόμενο πρωί τα μεθυσμένα χθεσινοβραδινά σου όνειρά; Μπορείς να κυνηγάς την ουτοπία ξεμέθυστος; Να νικάς τη ματαιότητα; Να πολεμάς την αδυσώπητη μαύρη τρύπα που θα μας καταπιεί όλους, ακόμα και τις μνήμες μας; Μπορείς νηφάλιος να νικήσεις τον χρόνο; Μπορείς να μη γράφεις σαν μαλάκας, όπως κάνω εγώ τώρα, που αντί να ξεράσω το μέσα μου ψάχνω συνώνυμα ώστε να μην επαναλαμβάνω τη λέξη “ξεμέθυστος”; Άκου εκεί νηφάλιος… Τέλος πάντων… Μπορείς ξεμέθυστος να ζεις σαν μεθυσμένος; Αν όχι, που προς τα κει πάει, τότε ποια είναι η λύση; Να βρεις αυτό που λέμε “μια ισορροπία”; Ή μήπως να είσαι συνέχεια μεθυσμένος; Και αν είναι το δεύτερο, αντέχεις να είσαι συνέχεια μεθυσμένος;» (σσ. 11-12).
Η αλήθεια είναι ότι διάβασα το βιβλίο γιατί ήμουν περίεργος να δω πώς ο συγγραφέας συνδιαλέγεται με το σύμπαν του Ρομπέρτο Μπολάνιο. Και ευτυχώς, όταν ο αναγνώστης περάσει στο κυρίως μέρος του βιβλίου, το «Υφαίνοντας τον ιστό της Ιφιγένειας», η κατάσταση αλλάζει προς το καλύτερο.
Μια αφήγηση στέκει πάντα και ως σημαίνον για κάτι που εντοπίζεται, ως σημαινόμενο, εκτός βιβλίου. Η δυναμική της σύλληψης του βιβλίου δηλαδή αποτίει φόρο τιμής σε εξωλογοτεχνικά δρώμενα διαμέσου της λογοτεχνικής οδού. Αυτό, για αρχή, συνιστά κατεξοχήν μπολανικό στοιχείο. Θα προσπαθήσω όμως πρώτα να εξηγήσω γιατί τα αποσπάσματα που παρέθεσα στην αρχή, αλλά και μεγάλο μέρος της αυτομυθοπλαστικής εισαγωγής του βιβλίου, δεν λειτουργούν. Υπάρχει μια ενδιαφέρουσα διάκριση ανάμεσα στον προφορικό και τον γραπτό λόγο: πολλές κουβέντες που λαμβάνουν χώρα ως κουβέντες σε εξωλογοτεχνικό περιβάλλον, δηλαδή προφορικά, ακόμη κι αν εκστομίζονται από λογοτέχνες, δεν γράφουν καλά άμα τη μεταφορά τους στο χαρτί. Αντιστρόφως, αποσπάσματα λογοτεχνικών κειμένων που μπορεί να φαντάζουν στείρα στις κατά μόνας αναγνώσεις μεταμορφώνονται και μοιάζουν να διαθέτουν θαυμαστή προσαρμοστικότητα όταν μεταφέρονται, ακόμη και από μη λογοτέχνες, προφορικά, στο σωστό περιβάλλον. Η ισορροπία ανάμεσα σε αυτές τις δύο θέσεις –μια πολύ λεπτή γραμμή που δεν απέχει πολύ από το «Μπορείς ξεμέθυστος να ζεις σαν μεθυσμένος;» που διερωτάται ο Βεργέτης– συνιστά ουτοπία και φαντασίωση που ουκ ολίγοι έχουν ποθήσει και ελάχιστοι έχουν μετουσιώσει σε πραγματικότητα. Ένας από τους ελάχιστους: ο Ρομπέρτο Μπολάνιο. Ο συγγραφέας (γενικά), βλέπετε, παραμένει δέσμιος μια ζωής την οποία δεν αρκείται να ζήσει στην όποια αυτάρκειά της αλλά κατατρύχεται και από την εμμονή να την αποστάξει και να την εμφιαλώσει έτσι ώστε να κερνάει τους αναγνώστες με τις δεξιότητές του – για να τεντώσω μέχρι διαρρήξεως τη μεταφορά. Ο Βεργέτης λοιπόν, σε αυτή την εισαγωγή του βιβλίου διατυπώνει σκέψεις που δεν γράφουν καλά. Καταλαβαίνω όμως ότι προφορικά, υπό συγκεκριμένες συνθήκες, θα ήταν εξαιρετικές ή κάπως έτσι.
