Ο Μάνος Γρηγορίου είναι ένας τριαντάχρονος τραπεζικός υπάλληλος. «Μόλις μου είχαν ανανεώσει τη σύμβαση για ακόμα έξι μήνες. Και για τη συνέχεια υπήρχε σοβαρό ενδεχόμενο να μονιμοποιηθώ εκεί, αρκεί να συνέχιζα να δείχνω καλό χαρακτήρα» (σ. 18).
Ο Σπύρος Γιαννακόπουλος (Αθήνα, 1981) γράφει ένα μυθιστόρημα «[...] ΓΙΑ την επιστημονική φαντασία», όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο. Αυτό που δεν διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο είναι ό,τι ανακαλύπτουμε όταν κάποια στιγμή αρχίζουμε να αναρωτιόμαστε τι ακριβώς δεν πάει καλά με το βιβλίο. Κοιτάζοντας τη σελίδα με τα στοιχεία της έκδοσης βρίσκουμε την απάντηση: «Σύγχρονη λογοτεχνία για νέους».
Εύλογο ερώτημα: πού άραγε τοποθετούνται ηλικιακά, στο μυαλό συγγραφέα και εκδότη, αυτοί οι «νέοι»; Είναι στην εφηβεία; Ή μήπως λίγο παραπάνω, κάπου στα πέριξ της ενηλικίωσης;
Δεν έχω ακριβώς απάντηση. Διάβασα το βιβλίο, όχι υπό το πρίσμα ενός μυθιστορήματος που απευθύνεται σε ενήλικες, αλλά, όπως θα εξηγήσω, ως ανάγνωσμα που, ενώ ξεφεύγει από την τυπολογία του «παιδικού», παραμένει δέσμιο αγκυλώσεων που το καθηλώνουν σε έναν ορίζοντα χαμηλών προσδοκιών.
Ο Μάνος βρίσκεται σε ένα μεταίχμιο. Είναι στα πρόθυρα της μονιμοποίησης στην τράπεζα και, άρα, στα πρόθυρα εξασφάλισης των προς το ζην· νιώθει όμως ότι έχει βολευτεί: «Εγώ είχα μείνει στάσιμος σε μια επανάληψη, σε ένα ξυπνητήρι, σε μια πρωινή δουλειά οκτώ με τέσσερις –που πάντα πήγαινε παραπάνω– και οι όποιες μου συγκινήσεις περιορίζονταν γύρω από ένα ποτήρι μπίρας [...]. Έπρεπε να βγω από τη βολή μου, το έλεγα και το ξανάλεγα στον εαυτό μου. Αλλά να πάω πού; Να κυνηγήσω τι;» (σ. 35).
Υπάρχει ένα ωραίο σημείο, στην αρχή, εκεί όπου ο Μάνος συνδιαλέγεται με μια φιγούρα του τέρατος από το Alien –επιστημονική φαντασία γαρ– που έχει στο σπίτι του.
Μιλάει το Alien:
«“Μια χαρά είσαι στην τράπεζα. Μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει, έχεις τον μισθό σου, κάνεις τα κουμάντα σου, αποταμιεύεις. Θα αγοράσεις κι ένα αμαξάκι, θα βάλεις μπροστά κι ένα δάνειο για ένα μεγαλύτερο σπίτι κάπου σε μια πιο ήσυχη γειτονιά. Σε αυτή την τρύπα θα μένεις για πάντα; Κι ύστερα θα βρεις και μια καλή κοπέλα, μορφωμένη, σπουδαγμένη, σοβαρή, όχι σαν κάτι σουρλουλούδες που σήμερα είναι εδώ και αύριο παραπέρα. Κι όλα θα πάρουν τον δρόμο τους”» (σσ. 24-25).
