Skip to main content
Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2024
Συγγραφέας

«[...] [Γ]ι’ αυτό, και δεν αγοράζει τ’ άκοπα [βιβλία], γιατί ’ναι σα να πας σε ταβέρνα και να σε βάλουν να πλύνεις τα πιάτα [...]» (σ. ϟϚ΄).

Έτσι θα νιώσει άραγε ο αναγνώστης που έχει επιλέξει το βιβλίο του πρωτοεμφανιζόμενου Φ. Κ. Β.; Θα διαβάσει και θα συνειδητοποιήσει ότι έχει κληθεί να γράψει την ιστορία; Πριν αποπειραθούμε απαντήσεις, τα προκαταρκτικά. Με τι ακριβώς έχουμε να κάνουμε εδώ; Πεζό ή ποίημα; Διάβασα το σωρείτης ως πεζογράφημα. Τα νοηματικά άλματα που επιβάλλει όμως, αλλά και η φόρτιση των λέξεων, θα το κατέτασσαν στην ποίηση. 

«Για τους αγαπημένους νεκρούς του μιλάει κανείς συχνά χωρίς να τους ονομάζει, νιώθοντας πως θα ’ταν σαν ασέβεια στη μνήμη τους να προφέρει το όνομά τους»¹ (Γ. Π. Σαββίδης, σ. 267.) 

Ο Φίλιππος Βασιλόγιαννης ονομάζει τους αγαπημένους νεκρούς του (και όχι μόνο), αλλά είναι και σαν να μην το πράττει. Τα ονόματά τους, έτσι όπως εμφανίζονται στο κείμενο, δύσκολα μπορούν να προσδεθούν σε συγκεκριμένα πρόσωπα. Ας παραλλάξω το γνωστό απόφθεγμα για τον θάνατο: εκεί που βρίσκει κανείς ονόματα δεν υπάρχουν χαρακτήρες κι εκεί που οι χαρακτήρες μιλούν, δεν υπάρχουν ονόματα. Ο συγγραφέας «νιώθοντας πως θα ’ταν ασέβεια στη μνήμη τους» προφέρει μεν το όνομά τους αλλά το κάνει ψιθυριστά, ελλειπτικά, πλαγίως. Τι «ολίγον έγκυος» είναι αυτά που μας τσαμπουνάς; θα πείτε.

Ο σωρείτης –«μετά από ποιο αριθμό κόκκων άμμου, μπορούμε να μιλάμε για σωρό;»– συνεπάγεται και αυτή τη μεταιχμιακή συνθήκη: τι απαιτείται για να χριστεί ένα όνομα μυθιστορηματικός χαρακτήρας; Ή, αντίστροφα, πόσα και ποια στοιχεία αυτού του χαρακτήρα δύνανται να αφαιρεθούν χωρίς αυτός να αποχαρακτηριστεί και να εκπέσει σε απλό όνομα. Στη συνέχεια, πόσα στιγμιότυπα ενός γεγονότος μπορούν να απαλειφθούν και το περί ου ο λόγος γεγονός να συνεχίσει να ορίζεται ως τέτοιο; Όμως και ποιες ιδιότητες του κειμένου –και σε τι ποσοστώσεις– θα το ενέτασσαν στην επικράτεια της ποίησης και ποιες σε αυτή της πεζογραφίας;

«“Ήμουνα στη σάλα, κ’ είδα τον ίσκιο της λοξά στον τοίχο, να προσπερνά’ σγουφτά και βιαστικά. Κειν’ ήτανε στο παραγώνι. Δεν πρόλαβε να κλείσει την πόρτα. Πάψε, της αντιμίλησε, άκού’ η άλλη. Εγώ. Τί; Μια παροιμία. ‘Ότι τον έφαγε σα σύκο, γιαγιά;’”» (σ. ιβ′).

