Ο Στέλιος Σπούγιας, ο πενηντατριάχρονος ήρωας της Ιωάννας Καρυστιάνη (Χανιά, 1952), είναι κάτοικος Κρανιάς: «[...] πόλη φυτεμένη ανάμεσα στους τέσσερις θεσσαλικούς νομούς [...]» (σ. 26). Ο Σπούγιας, που ασκεί το επάγγελμα του κορνιζοποιού είναι διαζευγμένος αλλά το φέρει βαρέως· η γυναίκα του τον εγκατέλειψε για έναν γιατρό από τη Θεσσαλονίκη. Συγκατοικεί με τον εικοσάχρονο γιό του, Χρόνη, που διατηρεί σχέση με την Κλέα. Ο Χρόνης είναι παιδί πρότυπο, υπόδειγμα: «[...] μικρέ, το κεφάλι σου περιουσία, το μυαλό σου πορτοφόλι και εσύ, ρε παιδί μου, άλλο πράμα από το συρφετό του άντε χέσου, άντε χάσου, άντε γαμήσου και άντε γεια» (σ. 17), όπως θα του πει χαρακτηριστικά ο κύκλος του πατέρα του. Η ουσία όμως είναι αλλού: στη σελίδα εκατό, στο ένα τρίτο του βιβλίου, ο Σπούγιας θα δολοφονήσει τον γιό του.
Η Καρυστιάνη γράφει ένα μυθιστόρημα που ξεφεύγει από την πεπατημένη, όχι μόνο για τα δικά της μέτρα και σταθμά, αλλά γενικά. Καταρχάς, δεν αφορμάται από πραγματικό περιστατικό – δεν γράφει μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα. Δεν γράφει όμως ούτε μια μυθοπλασία σαν τη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη ή το Έγκλημα και Τιμωρία. Ο δολοφόνος δεν εμφορείται δηλαδή από κάποια εμφανή ιδεολογία. Ο Σπούγιας δεν σκοτώνει για «φιλοσοφικούς λόγους», όπως συμβαίνει στην περίπτωση της γραίας Χαδούλας και του Ρασκόλνικωφ¹. «Ούτε εν βρασμώ, ούτε κατά λάθος, ούτε η ώρα η κακιά» (σ. 246). Γιατί σκοτώνει τότε ο Σπούγιας; Δεν υπάρχει ακριβώς απάντηση. Και αυτό είναι που προσδίδει στο μυθιστόρημα την αιχμή του.
Η Καρυστιάνη θα σκιαγραφήσει ελλειπτικά το ομιχλώδες παρελθόν του Σπούγια. Θα μιλήσει για παιδικές ταπεινώσεις, όπως θα μιλήσει και για τα κίνητρά του. Όλα θα φυτευτούν όμως με τέτοιο τρόπο, ειδικά στο πρώτο μέρος του μύθου, ώστε να ελλοχεύουν σχεδόν ανενεργά, πίσω από ποικίλες εκφάνσεις καθημερινότητας πατέρα και γιού. Σχεδόν ανενεργά αλλά τόσο δόκιμα, που ο αναγνώστης υποβάλλεται σε μια συνθήκη διαρκούς ταλάντωσης ανάμεσα στην απόρριψη της απευκταίας πράξης και την ταυτόχρονη συνειδητοποίηση του πού ακριβώς οδηγείται ο μύθος. Η συγγραφέας κατασκευάζει ένα ναρκοπέδιο συναισθημάτων, σκέψεων και υπαινιγμών, στο οποίο διαβιοί ο Σπούγιας, και μας αφήνει να το διασχίσουμε. Τι είναι αυτό που συνεπαίρνει τον αναγνώστη; Τίποτα σε αυτό το ναρκοπέδιο δεν φαντάζει εξωφρενικό. Η συνισταμένη των κινήτρων που οδηγεί τον Σπούγια στην μοιραία πράξη διαθέτει την αναγκαία επίφαση εγκυρότητας.
Αναφέρω ενδεικτικά:
«Κατά καιρούς ο Στέλιος Σπούγιας σκεφτόταν ότι στην τέως σύζυγο θα άξιζε μια βαρβάτη τιμωρία που να την πονούσε πολύ. [...] Μήπως κάτι που να περνούσε από το χέρι του ίδιου του Σπούγια; Το τελευταίο, ποτέ των ποτών και αδύνατον των αδυνάτων, έτσι κατέληγε κάθε φορά» (σ. 57).
