«Πρέπει να οπτικοποιείς αυτά που σε φοβίζουν για να μπορέσεις να τα αντιμετωπίσεις. [...] Βλέπω τον τύπο που στέκεται στην εξώπορτα της πολυκατοικίας και διαβάζει τα ονόματα στα κουδούνια. Μέτριο ανάστημα, περιποιημένος, με πράσινο κοστούμι. “Ψάχνετε κάτι;” τον ρωτάω. Και πριν μου μιλήσει, έχω ακούσει το γέλιο του. Κάνει στην άκρη για να περάσω. “Είμαι καινούργιος” λέει. Δεν λέω τίποτα. Καινούριος ένοικος; Ο Θάνατος με πράσινο κοστούμι; Ανεβαίνω με το ασανσέρ. Μια κατσαρίδα με συμπαγές, γυαλιστερό καύκαλο περιμένει μπροστά στην πόρτα του διαμερίσματος. Ακίνητη, αναδεύοντας νωχελικά τις κεραίες της. Όλα καλά. Όλα στη θέση τους. ΥΓ. Τρεις μέρες αργότερα η κατσαρίδα υπάρχει ακόμα. Ο Θάνατος δεν έχει εμφανιστεί ξανά» (σσ. 65-66).
«Οπτικοποιείται» άραγε η φοβία θανάτου; Είναι μια κατσαρίδα εχέγγυο ζωής; Είναι ποτέ μια κατσαρίδα, στο συγκείμενο της λογοτεχνίας, απλώς μια κατσαρίδα; Σημειώνω εδώ ότι η συγγραφέας εγκιβωτίζει στο σύνολο του βιβλίου μια υπόνοια αυτής της κατσαρίδας δύο ακόμη φορές, σε τρία δηλαδή διαφορετικά διηγήματα, εκτός από αυτή που μόλις σας παρέθεσα: «[...] η Ρόη, ήταν πιο εξαγριωμένη και ανικανοποίητη, ένα μικρό θηρίο με τις κεραίες τεντωμένες» (σ. 18) και «Μπετονιέρα και μπουλντόζα στέκονταν αντικριστά με τεντωμένες τις αόρατες κεραίες» (σ. 157). Επιλέγω να διαβάσω αυτές τις εμφανίσεις ως μια ζωώδη απάντηση απέναντι «[...] στην πανωλεθρία που μας περίμενε [...]» (σ. 86), όπως λέει η αφηγήτρια καθώς αναμοχλεύει μια ανάμνηση των παιδικών της χρόνων στο διήγημα «Τίκτεται». Σημειώνω, επιπροσθέτως, ότι το «γέλιο» του θανάτου που ακούμε στο απόσπασμα της αρχής, αντηχεί, και μάλιστα σε πρωταγωνιστική θέση, και στο διήγημα που δίνει και τον τίτλο της συλλογής: «Και αυτό το γέλιο» (σ. 89), «Τότε άκουσα αυτό το γέλιο» (σ. 90), «Γέλιο κενό, αναίτιο και ανούσιο, που ερχόταν στο τέλος μιας κοινότοπης φράσης. Γέλιο τόσο ανέκφραστο, άδειο, γυμνωμένο ακόμα κι από αδιαφορία, που αντιστεκόταν σε οποιαδήποτε προσπάθεια ιδιοποίησης» (σ. 91).
Η Έρση Σωτηροπούλου (Πάτρα, 1953) επιδίδεται σε μια περιπλάνηση όπου ελλοχεύουν οι ερωτικές επιθυμίες αλλά και τα συναισθήματα, ή η απουσία τους, έτσι όπως όλα παροχετεύονται προς τις διόδους της μέσης ηλικίας και ακόμη πιο πέρα. Αλλά αυτό το «ακόμη πιο πέρα», που ουδεμία σχέση έχει με κάποιο επέκεινα, είναι πάντα και μια δυνατότητα δεύτερης ζωής· μια ανακύκλωση εκφάνσεων του πόθου, που μέσω της συγγραφής βρίσκει πάντα τον τρόπο να διεκδικεί τη νόμιμη μοίρα του.
