Ζητάμε από τον συγγραφέα, όπως έχω αναφέρει ξανά, «τον ουρανό με τ’ άστρα»· στην περίπτωση δε του διηγήματος έχουμε το θράσος να το ζητάμε αυτό και σε συσκευασία τσέπης. Άρα, όχι μόνο επιθυμούμε ένα κομψοτέχνημα σε σμίκρυνση, ένα μπιζουδάκι, που είναι δύσκολο στην κατασκευή του, και επομένως επίπονο για τον συγγραφέα που ξέρει τι κάνει, αλλά μιλάμε και για ένα είδος που δυσκολεύει και τον αναγνώστη, καθώς του ζητάει διαρκώς να προσανατολίζεται εξ αρχής, ανά μερικές σελίδες, στον αφηγηματικό ορίζοντα. Οι συλλογές διηγημάτων που υποτίθεται ότι συνιστούν για τον συγγραφέα πύλη εισόδου του στη μυθοπλασία, τελικά αποδεικνύονται ύπουλες παγίδες που εύκολα μπορούν να σακατέψουν κάποιον νεόκοπο που θα μπορούσε να τη βγάλει καθαρή –λέμε τώρα– με μια νουβέλα. Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης (Θεσσαλονίκη, 1953) έχει συμπεριλάβει ένα πολύ σύντομο “διήγημα”, το «Τι είναι το διήγημα» στην εξαιρετική συλλογή του Περιπολών περί πολλών τυρβάζω (Πατάκης: 2011). Περιέχει εικοσιπέντε προτάσεις. Παραθέτω τέσσερις για να πάρετε μια γεύση: «— Το διήγημα είναι κοντόκαννη καραμπίνα με λιμαρισμένες κάννες», «— Το διήγημα είναι τα λεφτά που παίρνεις όταν χύνεται ο καφές», «— Το διήγημα είναι γλουτός ίππου», «— Το διήγημα είναι ο μονόχειρ μασέρ». Οι τέσσερις αυτές προτάσεις όχι μόνο αποτελούν ιδανικές απόπειρες να περάσουν στον αναγνώστη το βαθύτερο πνεύμα της έννοιας «διήγημα» αλλά επιδέχονται και πληθώρα ερμηνειών. Έτσι, με τη σειρά που παρατίθενται αντιστοιχίζω κάποιες : κάτι εξαιρετικά αποτελεσματικό που όμως ανεβάζει πολύ ψηλά το ενεχόμενο ρίσκο· κάτι σχεδόν αδύνατον, μια κενολογία που όμως τελικά αποδεικνύεται πληρωτέα επί τη εμφανίσει· κάτι αισθητικά άρτιο με τον πιο αναπάντεχο τρόπο· κάτι που φαινομενικά εμπίπτει στη σφαίρα του απίθανου, αλλά που τελικά αν το σκεφτείς λειτουργεί.
Το διήγημα είναι λοιπόν και μια κατασκευή στην οποία τεχνηέντως συναγελάζονται τα ετερόκλητα. Η συγγραφή του δεν ζητάει από τον συγγραφέα, απλώς, ύψιστη συμπύκνωση αλλά και δεινότητα στον συγκερασμό των στοιχείων εκείνων που θα προκαλέσουν μια νοηματική ακροβασία· μια ξαφνική υπερθέρμανση των εγκεφαλικών συνάψεων. Το διήγημα όμως είναι και η τέχνη του συμβιβασμού με την απώλεια· ο καλός διηγηματογράφος έχει συμφιλιωθεί, ή τουλάχιστον είναι σε πολύ καλό δρόμο, με το έλλειμμα που καλείται ζωή. Γιατί ο καλός διηγηματογράφος πρέπει να μάθει να αφήνει πίσω πολλά, να πετσοκόβει χωρίς αιδώ και συμπόνια τα δικά του δημιουργήματα ωσάν να ήταν τα παγιδευμένα άκρα του, στην απόπειρά του να φέρει εις πέρας το συγγραφικό έργο και να σωθεί. Το διήγημα, για να προσθέσω κι εγώ μια σκαμπαρδονική πρόταση, είναι η αλεπού που κανιβαλίζει το πόδι της για να γλιτώσει από το δόκανο.