Εφιστώ την προσοχή στην ειρωνεία που ενέχει το λογύδριο. Το αδίστακτο τέρας, που στη δημοφιλή σειρά ταινιών κατακρεουργεί τους πάντες για να επιβιώσει, προτείνει στον ήρωα την επιτομή του μικροαστικού εφιάλτη. Προς στιγμήν αναθάρρησα ότι ίσως και να υπήρχε, εδώ, κάτι μοχθηρά διασκεδαστικό. Η συνέχεια με διέψευσε. Ο Γιαννακόπουλος θα βάλει τον ήρωά του στο μονοπάτι της συγγραφικής δημιουργίας. Ο ήρωας, όμως, ως συγγραφέας, ή ως επίδοξος συγγραφέας, συνιστά περιορισμό – και αυτό δεν ισχύει μόνο για ένα εφηβικό μυθιστόρημα. Ο συγγραφέας που γράφει για συγγραφείς, ή επίδοξους συγγραφείς, ομφαλοσκοπεί. Και αυτό υποδηλώνει έλλειμμα έμπνευσης. Γιατί ο συγγραφέας που γράφει για συγγραφείς, είτε το συνειδητοποιεί είτε όχι, καταφεύγει στην εύκολη λύση: σκυλεύει εαυτόν.
Ο Γιαννακόπουλος στήνει το παραμύθι του πάνω στο πάθος του ήρωα για την επιστημονική φαντασία και τη συγγραφή. Κατασκευάζει, σε σημεία, καταστάσεις που ψυχαγωγούν τον αναγνώστη, αλλά, όταν το μυθιστόρημα καλείται να μιλήσει ουσιαστικά αναλώνεται σε κοινοτοπίες, γιατί ο συγγραφέας αντλεί από τη δεξαμενή έτοιμων γενικοτήτων και αοριστολογιών αναφορικά με τη συγγραφή.
Αναφέρω ενδεικτικά: «Ο συγγραφέας είναι αρχιτέκτονας, πολεοδόμος και χαρτογράφος μαζί. Αυτός επιλέγει και στήνει το σκηνικό· μια φτωχική γειτονιά, μια σκοτεινή πόλη, το σπίτι στο λόφο και όσα μυστήρια το περιβάλλουν. [...] Και η ιστορία.Το δράμα. Τα γεγονότα που σταδιακά θα οδηγήσουν στην κάθαρση. Η ευτυχία αυτή καθαυτή δε μας ενδιαφέρει. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι ο δρόμος προς αυτή. Ή ο δρόμος προς κάτι άλλο: την αυτογνωσία, την ηρεμία ή –γιατί όχι;– και τη συντριβή. Αυτός ο δρόμος προς το φινάλε πρέπει να είναι γεμάτος θαύματα, ακόμη και καθημερινά θαύματα, συνηθισμένα, απλά, τα οποία θα εκτιμηθούν εκ νέου, θα τους προσδοθεί η κατάλληλη σημασία· θα εξυψωθούν στο επίπεδο της λογοτεχνίας» (σ. 176).