Στο διήγημα που ανοίγει τη συλλογή, το «Καλοκαίρι με την Άννα», ίσως το κορυφαίο του βιβλίου, συναντάμε τη Ρόη σε κάποιο παραθαλάσσιο θέρετρο. «Βρισκόταν σε ανάρρωση, έπρεπε να συνέλθει, να γίνει η παλιά Ρόη» (σ. 19). Η Ρόη προσπαθεί να συνέλθει όχι μόνο από μια ερωτική απογοήτευση αλλά και από την Άννα. «Ήταν περίεργο αλλά αυτός που της έλειπε δεν ήταν εκείνος αλλά η Άννα. Η φωνή της Άννας, η ηρεμία της, ο ήπιος τρόπος της να αντιμετωπίζει τις καταστάσεις αντί να τις εξωθεί στα άκρα» (σ. 20). Η Άννα δεν είναι παρά μια περσόνα που είχε επινοήσει η Ρόη για «να κάμψει τις αντιστάσεις» του άντρα που έχει ερωτευτεί. Η Άννα ήταν ήρεμη, μετρημένη, προσεκτική· ό,τι δεν ήταν η Ρόη. Η Σωτηροπούλου, εδώ, δεν κατασκευάζει απλώς ένα διήγημα για τις επίπλαστες περσόνες που με μια δόση νοσηρότητας δύναται να επινοεί κανείς για να πετύχει τους εκάστοτε στόχους του, αλλά ακουμπάει και τη στόφα του ίδιου του συγγραφέα που διαρκώς επιδίδεται σε ένα ανελέητο παραλήρημα επινόησης χαρακτήρων που δεν είναι ο ίδιος.
«Όλες οι ιστορίες της είχαν αρχή, μέση και τέλος, και συχνά τις σχεδίαζε αρκετές ώρες νωρίτερα, προσέχοντας ν’ αποφύγει οτιδήποτε μπορούσε να τον ανησυχήσει, μια τραβηγμένη έκφραση ή την περιγραφή μιας κατάστασης λίγο υπερβολικής που ίσως να χτυπούσε το καμπανάκι κινδύνου» (σ. 16).
Μπορεί η αφηγήτρια να αναφέρεται στον τρόπο που η Ρόη, που παρίστανε την Άννα, προετοίμαζε τις τηλεφωνικές συνομιλίες της με το αντικείμενο του πόθου της, αλλά τα ίδια ακριβώς ισχύουν, πολλές φορές, και για τη συνθήκη της συγγραφής, όταν προσπαθεί να μην «ανησυχήσει» τον αναγνώστη με «[...] μια τραβηγμένη έκφραση ή την περιγραφή μιας κατάστασης λίγο υπερβολικής που ίσως να χτυπούσε το καμπανάκι κινδύνου». Αν δεν επιδιώκει ο συγγραφέας, ενίοτε, και μια ερωτική σχέση με τον εκάστοτε αναγνώστη του, και μάλιστα με κάποιον που δεν έχει ακριβώς γνωρίσει αλλά τον έχει “συναντήσει” από μακριά, τοτε θαρρώ το παιχνίδι είναι χαμένο από χέρι. «Έκλεινε τα μάτια και προσπαθούσε να θυμηθεί τα χαρακτηριστικά του. Ένας ασπρομάλλης με κοστούμι και νεανικό πρόσωπο» (σ. 17). Παρατηρήστε τον ασυνήθιστο συγκερασμό «ασπρομάλλης»/«νεανικό πρόσωπο» που αντηχεί τόσο μια συμπεριληπτική γενικότητα όσο και ένα πολύ συγκεκριμένο πρόσωπο. Το διήγημα, παρά τον έρωτα χωρίς ανταπόκριση της Ρόης αλλά και αυτό το «Ορφανή από Άννα» που ακούει μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας η ηρωίδα καθώς αποκοιμιέται στη ζέστη, κλείνει απρόσμενα θετικά:
«Για κάποιο λόγο ένιωθε ανεξήγητα καλά. [...] [Σ]το βάθος σαν σε πυθμένα πισίνας είδε την Άννα κι εκείνον. Μιλούσαν στο τηλέφωνο συνδεδεμένοι με μια λεπτή αιμάτινη κλωστή σαν ομφάλιο λώρο. Τα πρόσωπά τους κυμάτιζαν κάτω από το διάφανο νερό, τα χείλη τους ανοιγόκλειναν. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι έλεγαν, αλλά ήταν ωραίο να τους βλέπει εκεί να κουβεντιάζουν σαν να μην είχε συμβεί τίποτα» (σ. 24).