«Υπάρχει τέχνη που δεν είναι μια απεγνωσμένη κραυγή επικοινωνίας;» (σ. 21), διερωτάται ο αφηγητής. Θα παραλλάξω την ερώτηση: Αν ένας συγγραφέας κραυγάζει μέσα στο δάσος και δεν είναι κανένας εκεί να τον ακούσει, θα κάνει θόρυβο; Η παραλλαγή μου, που θεωρεί τον συγγραφέα αυτί που εγγενώς κωφεύει προς την κραυγή του, υποδεικνύει και γιατί, όπως είπα, ο συγγραφέας δεν αρκείται απλώς να ζει τη ζωή του. Νιώθει, βλέπετε, την ανάγκη να ηχήσει η κραυγή του στα αυτιά (ή τα μάτια) των αναγνωστών, γιατί μόνο τότε μπορεί να αντιληφθεί το όποιο αδιέξοδό του. «Το κάνεις για να το δείξεις. Και δεν υπάρχει κάτι πιο όμορφο απ’ το να θες να μοιραστείς και απ’ το να σε νοιάζει η γνώμη αυτών που θες να το μοιραστείς» (ό.π.). Ο Βεργέτης, σε αυτό το λατινοαμερικανικής έμπνευσης παστίς αποπειράται να περάσει την ατμόσφαιρα του Μπολάνιο (και πολλών άλλων) –μια ατμόσφαιρα που όλοι μιλάνε ξεμέθυστα μεθυσμένοι– κάπως προσαρμοσμένη στα καθ’ ημάς. Αν και το κομμάτι της Λατινικής Αμερικής φαντάζει φιλόδοξο και κάπως αμετροεπές, παρουσιάζει εκλάμψεις που τουλάχιστον εμένα μου άρεσαν.
«Όταν την είδα, κύριε, έχασα τα λόγια μου. Ίσως τα τελευταία χρόνια να είχα εθιστεί στην ασχήμια, να ‘χα πάρει τον ρόλο του κυνηγού ή του θηράματος, ίσως να ‘χα γίνει ομορφοβικός. Φοβήθηκα! Δεν ξέρω τι την έκανε τόσο όμορφη, ίσως η απόσταση μεταξύ των ματιών της, τα αχνά βαθουλώματα στα μάγουλά της, η γεύση της ανάσας της, τα ολοζώντανα στήθια της» (σ. 83).
Στο κέντρο του μύθου στέκει η Ιφιγένεια Μανιτάκη-Ντάνκαν. «Μου συστήθηκε ως Ιφιγένεια Μανιτάκη. Ευτυχώς! Αν μου ΄χε αποκαλύψει το πλήρες ονοματεπώνυμό της (κάτι που έμαθα εκ των υστέρων), δεν νομίζω πως θα μπορούσα να σου μιλήσω γι’ αυτήν. Εμμονές… Τι να πεις… Πάντα με εκνεύριζαν οι γυναίκες με δύο επώνυμα. Μα έχω άδικο; Άκου Ιφιγένεια Μανιτάκη-Ντάνκαν. Πόσες πιθανότητες θα ‘δινες να μην είναι μια ψωνισμένη καριόλα; Κι όμως…» (σ. 30)».
«Σ’ το λέω χωρίς να την ξέρω, ούτε καν την έχω δει, όμως όλοι εμείς που κυνηγάμε το Τίποτα είναι σαν να γνωριζόμαστε» (σ. 50).