Ο Βασιλόγιαννης θέλει αλλά και δεν θέλει να πει – παρακάτω θα εξετάσουμε και μια τρίτη πιθανότητα. Θέλει να μιλήσει, αλλά με τέτοιο τρόπο ώστε στο τέλος να μας μείνει μια επίγευση, χωρίς ποτέ όμως να έχουμε σερβιριστεί το κυρίως πιάτο. Είπαμε, ενδεχομένως ήρθαμε στην ταβέρνα και έχουμε βρεθεί στη λάντζα.

Ας το πάρουμε όμως και αλλιώς. Παραθέτω:

«“Δε βρήκε νύχι, είπε, και της έβγαλε το καρφί. Την καλίγωνε, γιατί κούτσαινε. ‘Μήπως απ’ το πολύ καλίγωμα;’. (Γέλια.) Σαν άλογο την είχε. Τη ’χ’ αγοράσει. (Α, μάλιστα — πες το, ντε.) Όταν γέρασε πολύ, την πήγαν στο βουνό. Περίμενε, πεσμένη δίπλα στη γούρνα, μέχρι π’ άκουσε τη φωνή του. Κούνησε το πόδι της, κ’ έγειρε το κεφάλι. (Της έκλεισε τα μάτια.)”» (σσ. ν′-να′).

Ή

«“Ήταν ένας κορμός σκιας, όλος γιομάτος. Τον έσουρε και τον τίναξε, μ’ όλη του τη δύναμη, πάνω στην παλιά μυρμηγκοφωλιά με τις πολλές τρύπες [...]. Τον είχα στείλει να φέρει ξύλα. Κ’ εκείνα νόμισαν ότ’ είχανε δεχτεί ’πίθεση, κι αρχίσαν τ’ αλληλοφάγωμα. Σε δευτερόλεπτα μέσα, όλ’ η γη γιόμισε πτώματα. Δεν έβλεπες πια καμιά τρύπα. Δυο της μυρμηγκοφωλιάς δάγκωναν ένα ξένο, απ’ τη σκια, κ’ ευθύς το κόβαν στη μέση. Πεδίο Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, είπε. Σε λιγακ’ όμως το κατάλαβαν, και σταμάτησαν ξαφνικά. Περνούσαν δίπλα δίπλα, ακουμπούσαν τις κεραίες τους, κι αδιαφορούσαν πια, τελείως”» (σ. ιη′). 

Η ζωή βρίθει νοήματος. Όλα τα ζωντανά το “γνωρίζουν” αυτό, έμπρακτα. Όλα, εκτός του ανθρώπου. Το νόημα, με άλλα λόγια, είναι η «θολή γραμμή των οριζόντων», μια ψευδαίσθηση που όσο αποπειράται κανείς να την ξεδιαλύνει τόσο τον εμπαίζει, έτσι όπως αποτραβιέται στο βάθος των καταβολών της αντίληψης. Το νόημα είναι ένας ιδιότυπος παραμορφωτικός καθρέφτης που άπαξ και τραβήξει το βλέμμα σου σε αιχμαλωτίζει: εκπίπτεις. Και λέω «ιδιότυπος» γιατί δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς παραμορφώνει ο καθρέφτης. Η ιστορία της πτώσης δεν είναι μόνο μια ιστορία εκ των υστέρων (post hoc)· είναι μια –η μοναδική– (Ι)στορία που έχει γραφτεί από τους ηττημένους. 

«“Του ’πε. Θα σου πω. Μα θ’ ορκιστείς στη ζωή των παιδιών σου, ότι δεν θα το πεις σε κανέναν. Ορκίστηκε. Δεν πίστευε. Κ’ έχασ’ όλα του τ’ αγόρια. — Το Δημήτρη; Το ’χε χάσει. Δεν έζησε”» (σ. ιβ′).

Όπως και:

«“Τού ’μαθε τους κανόνες και τ’ άφηνε να χάνει, συνέχεια. Καλύτερα ’τσι”» (σ. νγ′). 

