Skip to main content
Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024
Τα αμαρτήματα των αρετών

Επέλεξα να διαβάσω το μυθιστόρημα Οι επτά θανάσιμες αρετές της Κατερίνας Νικολαΐδου γιατί μου κέντρισε την περιέργεια η υποτίτλια επισήμανση: «Ένα πολιτιστικό νουάρ». Σε έναν χώρο υπερπροσφοράς κοινοτοπιών, σκέφτηκα ότι ίσως εδώ να έπεφτα πάνω σε ένα αναπάντεχο πάντρεμα των καλών τεχνών με το αστυνομικό, σε μια προσπάθεια ανανέωσης του νουάρ. Δεν απογοητεύτηκα, ως προς την κεντρική ιδέα: αυτό το αστυνομικό διαφέρει από τα υπόλοιπα της πρόσφατης παραγωγής. Η (όποια) απογοήτευση ήρθε με την υλοποίηση της ιδέας: οι Αρετές έχουν αρετές, αλλά έχουν και αμαρτήματα – και αυτά είναι που βαρύνουν περισσότερο στην τελική καταμέτρηση.

Το εύρημα στο οποίο στηρίζεται το μυθιστόρημα δεν είναι πρωτότυπο: ένας κατά συρροή δολοφόνος εκτελεί τα επιλεγμένα θύματά του βάσει ενός αριθμημένου πρότυπου. Η αρίθμηση προσφέρει έναν έτοιμο καμβά για την πλοκή, η οποία, όταν ο συγγραφέας είναι στοιχειωδώς ικανός στο «κέντημα», αποδίδει τα δέοντα. Πηγή έμπνευσης μπορεί να αποτελέσει οποιοδήποτε αριθμημένο σύνολο από το ράφι με τα έτοιμα: οι τρεις Ερινύες, τα τέσσερα ριζώματα, … , οι δέκα πληγές του Φαραώ, ο ζωδιακός κύκλος κ.ο.κ. Πολλά τα σχετικά παραδείγματα ευφάνταστης εφαρμογής: από το A Christmas carol και το The fifth element ως το Magnolia και το Zodiac, κατ’ αντιστοιχία. Εν προκειμένω, το μυθιστόρημα Οι επτά θανάσιμες αρετές συναριθμεί με το φιλμ Seven (1995) του David Fincher. Το μοτίβο είναι το ίδιο, με τις ουράνιες αρετές στη θέση των θανάσιμων αμαρτημάτων. Ωστόσο, από τη στιγμή που το κίνητρο για τους φόνους στο πρώτο δεν είναι οι αρετές αλλά η έλλειψή τους, επιστρέφουμε στα αμαρτήματα του δεύτερου: οι δύο ιδέες ουσιαστικά ταυτίζονται.

Αυτό δεν είναι σε καμία περίπτωση επιλήψιμο: η ανακύκλωση ιδεών είναι μέρος του παιχνιδιού στη μυθοπλασία. Το ζητούμενο είναι να πει κανείς τα ίδια αλλιώς. Ως προς αυτό, η Νικολαΐδου τα πάει καλά. Τοποθετεί στο επίκεντρο της πλοκής (και, ευφυώς, στο εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο) τον αναγεννησιακό πίνακα Οι επτά αρετές (μέσα του 15ου αιώνα) του Francesco Pesellino. Ούτε η ιδέα του δεσπόζοντος πίνακα είναι καινοφανής στη μυθοπλασία (ενδεικτικό παράδειγμα από τον μακρύ κατάλογο των σχετικών μυθιστορημάτων: Ο πίνακας της Φλάνδρας του Arturo Pérez-Reverte), αλλά είπαμε: θεμιτά τα δάνεια στην τέχνη.