Ή
«Από την κουζίνα όπου πήγε ο μπαμπάς για να φέρει λεμονίτες, άκουσε το γιο του να λέει, σιγανά φυσικά, ο δόλιος ο πατέρας μου μέχρις ενός σημείου φτάνει, δεν είναι για πολλά» (σ. 68).
Αλλά και
«Αυτό θα είναι που λένε καλογαμημένη, σκεφτόταν τότε ο πατέρας Σπούγιας, που αν και τα παιδιά πρόσεχαν πολύ, αυτός με τη νυχτερινή ακοή ραντάρ όλο και έπιανε κάτι, ήχους ανεπαίσθητους αλλά σαφείς [...]. Κακά τα ψέματα, η γυναίκα του δεν σηκωνόταν από το κρεβάτι τους τραγουδώντας και με τόση λάμψη στα μάγουλά της. Ο γιος του, πιο μάγκας και στο πήδημα» (σ. 72).
Ο Σπούγιας θα αποσαθρωθεί από τις πιο κοινότοπες και ποταπές ανασφάλειες. Τίποτα από όσα εκλαμβάνει ως προσβολές, ή ακόμα και όσα συνιστούν προσβολές, δεν ανάγεται σε λόγο, όχι που να δικαιολογεί την πράξη του, αλλά έστω να αντέχει σε δεύτερες σκέψεις, όπως εξάλλου προκύπτει και από τους ίδιους τους συλλογισμούς του.
«Τόσο αίθρια ψυχή. Ο Στέλιος Σπούγιας καμάρωνε, πώς να μην καμαρώνει τέτοιο γιο, υπήρχαν όμως και οι σπάνιες στιγμές που ήταν αδύνατο να πνίξει μέσα του τη ζήλια, λίγη ζήλια, ούτε δυο γραμμάρια, μια πιρουνιά. Μπροστά στον Χρόνη, αυτός έμοιαζε δευτεροκλασσάτος. Κόφ’το, είπε στον εαυτό του από μέσα του, κόφ’το» (σ. 56).
Το άλμα του προς το ειδεχθές έγκλημα, γιατί βέβαια περί άλματος πρόκειται, είναι ισοδύναμο με το άλμα της πίστης. Τυγχάνει, απλώς, φαλκιδευμένο. Ο Σπούγιας, χωρίς να χωράει αμφιβολία για το αν αγαπάει τον γιό του, θα τον σκοτώσει. Και αυτή η δομική ανακολουθία, αυτό το λογικό χάσμα που συνιστά το ανερμήνευτο κακό είναι που ερεθίζει τον αναγνώστη.
«Ο Στέλιος Σπούγιας είχε υποχρέωση να κορνιζώνει όσο πιο πιστά τα εικονογραφημένα συναισθήματα. Κοιτώντας λοιπόν πολλή ώρα τα πρόσωπα σε παλιές και νέες φωτογραφίες, προκειμένου να επιλέξει την κατάλληλη κορνίζα, είχε μάθει να βγάζει συμπεράσματα από το βλέμμα, εκεί αποτυπώνεται η ικανοποίηση, ο φθόνος, το παράπονο, η βλακεία, η αλαζονεία, η περιφρόνηση [...]» (σσ. 53-54).
«Λίγο μετά άκουγε και το παρακάτω, ίσως και χειρότερο, ώρες-ώρες στεναχωριέμαι για τον πατέρα μου [...] πολύ μόνος, και μακάρι να είναι ιδέα μου, αλλά μου φαίνεται πως πριν κάτι μέρες την είδε στο βλέμμα μου τη λύπηση» (σ. 83).