Έχουμε επομένως μια σειρά από προκείμενες –έχουμε και «κλειδιά», που δίνονται στις εισαγωγικές σημειώσεις– αλλά δεν έχουμε τον τρόπο να τα συναρμόσουμε σε ένα λειτουργικό σύστημα που θα μπορούσε να οδηγήσει σε συμπεράσματα. Έχουμε, τρόπον τινά, ένα βαθιά ελαττωματικό επιχείρημα, αν βέβαια θα έπρεπε να εξισώσουμε την απουσία ιστορίας με το ποταπό είδος του συμπεράσματος. Δεν μας υποχρεώνει όμως κανείς να πράξουμε κάτι τέτοιο. Αυτή είναι μία από τις πιθανές σκέψεις στις οποίες αναπόφευκτα οδηγείται ο ορθολογιστής αναγνώστης, γιατί κάθε αναγνώστης που θα εντρυφήσει στο κείμενο οφείλει να φτάσει, όχι σε «απορία» αλλά σε έναν τοίχο. Το γιατί η πορεία αυτή αποδεικνύεται ζείδωρη παραμένει στοιχείο της σαγήνης του κειμένου. Ο Βασιλόγιαννης κατασκευάζει επομένως ένα σημαινόμενο που περίτεχνα αποτίνει τιμή στον τίτλο του: το σημαίνον. Αυτό που διαρκώς εναλλάσσεται, εκτός από τις φωνές που συνιστούν το έργο, είναι εκφάνσεις του σωρείτη, με πολλούς και ευφάνταστους τρόπους – σταγόνες βροχής, σωροί από πέτρες, κόκκοι. Υπάρχει όμως και κάτι άλλο που ελίσσεται ανάμεσα στις γραμμές του κειμένου, κάτι που πασχίζει να κατηγοριοποιηθεί ως σημαινόμενο, αλλά αποτυγχάνει. Και διερωτάται κανείς: Γιατί, ενώ το κείμενο δεν βγάζει νόημα και ο αναγνώστης νιώθει σε σημεία ότι κάνει κύκλους, ουδόλως αποθαρρύνεται, αλλά, αντιθέτως, διαβάζει με εντεινόμενο ενδιαφέρον; Εδώ υπάρχει μια απλή απάντηση: γιατί το κείμενο είναι εξαιρετικό. 

«“Τα γραφ’ όπως του ’ρχόνται. Εικόνες, εικόνες. ‘Πρωτείο της αναφοράς’, λέει. Αποσπάσματα. Είν’ υπέρ του φτωχού λεξιλογίου. (Γέλια.) Κι αυτοδίδαχτος. Πώς το ’π’ ο Γιάκομπσον; ‘Ναι, όλες στα ρώσικα’. (Γέλια.)”» (σ. κγ′). 

Τυγχάνω όμως ορθολογιστής και δεν θα ήθελα να παραδοθώ, έτσι απλά, στην αισθητική συνθήκη. 

Παραθέτω:

«“Δε μιλούσε πια, ούτ’ έγραφε. (Το ξανάπες.) Και πριν και μετά ’ταν όλα ταχτοποιημένα. Μετά ’μως δεν είχε θέση γι’ αυτόν. (Στον Μπαρτ το διάβασε.) Στενοχωριόταν που τό ’βλεπε, και δεν ημπορούσε. Βόγκαγε. Απ’ όταν το κατάλαβε, δεν ξανα’ρωτεύτηκε. (Γέλια.) Ήταν ήδη πολύ αργά. Το κουβαλάει ακόμα, φαίνεται”» (σ. μδ′).