Οφείλω όμως να παραδεχτώ ότι κάπως το αδικώ το βιβλίο. Πώς κρίνεται ένα βιβλίο για «νέους»; Μπορεί ο Γιαννακόπουλος να παρουσιάζει μια κοινότοπη ιστορία, αλλά το «κοινότοπο» δεν είναι απόλυτο στην αξιολογική κλίμακα. Βρίσκεται σε συνάρτηση με τα αναγνώσματα και τις προσλαμβάνουσες του εκάστοτε αναγνώστη. Κοινότοπη επομένως είναι η ιστορία στα μάτια ενός μεσήλικα. Ο Κοσμοναύτης του τίτλου, εξάλλου, είναι ο ήρωας που προσπαθεί να βρει τα πατήματά του σε έναν νέο κόσμο που ανοίγεται μπροστά του. Ο Γιαννακόπουλος εγγράφει όλα εκείνα τα μικρά, τις λεπτομέρειες, που συνιστούν το ψηφιδωτό της νεότητας: τη συγκίνηση του να μένει κανείς μόνος στο πρώτο του σπίτι, τη συγκίνηση να ερωτεύεται, να ανακαλύπτει συγγραφείς και βιβλία, να επιδίδεται σε ξενύχτια και μεθύσια που δεν έχουν κανένα αντίκτυπο πέραν ενός πονοκεφάλου, που περνάει με ένα ντεπόν και δύο δυνατούς καφέδες. Ο συγγραφέας, επιπρόσθετα, εγγράφει τις συγκινήσεις της πρώτης φοράς χωρίς να τις φορτώνει με περιττά βάρη. Ναι, οι ζωές των νέων είναι σήμερα επιβαρυμένες, αλλά η νεότητα συνίσταται και στην αέναη απόλαυση της στιγμής. Η νεότητα είναι πάντα και μια σπουδή στη διαστολή του παρόντος. Αν υπάρχει λοιπόν, μυθοπλαστικά, μια δόκιμη αποτύπωση της αθανασίας αυτή εντοπίζεται στο εφήμερο της νιότης. Και ο Γιαννακόπουλος, σε σημεία, το περνάει στον αναγνώστη αυτό. Το μυθιστόρημα είναι λοιπόν και μια όαση αθωότητας. Αθωότητας, που δεν χρειάζεται μονίμως να επιδεικνύει τις αγωνιστικές περγαμηνές της, αλλά ούτε και να εμφανίζεται ανεδαφικά απολιτίκ. Οι ήρωες του Γιαννακόπουλου πίνουν μπίρες, φλερτάρουν και κάνουν όνειρα για το μέλλον, χωρίς να αισθάνονται ότι συνθλίβονται από τα γρανάζια του καπιταλισμού ή ότι ζουν στα πρόθυρα της επανάστασης, αλλά, από την άλλη, πασχίζουν και για το ηθικό μέσα από τα αδιέξοδα και τις απογοητεύσεις τους.
Και πάλι, όμως, επειδή έφηβος ουδόλως σημαίνει και αφελής, το βιβλίο ταλανίζεται από μια συνθήκη που συνάδει, τρόπον τινά, με την έννοια της φαντασίας και επιστημονικής φαντασίας. Ο Γιαννακόπουλος χτίζει την πλοκή πάνω σε καταστάσεις που αναφέρονται σε ανύπαρκτες προκείμενες. Εξηγούμαι: ο συγγραφέας επιστρατεύει ένα κυρίαρχο MacGuffin: το αριστούργημα ενός συγγραφέα, την Αποκάλυψη του Σπύρου Δ*, που κρύβεται πίσω από την ανωνυμία του. Η Αποκάλυψη υποτίθεται ότι είναι ένα ρηξικέλευθο μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας που έχει δώσει μεγάλη ώθηση στο είδος της επιστημονικής φαντασίας στην ελληνική λογοτεχνική σκηνή. Ο Μάνος θα μπλεχτεί στην περιπέτεια ανακάλυψης του Σπύρου Δ* και, στην πορεία, θα ερωτευτεί, θα ξεβολευτεί και θα έρθει σε επαφή με το συγγραφικό του ταλέντο. Το πρόβλημα όμως είναι ότι η Αποκάλυψη δεν εμφανίζεται ως γνήσιο MacGuffin, που θα έπρεπε να αποσύρεται στο αφηγηματικό