Στα κίνητρα υπεισέρχεται και η σημασία του τίτλου. Αυτό το Κορνιζωμένοι, πέρα από την προφανή συνάφειά του προς την επαγγελματική ιδιότητα του Σπούγια, κομίζει συνδηλώσεις σε όλο το εύρος του μυθοπλαστικού ορίζοντα. Η ίδια η Κρανιά ως πόλη, που συνιστά κατασκεύασμα της συγγραφέως, οι κάτοικοί της, οι ζωές τους, που αποτυπώνονται με φωτογραφική ακρίβεια, όλα μοιάζουν άβολα οικεία, γραφικά: όμορφα αλλά συνάμα και ιδιόρρυθμα, με μια εσάνς μούχλας ή ακόμη και σήψης. Όλα σχεδόν στον μύθο είναι σαν κορνιζωμένα· βινιέτες βγαλμένες από ένα συλλογικό παρελθόν, που είτε αρέσει είτε όχι, τείνει να βρίσκει τη θέση του σε νοητικές ή πραγματικές κορνίζες. Και λέω «όλα σχεδόν» γιατί η δολοφονία και η ερωτική ιστορία του Χρόνη με τη συνομήλική του Κλέα, στέκουν εκτός πλαισίου, εκτός κορνίζας. Και μάλιστα στέκουν αντιδιαμετρικά: η δολοφονία του Χρόνη από τον πατέρα του συμβολίζει το «φρικωδέστερον των εγκλημάτων» (σ. 34) ενώ ο έρωτας των δύο νέων μια συνθήκη ιδανική, μια μυθοπλαστική αντιστήριξη αγάπης. Πεποίθησή μου ότι το ένα αδυνατεί να υπάρξει χωρίς το άλλο, ακόμη και μόνο για λόγους μεταφυσικής και μυθιστορηματικής συμμετρίας.
«Ίσως οι άνθρωποι δεν αναλαμβάνουν την ευθύνη μιας σκέψης που δεν θέλουν να την πιστέψουν» (σ. 250).
Αισθάνομαι ότι η Καρυστιάνη ανέλαβε, μυθιστορηματικά, ακριβώς αυτή την ευθύνη. Στην απόπειρά της να διερευνήσει μια επικράτεια πέρα και πάνω απο τη συμβατική έννοια ξεβολέματος –«Με τον καιρό ο Στέλιος Σπούγιας είχε προσχωρήσει στο πνεύμα της πλειοψηφίας των ντόπιων, που θεωρούσαν πως τα δύο πιο χρήσιμα ρήματα στη ζωή είναι το βολεύομαι, ξεβολεύομαι» (σσ. 30-31)– επινόησε/συνειδητοποίησε και το αντίβαρό του. Το ανεξήγητο κακό όφειλε να συνιστά νέμεση στην απόλυτη αγάπη – αμφότερα, εξάλλου, ακραίες υπαρκτικές δυνατότητες.
Στην ένοχη απόλαυση που προσφέρει αναγνωστικά το μυθιστόρημα καίρια είναι η συνεισφορά του τέλους, που ικανοποιεί βαθιά. Η επιχείρηση του Σπούγια φέρει την ονομασία «Τέλειον». Μόνο μετά την ολοκλήρωση της ανάγνωσης κατανοεί πλήρως ο αναγνώστης την ειρωνεία αυτής της τελειότητας, που, με τον τρόπο της, στοιχειώνει τον ήρωα.
Είναι λοιπόν το συγκεκριμένο μυθιστόρημα μια σπουδή στο κακό; Είναι, όσο ο αναγνώστης συνειδητοποιεί ότι δεν υπάρχει ακριβώς «σπουδή» στο κακό – ειδικά το ακραίο κακό στο οποίο ενδίδει ο Σπούγιας. «Άλλωστε το να ερμηνεύεις μια πράξη, φωτίζοντας τα κίνητρά της και κατανοώντας τους λόγους για τους οποίους έγινε, σε φέρνει πολύ κοντά στη δικαιολόγησή της. Το απόλυτο κακό είναι ακατανόητο και άφατο, ακόμη και στον ίδιο τον δράστη του» (Ζουμπουλάκης, σ. 17)².
Η Καρυστιάνη προτάσσει μια ακριβοθώρητη εκδρομή στον εφιάλτη. Ομολογώ ότι την απόλαυσα δεόντως.
1. Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Η Φόνισσα, Πρόλογος: Σταύρος Ζουμπουλάκης, Εστία: 2001.
2. Ό.π.
— Ιωάννα Καρυστιάνη, Κορνιζωμένοι, Καστανιώτης: 2024, 290 σελίδες, ISBN: 9789600373394, τιμή: €16,00.