Αυτό το «Μετά ’μως δεν είχε θέση γι’ αυτόν», που υποτίθεται ότι προέρχεται από τον Μπαρτ και που κατά πάσα πιθανότητα συνιστά αναφορά στον «Θάνατο του συγγραφέα» μετά το συμβάν της συγγραφής, αυτή ακριβώς η συνθήκη, που τον έκανε και «[β]όγκαγε», αφήνει ένα ενδεχόμενο ο Βασιλόγιαννης να αποπειράται μια δόκιμη συνύπαρξη συγγραφέα και κειμένου. Θα ήθελα να συνδέσω αυτή τη συνύπαρξη με το κοίταγμα στον παραμορφωτικό καθρέφτη, που συνεπάγεται και την πτώση από την αθωότητα. Ο Βασιλόγιαννης, παραπέμποντας το καθολικό νόημα, που θα προσέφερε μια ιστορία με αρχή μέση και τέλος, στις καλένδες, προτάσσει μια ακόμη έκφανση σωρείτη: τι θα χρειαστεί, είναι σαν να διερωτάται, να πετσοκόψω από μένα ώστε να συνεχίσω να υπάρχω ως συγγραφικό/ποιητικό υποκείμενο μετά το συμβάν της συγγραφής;

«“Τους τα κόβαν με πριόνι. Είχαν αρχίσει απ’ τα δάχτυλα. Δεν έπεσε στα χέρια του Κόκκαλη, έλεγε. Την τελευταία πριονιά την αγροίκησε. Είχανε φτάσει κατ’ απ’ το γόνατο”» (σ. κγ′).

Τι θα χρειαστεί να πράξω ώστε αυτό το «Μετά ’μως δεν είχε θέση γι’ αυτόν» να ακυρωθεί;

Όταν λοιπόν διαβάζει κανείς απορροφημένος τις μεμονωμένες αποσπασματικές αφηγήσεις/φωνές αλλά και τη ροή συνείδησης του τέλους, που η προάσπιση της συνθήκης του σωρείτη καθιστά μη διακριτό το ακριβές σημείο σχηματισμού του σωρού, ήγουν της ανάδυσης νοήματος, τότε αρχίζει να συνειδητοποιεί γιατί το «εκ σωρού» αποσπασματικό σύνολο είναι τόσο φόρμα όσο και περιεχόμενο του μύθου.  Ενώ, λοιπόν, ο αναγνώστης, εκ πρώτης, εύλογα θα σκεφτεί ότι ο συγγραφέας έχει προνομιακή θέαση, θα πρέπει κάποια στιγμή να εξετάσει και το ενδεχόμενο πολλές ψηφίδες να μην συνιστούν βεβαιότητες ούτε για τον ίδιο τον Βασιλόγιαννη – «η πρώτη ανάμνηση» (από τις εισαγωγικές σημειώσεις). Δεν θέλω να παρεξηγηθώ. Μιλάμε προφανώς για μια κατασκευή, αλλά η ατμόσφαιρα του κειμένου είναι τόσο καθηλωτική στην ασάφειά της, που ο αναγνώστης πείθεται για τη διαφάνεια των προθέσεων του δημιουργού. Ο σωρείτης, σε αυτό τον εκ των υστέρων (post hoc) κόσμο, συνιστά και μια (σχεδόν) άδολη αυτομυθοπλασία. 

«“‘Απ’ την εποχή της Αλώσεως / δεν είδαμε τέτοιο έγκλημα καθοσιώσεως’. (Γέλια.) Το ‘ξηνταπέντε. Προτού”» (σ. οδ′).