Ο κεντρικός άξονας της πλοκής στις Αρετές είναι ο εντοπισμός ενός κατά συρροή δολοφόνου. Στο τέλος της πανδημίας (δηλαδή, κάποια στιγμή στο κοντινό μέλλον, ελπίζει κανείς) διαπράττονται κατά σειρά τέσσερις φόνοι σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους από το γεγονός ότι ο δολοφόνος αφήνει σε κάθε σκηνή των εγκλημάτων του από μία φωτοτυπία-απόσπασμα του πίνακα του Pesellino, όπου απεικονίζεται κάθε φορά μία διαφορετική αρετή. Φαινομενικά, το κίνητρο είναι η διαφθορά στις τάξεις των ασκούντων τις τρεις συνταγματικές εξουσίες: νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική (συν την άτυπη τέταρτη, τον τύπο). Για να γίνει παραστατικά σαφής η υπόθεση, παραθέτω έναν τρίπτυχο μπούσουλα με τις αρετές, τις ιδιότητες των αντίστοιχων θυμάτων (με χρονολογική σειρά) και τα μέσα διάπραξης των φόνων:

Σωφροσύνη Υπουργός Αναθέσεων, Προμηθειών, Υπηρεσιών και ΣυμβάσεωνΜαχαίρωμα

Ανδρεία Δημόσια υπάλληλοςΑσφυξία

Δικαιοσύνη Δικαστής (συνταξιούχος)Βοσεντάνη (σε χάπια)

Σοφία Σεξεργάτρια (εξειδικευμένη)Φορμόλη (ενδοφλεβίως)

Πίστη Εκκλησία 

Αγάπη ΜΚΔ

Ελπίδα ΜΜΕ

Μερικές διευκρινιστικές παρατηρήσεις στα παραπάνω: 

[Α] Μόνο οι τέσσερις πρώτες αρετές συνοδεύονται από φόνους· για τις υπόλοιπες τρεις γίνονται μόνο «προειδοποιήσεις» προς τους στόχους-θεσμούς. Το «γιατί» εξηγείται πειστικά στο μυθιστόρημα. 

[Β] Όλοι οι φόνοι είναι ευφάνταστοι. Στον βωμό της πρωτοτυπίας σφάζονται παλικάρια, κατανοητό αυτό. Εντούτοις, το να μαχαιρωθεί Έλληνας υπουργός καθώς παρακολουθεί από τις πρώτες σειρές συναυλία των Editors σε κλαμπ είναι απλώς αδιανόητο. 

[Γ] Οι φόνοι διαφέρουν μεταξύ τους. Ο δολοφόνος δεν έχει συγκεκριμένο modus operandi, πέρα από το ότι «υπογράφει» τα «έργα» του με κάποια από τις Αρετές του Pesellino.

[Δ] Οι επτά αρετές είναι ένα μείγμα της αρχαιοελληνικής (οι τρεις πρώτες) και της χριστιανικής (οι τρεις τελευταίες) παράδοσης, με κοινό αρμό τη Σοφία (που εντάσσεται και στις δύο παραδόσεις). Όπως είναι αναμενόμενο, γίνονται αναφορές τόσο στον Πλάτωνα, όσο και στον Θωμά Ακινάτη.
Από τον δεύτερο φόνο γίνεται σαφές (λόγω των φωτοτυπιών) στις διωκτικές αρχές ότι ο «επικίνδυνα φιλότεχνος ψυχοπαθής δολοφόνος» (σ. 46) «σκοτώνει τις εξουσίες» (σ. 54). Την υπόθεση αναλαμβάνει ο Αστυνόμος Αηδόνης, ο οποίος ζητά τη βοήθεια του ευρυμαθούς αρχαιολόγου Μερκούριου Πάλλα. Ωστόσο, ο κεντρικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος είναι η Δέσποινα Σωτηρίου, ιστορικός τέχνης, η οποία ενέχεται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο και στους τέσσερις φόνους, χωρίς να έχει διαπράξει κανέναν. Αυτό σημαίνει ότι οι Αρετές δεν είναι ένα τυπικό procedural, γιατί η έρευνα δεν παρουσιάζεται από την οπτική γωνία της αστυνομίας, αλλά μιας ερασιτέχνισσας-ντετέκτιβ, η οποία μάλιστα θεωρείται ύποπτη.