Οι ιστορίες που ακούει η Ιφιγένεια από τους Λατινοαμερικάνους είναι και η απάντηση στο κυνήγι της. «Σκεφτείτε να ερχόμουν εδώ ακολουθώντας τους μεγάλους σας παραμυθάδες και να συναντούσα ανθρώπους βουτηγμένους στην κυριολεξία» (σ. 94). Η Ιφιγένεια, πρωτίστως, αποζητά ιστορίες. Το εύρημα της αναζήτησης του Μπολάνιο από μία Ελληνίδα, που στην πορεία συναντάει διαρκώς άνδρες και γυναίκες που επιθυμούν να την πηδήξουν (sic), και που αυτό περιγράφεται μέσα από την παράλληλη αναζήτηση της ίδιας της Ιφιγένειας από τον αφηγητή με τη μορφή σύντομων συνεντεύξεων/ερωτήσεων από τις οποίες διαβάζουμε μόνο την καθοριστική απάντηση, με τον τρόπο που είναι γραμμένο το μεγαλύτερο μέρος των Άγριων Ντετέκτιβ του Μπολάνιο, όλο αυτό, στέκει ως φόρος τιμής στον Χιλιανό. Η ειρωνεία είναι ότι τα αποσπάσματα που σας παραθέτω, αλλά και πολλά άλλα σημεία του βιβλίου, ενώ φαντάζουν τόσο δήθεν εκτός του μπολανικού σύμπαντος, τελικά, κάνουν τον αναγνώστη να διασκεδάσει και να χαμογελάσει.
Υπάρχει άραγε και κάτι βαθύτερο πίσω από την αναζήτηση του «Τίποτα» –και του Ρομπέρτο Μπολάνιο– από την Ιφιγένεια; Ο Βεργέτης προτάσσει, ή τουλάχιστον εγώ μπορώ να διαβάσω στο κείμενο, και μια ιστορία για τη φύση του δημιουργού που αποπειράται να κατανοήσει την «πολλαπλότητα» του εαυτού του. «Πώς θα προχωρήσεις, έστω και λίγα βήματα, προς κάτι φωτεινό, αν δεν κρεμάσεις τα ελαττώματά σου στα μανταλάκια; Αλλιώς, αν ασχολείσαι με την τέχνη για παράδειγμα, θα φτάσεις στο σημείο να λες ότι κάνεις τέχνη για τον εαυτό σου. Και ποιος είναι ο εαυτός σου; Είναι ένα ενιαίο πράγμα; Δεν εξαρτάται από τους ανθρώπους που μπλέχτηκαν στη ζωή σου; Από αυτούς που μαζί τους διαμορφώθηκες και από αυτούς που θα σε διαμορφώσουν μελλοντικά; Πώς κάνεις κάτι για τον εαυτό σου όταν δεν παραδέχεσαι την πολλαπλότητα του εαυτού σου;» (σσ. 20-21). Οι ιστορίες που αναζητά η Ιφιγένεια είναι και εκφάνσεις «πολλαπλότητας του εαυτού της». Υπάρχουν όμως και ψήγματα μεγαλύτερης συνέπειας στο κείμενο που ίσως να μην είναι διακριτά εκ πρώτης όψεως. Το αρχικό, αυτομυθοπλαστικό κομμάτι, που χαρακτηρίζεται από έντονη προφορικότητα, διαχέεται στο «Μυθιστόρημα» που διαβάζουμε στη συνέχεια για την Ιφιγένεια. Φράσεις, σκέψεις και ιδέες από το εισαγωγικό κομμάτι εμφανίζονται σε διάφορα σημεία στο σώμα του «μυθιστορήματος». Αναφέρω ενδεικτικά: «Ο θάνατος της αμφιβολίας είναι το google. Το τέλος της ποίησης» (σ. 14) που μεταγράφεται ως «Τα συγκεκριμένα σε αποπροσανατολίζουν, σε κάνουν να νομίζεις πως πρέπει να βρεις λύση, κι έτσι χάνεις όλο το ζουμί. Καλύτερα ν’ αφήσεις τις ιστορίες να σε πάνε» (σσ. 29-30). Ή το «Να πολεμάς την αδυσώπητη μαύρη τρύπα που θα μας καταπιεί όλους [...]» που μεταγράφεται ως «Απλά πήγαινα, χωρίς να ξέρω γιατί, ή μπορεί και να ‘ξερα, πήγαινα προς το Τίποτα, προς το κενό, προς τη μαύρη τρύπα που μας καταπίνει όλους [...]» (σ. 50).