Για να απαντήσω λοιπόν στο αρχικό ερώτημα: ήρθαμε στην ταβέρνα και καταλήξαμε στη λάντζα; Ο Βασιλόγιαννης μας δίνει έναν φορμαλισμό που εξισορροπεί και αναπληρώνει την απουσία καθολικού νοήματος. Μας δίνει έναν φορμαλισμό που παρακάμπτει τη μυθιστορηματική “αναγκαιότητα” δημιουργίας χαρακτήρων και πλοκής. Ο συγγραφέας προσφέρει «τρακόσα εξηνταέξι» (σ. μ′) –ναι, κάποιος έχει «[...] γεννηθεί στις εικοσιεννιά του Φλεβάρη» (ό.π.)– θραύσματα που μαγνητίζουν και προκαλούν –επί ματαίω– να αποκωδικοποιηθούν. Και συμβαίνει κάτι παράδοξο: νιώθουμε οικειότητα προς τις φωνές των προσώπων, χωρίς να προσεγγίζουμε τις λεπτομέρειες της ύπαρξής τους, χωρίς να γνωρίζουμε τις ιστορίες της ζωής τους, χωρίς να γινόμαστε κοινωνοί της πεπατημένης που εκβάλλει στη μυθιστορηματική μέθεξη. Νιώθουμε οικειότητα, παρότι μόνο θραυσματικά και ελλειπτικά, σαν κόκκους άμμου που συσ-σωρεύονται προς τον διαρκώς αναβαλλόμενο σωρό του νοήματος, δυνάμεθα να προσεγγίσουμε την ιστορία των φωνών του έργου. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτός είναι ο λόγος της συμπάθειας: οι αρκούντως άγνωστοι δεινοπαθούντες. Είναι όμως τελικά πιο περίπλοκο το συναίσθημα, γιατί εδώ έχουμε να κάνουμε με φορμαλισμούς που μας καθιστούν κοινωνούς του αντίκτυπου που έχουν οι φωνές/ήρωες για τον ίδιο τον συγγραφέα. Ο αναγνώστης διαβάζει, όχι ηδονοβλεπτικά, ούτε λαθραία. Διαβάζουμε τη λογοτεχνική μετουσίωση φωνών, που κατακτούν την αυτοδιάθεσή τους, που εμβαπτίζονται –«(“‘Εξαιτίας του πνίγηκε’”)» (σ. μς′)– την ιερότητα του υποκειμένου και ξεφεύγουν από το στενό πλαίσιο του κειμένου για να μας προσεταιριστούν. Κυνηγάμε την ουρά μας σε μια αφήγηση που ο συγγραφέας λέει ανά τακτά διαστήματα: «Μικρό, παιδάκ’ ήτανε», αλλά ουδέποτε διολισθαίνει στο μελόδραμα, παρότι όλα μοιάζουν βαριά, σα λαξευμένα σε πέτρα: «“Πελεκούσε κ’ εκείνος τα λόγια του, σαν τις πέτρες. Αγάλματα. Φτυστός είναι”» (σ. ιγ′), γιατί το κείμενο ξομπλιάζεται με διαρκή «(γέλια)», που, ομηρικά, εκτονώνουν τον υπαινισσόμενο ζόφο. 

«[...] και πρέπει να τα γράψεις, και πρέπει να προλάβεις, οσ’ ακόμα τα θυμάσαι, και πρέπει να μείνουν, πριν πεθάνεις κι εσύ, κι αν αντέχ’ η καρδιά σου, αυτό ’ναι το χειρόγραφο, της είπε, και πρέπει να τα κόψεις αυτά [...]» (σ. ρα′).

Όταν στις τελευταίες γραμμές διαβάζουμε: «Νύχτωσε, έσβησα τα εισαγωγικά, και βγήκα στη μεγάλη βεράντα» (σ. ριδ′), κατανοούμε ότι ο συγγραφέας κοιτάζει ξανά τον καθρέφτη, αυτή τη φορά όμως με άδολα μάτια. 

«“Ήτανε στο τέλος κ’ οι δυο ’ντελώς κουφοί. Σαν κουφάλογα ’ταν. Πίναν τελετουργικά, ξεροσφύρι, και μιλούσαν μονάχα μεταξύ τους, για τα παλιά, σχεδόν συνθηματικά. Αν δεν ήξερες ήδη την ιστορία τους, δεν καταλάβαινες για τι μιλούσαν. ‘Αυτή ’ν’ η κατ’ εξοχήν ανθρώπιν’ επικοινωνία’, μου λέει τώρα. Τα κουφά. Αυτό γραψ’ το, παιδί μου. (‘Εγώ ’μαι’)» (σ. λα′).

1.  Γ. Π. Σαββίδης, «Μια συνομιλία με τον συγγραφέα» (1963), στο Κοσμάς Πολίτης, Στου Χατζηφράγκου, Ερμής 1988. 

— Φ. Κ. Β., σωρείτης, Στιγμός: 2024, 120 σελίδες, ISBN: 9786185640095, τιμή: €11,94.