Η δομή είναι απλή: γραμμική ανέλιξη, αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο (Δέσποινα). Εξαιρούνται το πρώτο και το τελευταίο κεφάλαιο, που είναι γραμμένα σε τρίτο πρόσωπο, όπως και το –μέγιστο σε έκταση– κεφάλαιο 8, το οποίο παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον. Η διαφοροποίηση στα κεφάλαια 1 και 11 είναι αναγκαστική, καθώς αυτά είναι τα μόνα όπου δεν εμφανίζεται η Δέσποινα, οπότε η αφήγηση γίνεται εκ των πραγμάτων τριτοπρόσωπη· δεν αποκλείεται στο μυαλό της Νικολαΐδου αφηγήτρια να είναι και εκεί η Δέσποινα. Όμως, το 8ο κεφάλαιο διαφέρει ριζικά από τα υπόλοιπα, καθώς εδώ χρησιμοποιείται μία μεικτή τεχνική με αντίστροφη χρονική μέτρηση. Ό,τι κι αν είχε κατά νου η συγγραφέας όταν το έγραφε, εδώ κουμάντο κάνει κάποιος παντεπόπτης αφηγητής, όχι η Δέσποινα. Δεν αναφέρω την αλλαγή τεχνικής ως κάτι το επιλήψιμο, κάθε άλλο: βλέπω με συμπάθεια τις δομικές καινοτομίες, ακόμα και τις αποτυχημένες. Ωστόσο, έχω την υποψία ότι την τεχνική του 8ου κεφαλαίου των Αρετών την υπαγόρευσε η ανάγκη.

Διαβάζοντας το επίμαχο κεφάλαιο, είχα την αίσθηση ότι η συγγραφέας ήθελε να τσουβαλιάσει εκεί όλα τα «υπόλοιπα» για να ξεμπερδέψει. Μου θύμισε πρωτόλεια όπου από ένα σημείο και πέρα ο ρυθμός γίνεται κατακλυσμιαίος όχι από επιλογή, αλλά επειδή οι συγγραφείς έχουν αρχίσει να βαριούνται και θέλουν να τελειώνουν επιτέλους! (Το φαινόμενο αυτό το συναντάμε συχνά σε βιβλία αυτών που εγώ αποκαλώ «οι συγγραφείς του λοκντάουν»· ορισμός: «Εκείνοι που θέλησαν να γεμίσουν τις ατελείωτες ώρες του κατ’ οίκον περιορισμού γράφοντας ένα βιβλίο». Όλοι έχουμε ακούσει κάποτε την ατάκα: «Μακάρι να είχα χρόνο να γράψω κι εγώ ένα βιβλίο» – λες και το μόνο που χρειάζεται για να γράψει κανείς ένα βιβλίο είναι ελεύθερος χρόνος. Τέλος πάντων.) Δεν μπορώ να το αποδείξω, αλλά πιστεύω ότι η συγγραφέας αναγκάστηκε να γράψει ένα τόσο πυκνό σε γεγονότα κεφάλαιο για να κρατήσει το κείμενο σε «διαχειρίσιμη» έκταση: 229 σελίδες – το μισό σε σύγκριση με το ογκώδες πρώτο της. (Όποιος έχει γνώση του «σκοτεινού» εκδοτικού τοπίου στην Ελλάδα, καταλαβαίνει τους λόγους που οδηγούν τους επίδοξους συγγραφείς σε τέτοιες επιλογές.) Να μην παρεξηγηθώ: ως αναγνώστης αστυνομικών, είμαι αναφανδόν υπέρμαχος της έκστασης των περίπου 200 σελίδων· τα «τούβλα» (ιδίως τα αναιτίως φλύαρα) με απωθούν κατ’ αρχήν. Παρ’ όλα αυτά, η πλοκή των Αρετών είναι τόσο πολυδαίδαλη που χρειαζόταν τουλάχιστον άλλες 100 σελίδες για να στηθεί αξιοπρεπώς. Η συμπύκνωση που επιχείρησε η συγγραφέας στο 8ο κεφάλαιο, για όποιον λόγο κι αν επιλέχθηκε, έβλαψε συνολικά το μυθιστόρημα, κυρίως ως προς την ανάπτυξη των δευτερευόντων χαρακτήρων.