Άραγε κατοπτρίζει αυτό και μια ιδανική συνθήκη επικοινωνίας συγγραφέα αναγνώστη έτσι όπως τη φαντάζεται η συγγραφέας;
Σε αυτή την ιδιότυπη συλλογή διηγημάτων ξεχώρισα, αρχικά, τη σαγήνη που ασκεί στη συγγραφέα η δύναμη της αφήγησής της. «Όμως κάθε νέο βιβλίο, κάθε νέο διήγημα είναι ένα αλλού. Είναι τόσο απλό. Διαφορετικά δεν θα είχα κίνητρο να γράψω, θα βαριόμουν πρώτη εγώ, για να μην πω ο αναγνώστης» (σ. 103). Η Σωτηροπούλου, για να εξηγήσω γιατί είναι «ιδιότυπη» η συλλογή, αφήνεται άλλοτε σε αυτομυθοπλαστικές εξομολογήσεις, ενώ σε άλλα σημεία επιδίδεται στην κατασκευή ιστοριών που αναγκάζουν τον αναγνώστη να ανακαλύψει το νόημά τους, αν δεν επιθυμεί να σταθεί σε ένα πρώτο επίπεδο που φαντάζει ασυνάρτητο. Πού άραγε εντοπίζεται το νόημα μιας συλλογής που μιλάει για την «τέχνη να μην αισθάνεσαι τίποτα»; Εντός της, ή μήπως ορίζεται από την απροσδιόριστη επικράτεια του έξω, που αρχίζει σιγά σιγά να αλώνει την όποια εσωτερική συνοχή του; Το αναφέρω αυτό για να καθρεφτίσω μια εξαιρετική διάκριση που διατυπώνει η Σωτηροπούλου ορμώμενη από το έργο του Βίτολντ Γκομπρόβιτς, που καταφέρνει να κατασκευάζει «τη συνείδηση του έργου» του εντός του σύμπαντος των βιβλίων του.
«Στα περισσότερα βιβλία που είχα διαβάσει, χωρίς αυτό να δηλώνεται, έμοιαζε να υπάρχει ένα πλάνο, μια βούληση έξω από το έργο. Όποια κι αν ήταν αυτή η βούληση, ήταν πάντα “σοβαρή”, με την έννοια ότι έπαιρνε την αποστολή της στα σοβαρά. Η συνείδηση του έργου βρισκόταν απέξω και το έλεγχε. Με τον Γκομπρόβιτς, το γελοίο, το ανώριμο, το αδικαιολόγητο, το αναξιόπιστο έπαιρναν τη θέση που τους άξιζε» (σσ. 31-32). Δηλαδή, εντός του έργου. Την καίρια αυτή παρατήρηση η Σωτηροπούλου θα την επαναλάβει ξανά με άλλο τρόπο όταν θα πει «[ό]σο ερεθιστική κι αν είναι η πρόκληση για τον συγγραφέα να πιάσει τον παλμό της εποχής, να γραπωθεί στο εδώ και τώρα, και να αντισταθεί στο τσουνάμι της ανθρωπιστικής κρίσης και της ηθικής ευτέλειας που μας πλήττουν, καλύτερα να αποφύγει την παγίδα της άμεσης επικαιρότητας. Η λογοτεχνία δεν είναι ρεπορτάζ. Ούτε ο παλμός της εποχής καθρεφτίζεται στην επικαιρότητα. Χωρίς μια αίσθηση του διφορούμενου και της αμφισημίας, το γράψιμο δεν μπορεί να λειτουργήσει. Χρειάζεται βάθος πεδίου, αλλιώς βλέπεις μόνο τη μύτη σου» (σ. 104). Αντιπαρέρχομαι το φορτισμένο «ανθρωπιστική κρίση» –δεν τιμά τη συγγραφέα η λαϊκιστική αμετροέπεια– αλλά η ουσία της παρατήρησης είναι σωστή. Ο συγγραφέας οφείλει να στέκεται μακριά από εκφάνσεις της «άμεσης επικαιρότητας».
Η Σωτηροπούλου θα πιάσει ακόμη μια φορά αυτό το νήμα στο τέλος του βιβλίου όταν αναφέρεται στην «[...] έλξη μιας παλιάς λύπης» (σ. 160): «[...] η λύπη επιμένει κι επιμένει, επιζητώντας τη χάρη ενός χρόνου μη μετρήσιμου. Περιμένοντας τον συγγραφέα που δεν είμαι» (σ. 161). Αυτή η χάρη ενός χρόνου μη μετρήσιμου –μια συγγραφική αχρονία– συνιστά τον μοναδικό τρόπο για να αιχμαλωτίσει ο συγγραφέας όχι μόνο τον εκάστοτε «παλμό της εποχής» του, αλλά τον παλμό κάθε εποχής. Το αυθεντικό έργο τέχνης, εξάλλου, είναι αυτό που ως σημαίνον δύναται σε κάθε εποχή να υποστηρίζει νέες θεάσεις, νέα σημαινόμενα. Επειδή, λοιπόν, η Σωτηροπούλου παραδέχεται την αδυναμία της να πράξει κάτι τέτοιο –έτσι όπως βιώνει και η ίδια τον συγγραφικό εαυτό της εγκλωβισμένο στα γρανάζια της εποχής της, άρα έρμαιο σε μια «βούληση έξω από το έργο» της– και επειδή έχει ιδιαίτερη βαρύτητα να κλείνει με αυτή τη φράση το βιβλίο της, της το αναγνωρίζω και το προσμετρώ στα ιδιαιτέρως θετικά της συλλογής.