παρασκήνιο και να λειτουργεί απλώς ως υπαινιγμός, ως μυθοπλαστικό κατασκεύασμα που κατευθύνει την πλοκή και κινεί τους χαρακτήρες, αλλά ανάγεται σε δομικό στοιχείο του μυθιστορήματος. Όταν, κάποια στιγμή, ο Μάνος διαβάζει την Αποκάλυψη και εξιστορεί την υπόθεση ο αναγνώστης δεν μπορεί παρά να απογοητευτεί, γιατί η Αποκάλυψη δεν είναι αριστούργημα. Στο ίδιο ατόπημα υποπίπτει ο Γιαννακόπουλος όταν ο Μάνος γράφει ένα «εξαιρετικό» άρθρο στο Κοσμοδρόμιο – περιοδικό για την επιστημονική φαντασία. Άρθρο, που υποκινεί τον Σπύρο Δ* να επικοινωνήσει με το περιοδικό και να θέσει σε λειτουργία τον μηχανισμό ανακάλυψης της ταυτότητάς του. Το άρθρο, που εγκιβωτίζεται ατόφιο στο βιβλίο, επουδενί δεν είναι κάτι τόσο ξεχωριστό, που θα έκανε τον αφανή συγγραφέα να δώσει σημεία ζωής μετά από μια δεκαετία στην αφάνεια. Το μυθιστόρημα αποδυναμώνεται λοιπόν από την αγεφύρωτη απόσταση που χωρίζει πάντα τη φαντασία με την πραγματικότητα. Η λογοτεχνία λειτουργεί πάντα συσκοτίζοντας, στα μάτια του αναγνώστη, ακριβώς αυτή την απόσταση. Ο συγγραφέας οφείλει να ψεύδεται ασύστολα και να υπαινίσσεται τον ουρανό με τ’ άστρα, οφείλει να μπλοφάρει ξεδιάντροπα, χωρίς ποτέ να ανοίγει τα χαρτιά του, αφήνοντας τον αναγνώστη να γεφυρώνει το χαίνον κενό ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα. Όπως οφείλει, ο συγγραφέας, να γνωρίζει ότι αν αποφασίσει να αποκαλυφθεί –να ανοίξει τα χαρτιά του– θα πρέπει να είναι σίγουρος ότι θα κερδίσει την παρτίδα: ότι θα ικανοποιήσει τον αναγνώστη με την πειθώ της επινόησης. Ο Γιαννακόπουλος, είτε λόγω αβλεψίας είτε επειδή απευθύνεται σε «νέους» και χωρίς πείρα αναγνώστες προτάσσει, σε σημεία, φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Έφηβος, όμως, επαναλαμβάνω, ουδόλως σημαίνει αφελής. Και είναι κρίμα, γιατί η πλοκή αλλά και η αποτύπωση του πλαισίου που κινούνται οι ήρωες δεν είναι, όπως είπα, χωρίς αρετές. Αν επομένως ο Γιαννακόπουλος ήταν πιο φειδωλός στις αποκαλύψεις, αν κρατούσε τα χαρτιά του κλειστά, θα μπορούσε το μυθιστόρημα να ξεφύγει από τις αγκυλώσεις που το καθηλώνουν. Θα μπορούσε να είναι λογοτεχνία και όχι απλώς «λογοτεχνία για νέους».
«”Λοιπόν, πιστεύεις ότι διδάσκεται η γραφή;” ρώτησα.
"Δύσκολη ερώτηση.”
“Τόσοι και τόσοι κάνουν μαθήματα δημιουργικής γραφής.”
“Είναι μια μόδα. Μια τάση που ξεκίνησε ως χρήσιμο εργαλείο για την κατανόηση της λογοτεχνίας, για να εξελιχθεί σε καλλιτεχνικό αυτοσκοπό. Δεν ξέρω τι κάνουν πλέον στα μαθήματα αυτά, δεν ξέρω πώς δουλεύουν. Κρίνοντας όμως από τα αποτελέσματα, τα μαθήματα δημιουργικής γραφής παράγουν περισσότερα μαθήματα δημιουργικής γραφής και λιγότερους νέους συγγραφείς”» (σ. 160).
Μακάρι να ήταν έτσι τα «παιδικά» βιβλία.
— Σπύρος Γιαννακόπουλος, Κοσμοναύτης, Πατάκη: 2023, 272 σελίδες, ISBN: 9786180706383, τιμή: €12,90.