Ο Βεργέτης κλείνει το βιβλίο με έναν κατοπτρισμό –έναν πλήρη δημιουργικό κύκλο– καθώς μεταγράφει αυτούσιο ένα κομμάτι της αρχής στο τέλος αλλάζοντας σε συγκεκριμένα σημεία το πρώτο πρόσωπο σε τρίτο, για να δείξει την αντιμετάθεση: ότι παραδίδει στον «Θάνατο ή τη Μοίρα» αυτό που ο «Θάνατος ή η Μοίρα» του είχε δώσει και που εμείς έχουμε μόλις διαβάσει.
Το κείμενο προδίδεται σε σημεία από τους φορμαλισμούς του που δεν αντέχουν το βάρος της αναζήτησης. Η προσπάθεια που κάνει ο Βεργέτης να συναρμόσει το λατινοαμερικάνικο ίδιον με το ελληνικό, ενώ ακούγεται πολλά υποσχόμενη, στην πράξη δεν αποδίδει τόσο καλά – βλ., για παράδειγμα, σ. 65 και 72. Οι φανατικοί εγχώριοι αναγνώστες των λατινοαμερικάνων συγγραφέων αναγνωρίζουν τις εκλεκτικές συγγένειες που διαπνέουν τα λογοτεχνικά κείμενα των δύο χωρών, όχι τόσο αναφορικά με το περιεχόμενό τους αλλά στο ύφος και στη φόρμα, γιατί οι κάτοικοι των δύο γεωγραφικών περιοχών μοιράζονται, ενίοτε, μια κοινή ματιά προς τον κόσμο. Μια έκτυπη γραφικότητα που ανθίσταται στις επιταγές του καπιταλισμού και της παγκοσμιοποίησης αφήνοντας κάθε φορά να κυριαρχεί μια βαθιά ιδιοσυγκρασιακή εντοπιότητα που μπορεί να ξενίζει και να δυσαρεστεί κάποιους αλλά ικανοποιεί θαρρώ περισσότερους με την αυθεντικότητά της που πολλές φορές διολισθαίνει σε μια γλυκιά αφέλεια.
«Και αυτό που νιώθω είναι ότι οφείλω να συνεχίσω να ψάχνω κάτι το οποίο βαθιά μέσα μου εύχομαι να μη βρω ποτέ, γιατί, αν το βρω, δεν θα ξέρω τι διάολο να το κάνω» (σ. 55).
«Πανικοβλήθηκα στην ιδέα πως δεν θα την ξαναδώ και έτσι της ζήτησα το κινητό της. “Δεν έχω κινητό, πιστεύω στην τύχη”, μου είπε χωρίς η απάντησή της να μου προκαλέσει την παραμικρή έκπληξη» (σ. 62). Σημειώστε εδώ ότι ενώ η απάντηση ξεχειλίζει Κορτάσαρ, κάλλιστα θα μπορούσε να την έχει δώσει η Μάγα στον Οράσιο Ολιβέιρα, σήμερα, φαντάζει τόσο δήθεν που δύσκολα υποστηρίζει το ύφος που επιδιώκει ο συγγραφέας. Πιστώνω όμως στον Βεργέτη την απάντηση του ήρωά του που στέκει στη σωστή πλευρά της λογοτεχνικότητας: «“Αρχίδια” σκέφτηκα σιωπηλά. Χαμογέλασα συγκαταβατικά και έφυγα» (ό.π).
Το κείμενο λοιπόν βρίθει εφηβικότητας. Ελάχιστοι συγγραφείς όμως έχουν καταφέρει, ενώ έχουν ενηλικιωθεί, να πουλήσουν δόκιμα εφηβεία σε ενήλικο κοινό που δεν διαβάζει υπό την επήρεια αλκοόλ. Ένας από αυτούς έχει υπάρξει και ο Μπολάνιο. Ο Βεργέτης στέκει στο όριο. Παρά τις όποιες αντιρρήσεις μου όμως το βιβλίο, ειδικά αν κανείς μοιράζεται τις αναγνωστικές εμπειρίες του συγγραφέα, ψυχαγωγεί.
— Νίκος Βεργέτης, Τετάρτη, μετά το Φρουμέλ, Κυψέλη: 2023, 152 σελίδες, ISBN: 9786188663015, τιμή: €13.00.