Υποθέτω βάσιμα (υποσημείωση 19, σ. 145) ότι οι τρεις κεντρικοί χαρακτήρες που προανέφερα πρωταγωνιστούσαν και στο προηγούμενο, πρώτο μυθιστόρημα της Νικολαΐδου [Η χρονιά πίσω από της μάσκες (Σιδέρης, 2021)], το οποίο ομολογώ ότι δεν έχω διαβάσει. Το βέβαιο είναι ότι ο Αστυνόμος Αηδόνης έχει στις Αρετές περιορισμένο ρόλο, είναι μονοδιάστατος και γραμμένος, λες, από υποχρέωση. Ο ξερόλας και μαμάκιας Μερκούριος, κάπως καλύτερα: είναι δισδιάστατος και έχει ενεργό ρόλο στη διαλεύκανση της υπόθεσης. Η μόνη τρισδιάστατη είναι η Δέσποινα, το καταφανές (βάσει των βιογραφικών στοιχείων που παρέχονται στο «αυτί» της έκδοσης) alter ego της Νικολαΐδου. Δεν είναι σπάνιο να βλέπουμε καλοδουλεμένους (και βασικούς) γυναικείους χαρακτήρες από γυναίκες συγγραφείς. Θα έλεγα ότι είναι απολύτως φυσιολογικό, στο πλαίσιο της προσπάθειας των γυναικών να «ισοφαρίσουν», μιας και βρίσκονται πίσω στο σκορ αιώνες τώρα. Απολύτως κατανοητή (και καλοδεχούμενη) φιλοδοξία. Και είναι αλήθεια ότι η Δέσποινα της Νικολαΐδου είναι ολοκληρωμένος χαρακτήρας – και εξαιρετικά συμπαθής. Άνεργη ιστορικός τέχνης που βιοπορίζεται ως «φίλη επί ενοικίαση» (σ. 114), ερωτευμένη με τον δυσλειτουργικό Μερκούριο, έξυπνη και αποφασιστική, μέσα στην ατυχία της. Γίνεται ακόμα πιο ενδιαφέρουσα γιατί δεν μας παρουσιάζεται ως «αμέμπτου ηθικής» (βλ. κεφάλαιο 5), γεγονός που την φέρνει πιο κοντά στους αμφιλεγόμενους χαρακτήρες της Patricia Highsmith: εξόχως τιμητική η εκλεκτική συγγένεια.

Ωστόσο, όλοι οι υπόλοιποι χαρακτήρες –θύματα και θύτες– είναι καρικατούρες, «εργαστηριακά» δείγματα του είδους τους. Η συγγραφέας τούς χρησιμοποιεί εξόφθαλμα ως σύμβολα – οπωσδήποτε αναγνωρίσιμα μέσα στον σύγχρονο κοινωνικό ιστό, αλλά μόνο λόγω των συγκεκριμένων ιδιοτήτων τους, όχι ως προσωπικότητες. Αυτή η τακτική περιγράφει τα συμπτώματα της κοινωνικής σήψης (αν αυτός είναι ο στόχος), αλλά δεν αναδεικνύει τα αίτια. (Και φυσικά δεν προσφέρεται για λύσεις, αν και κανείς δεν περιμένει κάτι τέτοιο από τη λογοτεχνία: δεν είναι αυτή η δουλειά της.) Με άλλα λόγια, αν ο στόχος της Νικολαΐδου ήταν να μας δώσει ένα μείγμα από polar και whodunit, απέτυχε: το μυθιστόρημά της είναι αμιγώς whodunit. Ωστόσο, δεν είμαι σίγουρος ότι είχε κατά νου να γράψει κάτι αιχμηρότερο, κάτι που να την εντάξει στον κανόνα του μεσογειακού νουάρ. Άλλωστε, ως συνήθως, «τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται» και στο τέλος το κίνητρο των φόνων δεν είναι καθόλου «επαναστατικό», αλλά απολύτως κλασικό: απληστία και εξουσιομανία. Έτσι χάθηκε μια καλή ευκαιρία για ένα καίριο «κοινωνικό» αστυνομικό. Η Νικολαΐδου είχε όλα τα υλικά στα χέρια της, είχε δημιουργήσει η ίδια τις κατάλληλες προϋποθέσεις με την πρωτογενή της σύλληψη, αλλά τελικά επέλεξε την πεπατημένη. Ίσως από απειρία, ίσως επειδή φοβήθηκε τη διολίσθηση προς τον διδακτισμό.