Διερωτήθηκα κάποια στιγμή αν αυτή η συλλογή είναι αυτό που περιμένει κανείς από μια συγγραφέα που έχει εκδώσει δεκαπέντε βιβλία. Το ερώτημά μου όμως δεν έχει ιδιαίτερη αξία. Η αισθητική αξία του κειμένου αντέχει ακόμη και απέναντι σε αυτή την αμφιβολία, ή τον δισταγμό του αναγνώστη, που μπορεί σε κάποια σημεία να μην μπορεί να σταθεί με απόλυτη συναίνεση απέναντι στο έργο. Το βιβλίο, εξάλλου, καταφέρνει να οπλίσει τον αναγνώστη και με εξηγήσεις που λειτουργούν υπερασπιστικά για το ίδιο. Έτσι, όταν η Σωτηροπούλου αναφέρεται στην περίοδό της ως δασκάλα δημιουργικής γραφής, εντοπίζει τις αρετές της αυθεντικής λογοτεχνίας στα ελαττώματά της. Το έργο τέχνης είναι αυτό που κομίζει περήφανα το ψεγάδι του, και όχι μια καλοζυγισμένη νομοτέλεια που δεν του λείπει τίποτα αλλά φέρνει τον αναγνώστη αντιμέτωπο με το κενό. Έτσι, σε ένα από αυτά τα ξεσπάσματα αυτομυθοπλασίας της συλλογής, η Σωτηροπούλου αναφέρει ότι «Για αιώνες το σχολείο των συγγραφέων ήταν άλλοι συγγραφείς, η αναμέτρηση μαζί τους, το παθιασμένο διάβασμα. Αυτό δεν είναι πια απαραίτητο. Οι επίδοξοι συγγραφείς γράφουν και διορθώνουν τα χειρόγραφά τους με άμεσο στόχο να τα εκδώσουν. Διαβάζουν πολύ λιγότερο» (σ. 105). Και αυτό, πιθανώς, συνιστά και λυδία λίθο για το ποιος έχει τα εχέγγυα να καταστεί συγγραφέας. Μέρος δηλαδή της συγγραφικής αγωγής καθίσταται και η δυνατότητα του δυνάμει συγγραφέα να διδαχθεί από άλλους συγγραφείς, να αποστάξει μόνος του την τέχνη, χωρίς τη διαμεσολάβηση του δασκάλου που θα του δώσει μασημένη τροφή. Η αδυναμία του αναγνώστη να καταστεί αδιαμεσολάβητα συγγραφέας, σημαίνει, κατά πάσα πιθανότητα, και βαθύτερες ελλείψεις σε αυτό που άτυπα χαρακτηρίζουμε ως «ταλέντο». Η φλόγα, δηλαδή, του συγγραφέα θα πρέπει να έχει λαξευτεί σε ένα πεδίο προμηθεϊκής αναγνωστικής πάλης.
Κατά κάποιο τρόπο λοιπόν τα δυνατά σημεία της συλλογής –τα ξεσπάσματα αυτομυθοπλασίας της Σωτηροπούλου– συνιστούν και τα αδύναμα σημεία της, έτσι όπως η εξομολογητική της διάθεση, που γλιστράει στον δοκιμιακό λόγο, της αποστερεί λογοτεχνικότητα. Από την άλλη, βέβαια, κάποιος άλλος, θα μπορούσε να αντιτείνει ότι αυτά τα κομμάτια στέκονται αντιστικτικά προς τα αμιγώς μυθοπλαστικά, που, μέσα από τις απροσδιοριστίες και ασάφειές τους, αναπληρώνουν τη δοκιμιακή εκτροπή και αναδεικνύουν την ισορροπία του συνόλου. Κάποια πράγματα εξάλλου είναι πάντα και θέμα ορέξεων του αναγνώστη. Προτείνω να τη διαβάσετε.
— Έρση Σωτηροπούλου, Η τέχνη να μην αισθάνεσαι τίποτα, Πατάκης: 2022, 168 σελίδες, ISBN: 9786180703696, τιμή: €11.90.