Από γλωσσικής άποψης, η συγγραφέας γράφει σωστά ελληνικά, χωρίς σολοικισμούς ή εννοιολογικά ολισθήματα. (Αυτονόητο αυτό, θα πει κανείς, για ένα τυπωμένο βιβλίο· αλλά δεν είναι – γι’ αυτό και το τονίζω κάθε φορά που το πετυχαίνω.) Επίσης, έχει χιούμορ (το οποίο περισσότερο διαισθάνθηκα παρά διαπίστωσα). Από την άλλη, έχει την τάση να γράφει δύσκαμπτους διαλόγους, ίσως επειδή έχει και πολλά να πει. (Αυτό είναι ένα ελάττωμα χαρακτηριστικό των συγγραφέων ακαδημαϊκής προέλευσης.) Με δυο λόγια: η Νικολαΐδου είναι ώριμη (γεν. 1976), έχει γνώσεις (ειδικές και γενικές), δείχνει ότι μπορεί να γράψει κάτι αξιόλογο. Στο μέλλον. Γιατί στις Αρετές γράφει, τρόπον τινά, διεκπεραιωτικά. Με αυτό εννοώ ότι γράφει για να εξυπηρετήσει την πλοκή, να σπρώξει την υπόθεση να πάει παρακάτω, χωρίς να καταθέτει κάτι το αξιοσημείωτο, χωρίς να αναγκάζει τον αναγνώστη να σταθεί σε μία πρόταση, να την υπογραμμίσει, να την σκεφτεί παραπάνω. Επίσης, σε αρκετά σημεία είναι δύσκολο να παρακολουθήσει κανείς τα τεκταινόμενα, λόγω ασαφειών που οφείλονται στην οργάνωση του υλικού και τον όγκο των πληροφοριών, με αποτέλεσμα να πηγαίνει μπρος πίσω για να βγάλει κάποια άκρη. Σε αυτό ασφαλώς συμβάλλει και η περίπλοκη κεντρική ιδέα – πράγμα που με φέρνει στο μείζον πρόβλημα των Αρετών.

Λέγεται ότι καλό είναι οι νέοι συγγραφείς να καταπιάνονται στο ξεκίνημά τους με θέματα που γνωρίζουν. Σωστή η συμβουλή: αισθάνεται κανείς άνετα όταν γράφει για πράγματα που ξέρει. Η Νικολαΐδου, όπως μαρτυρά και το βιογραφικό της, ξέρει από ιστορία, αρχαιολογία και καλές τέχνες. Άρα, ορθώς επέλεξε να στηρίξει όλη την πλοκή σε ένα ιστορικό εικαστικό έργο. Ωστόσο, στις επιλογές που υπαγορεύει η (όποια) εξειδίκευση ελλοχεύουν κίνδυνοι. Όταν είσαι ειδικός σε ένα γνωστικό αντικείμενο, έχεις την τάση να δίνεις υπερβολικά πολλές πληροφορίες σχετικά με αυτό, αν πάρεις την απόφαση να δοκιμαστείς στη μυθοπλασία. Αυτό συχνά οδηγεί σε κείμενα υπέρ το δέον εγκεφαλικά. Δεν έχω τίποτα εναντίον της «εγκεφαλικότητας» στη λογοτεχνία – το αντίθετο. Εντούτοις, υπάρχουν όρια. Η συγγραφέας των Αρετών αναλώνεται σε τεχνικές και ιστορικές λεπτομέρειες, οι οποίες κουράζουν τον αναγνώστη χωρίς να προσφέρουν κάτι ουσιώδες στην εξέλιξη της ιστορίας. Για παράδειγμα, δεν υπήρχε λόγος να γίνουν τόσο εξαντλητικές περιγραφές του πίνακα: τον βλέπουμε στο εξώφυλλο. Έπειτα, δεν υπάρχει λόγος να μάθουμε τα πάντα γι’ αυτόν. Για παράδειγμα, τι κερδίζουμε μαθαίνοντας ποιοι είναι οι επτά άντρες που απεικονίζονται στα πόδια των επτά αρετών; Το ίδιο ισχύει και για τα ιστορικά στοιχεία. Κανείς δεν περιμένει, λ.χ., να μάθει τόσο πολλά για τον Σκιπίωνα (ούτε για τον πρεσβύτερο ούτε για τον νεότερο) από ένα σύγχρονο αστυνομικό μυθιστόρημα. 

Στο ακαδημαϊκό υπόβαθρο της Νικολαΐδου οφείλονται, υποθέτω, και οι 28 υποσελίδιες σημειώσεις, πολλές από τις οποίες είναι έτσι κι αλλιώς αχρείαστες. Όπως έχω ξαναπεί, κάνουν περισσότερο κακό παρά καλό: αποσπούν την προσοχή του αναγνώστη και διακόπτουν τη ροή της ανάγνωσης. Αν η συγγραφέας τις θεωρούσε απαραίτητες, ας τις πρόσθετε σε παράρτημα.

Το πρόβλημα με τις εξειδικευμένες πληροφορίες στην αστυνομική λογοτεχνία είναι το εξής: εκείνοι που ενδιαφέρονται για τους Σκιπίωνες ή τον Pesselino ή δεν ξέρω κι εγώ ποιον, συνήθως δεν διαβάζουν αστυνομικά (κι αν διαβάζουν, τους είναι άχρηστες τέτοιες πληροφορίες γιατί τις ξέρουν ήδη), ενώ εκείνοι που διαβάζουν αστυνομικά, δεν έχουν καμία όρεξη να μορφωθούν εγκυκλοπαιδικά τη στιγμή που τριγύρω (στο βιβλίο, εννοώ) πέφτουν κορμιά!

Πέρα από τις εν πολλοίς περιττές πληροφορίες, τις οποίες αποδίδω στο σύνδρομο του καλλιεργημένου-πλην-άπειρου-αφηγητή, η Νικολαΐδου στις Αρετές έκανε και το κλασικότερο λάθος των νεόκοπων συγγραφέων: θέλησε να τα πει όλα με τη μία. Από τη Γνωσιακή Συμπεριφορική Ψυχοθεραπεία μέχρι τα BDSM όργια, και από τις influencers μέχρι τις περίεργες διαδικτυακές υπηρεσίες ενοικίασης ανθρώπων. Θα συμφωνήσω ότι τέτοια είναι η ποικιλότητα της ίδιας της ζωής, αλλά η οικονομία της μυθιστοριογραφίας απαιτεί πειθαρχία και αυτοσυγκράτηση (μιας και μιλάμε για αρετές) – δηλαδή, θυσίες.

Δεν ξέρω αν η Κατερίνα Νικολαΐδου θα συνεχίσει να γράφει ιστορίες με ηρωίδα τη Δέσποινα Σωτηρίου. Κατά τη γνώμη μου, πρέπει: οι Αρετές αφήνουν υποσχέσεις. Άλλωστε, μια ντετέκτιβ-ιστορικός τέχνης έχει απεριόριστες δυνατότητες. Αρκεί να αποφύγει τον ακαδημαϊσμό, να ξεκόψει από τον αντιπαθή παντογνώστη Μερκούριο, να βγει από τη σκιά του πατριαρχικού πρότυπου (κι αυτό δεν το λέω επειδή καίγομαι για το «φεμινιστικό» πρόσημο στη λογοτεχνία· το λέω ως αναγνώστης που θέλει να διαβάζει ενδιαφέροντα βιβλία) και να αυτονομηθεί.

 

— Κατερίνα Νικολαΐδου, Οι επτά θανάσιμες αρετές, Αρχέτυπο: 2022, 229 σελίδες, ISBN: 9789604212842, τιμή: €14.