Τα γράφω όλα αυτά εν είδει εισαγωγής σε δύο συλλογές διηγημάτων που εξετάζω επίτηδες μαζί. Η πρώτη είναι περσινή, του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, Προσοχή: εποχιακή διέλευση βατράχων. Ο Σκαμπαρδώνης είναι ο Έλλην Σιμενόν του διηγήματος. Μια θηριώδης μηχανή που παράγει με συνέπεια από μέτρια (το σπάνιο) μέχρι εξαιρετικά (το σύνηθες) διηγήματα. Μπορεί να διακατέχεται από τις θεματολογικές εμμονές του αλλά αυτό ουδόλως τον εμποδίζει να κατασκευάζει ιστορίες από τα πιο απλά και ευτελή υλικά: από μια γκαζόζα ΕΨΑ, από ένα κατάστημα Jumbo, από μερικές νυχιές σε ένα πακέτο τσιγάρα. Ενώ το μεταφυσικό υπόστρωμά του είναι σχεδόν πάντα ανάλαφρο, το περιδιαβαίνει με τόση σιγουριά που καταφέρνει να το κάνει να σηκώνει προεκτάσεις κοσμογονικές. Έτσι, ο ήχος του ανθρακικού μέσα στο μπουκάλι της γκαζόζας, όπως πλησιάζει ένα παιδί το αυτί του στο στόμιο του μπουκαλιού, μοιάζει «σαν να αφουγκραζόταν τη δημιουργία του κόσμου». Ή ένα καντήλι Πρωτοχρονιάτικο που το ακουμπάει ένας ήρωάς του στο χώμα, ανάγεται στον χαμένο κρίκο που ενώνει το ζωικό βασίλειο –έτσι όπως ένας σκύλος το χαζεύει– με το ανθρώπινο, το έλλογο, τη βασιλεία των ουρανών. Αλλά και όταν τα υλικά γίνονται πιο εξεζητημένα, όπως στην περίπτωση του σπονδύλου μιας πτεροφάλαινας, ο Σκαμπαρδώνης αίρεται με χαρακτηριστική ευκολία στο ύψος των περιστάσεων και διογκώνει την ιστορία στα μέτρα του υλικού που επιλέγει: έτσι, η κόλλα της φάλαινας γίνεται ένα πρωτότυπο μέσο συγκόλλησης με το οποίο χτίζεται ο καστρόπυργος της Μονής που την προστατεύει από τις επιθέσεις των πειρατών (αλλά όχι τελικά από την επέλαση της επιδημίας του κορονοϊού). Ή, ένας υπερσύγχρονος διάδρομος τρεξίματος «Technogym» βρίσκει τη θέση του στο κελί του μοναχού που ζει καθημερινά έναν Γολγοθά και του χαρίζει την κάθαρση: τον ενάρετο συγκερασμό σκέψης και πράξης που διακαώς αποζητά.
Ο Σκαμπαρδώνης, έτσι, ανέρχεται στα υψίπεδα της ευρηματικότητας είτε τα υλικά του είναι ποταπά, είτε εξεζητημένα, ακριβώς γιατί παραμένει δεκτικός στο ανεξάντλητο αυτού του κόσμου που προσφέρει αφειδώς, σε αυτόν που έχει το σθένος να τον περιεργάζεται με πάθος. Και αυτό συμβαίνει γιατί ο συγγραφέας παραμένει δεκτικός στην κρυπτική σημασία της φράσης που τιτλοφορεί το παρόν κείμενο: «τα ονόματα είναι νεότερα των πραγμάτων» (σ. 118). Η έννοια –που στη φράση είναι τα «πράγματα»– συνιστά σημαντικά ευρύτερο σύνολο της λέξης –που στη φράση είναι τα «ονόματα»– που την τροφοδοτεί διαρκώς με όλα όσα υποβόσκουν· με όλα όσα αναδύονται μέσα από το ζωογόνο σημασιολογικό μάγμα που μας περιβάλλει.
Ο Γιάννης Τσίρμπας (Αθήνα, 1976), σε αυτό το δεύτερο βιβλίο του, μπορεί να μην στέκεται σε αυτό το ύψος ή να μην αντλεί από τέτοιο βάθος αλλά τα υλικά του, κάποιες φορές, συνταιριάζονται δόκιμα με πολύ καλά αποτελέσματα. Το διήγημα που ανοίγει τη συλλογή, το «Χάρτες», φέρνει στο προσκήνιο μια ηλεκτρική σκούπα ρομπότ. Οι σκούπες αυτές, για να καθαρίσουν έναν χώρο, πρώτα, τον χαρτογραφούν, ενώ η χαρτογράφηση αυτή αποτυπώνεται στο app που συνοδεύει και ελέγχει τη συσκευή. Ο Τσίρμπας προσκολλάται σε αυτόν ακριβώς τον χάρτη, για να χαρτογραφήσει έναν χωρισμό. Η σκούπα, που φέρει στη μνήμη της τη χαρτογραφημένη επιφάνεια του παλιού διαμερίσματος του ήρωα, στέκεται ως ένα εργαλείο της καθημερινότητας, ένα ποταπό εργαλείο αγγαρείας, που φέρει στη μνήμη του ένα κομμάτι της προηγούμενης ζωής του. Όταν λοιπόν ο ήρωας διστάζει να σβήσει τον παλιό χάρτη της σκούπας και να την αφήσει να χαρτογραφήσει το νέο του διαμέρισμα –αυτό που τώρα ζει μόνος– σκιαγραφεί τη δική του προσκόλληση στο παρελθόν. Επικροτώ τη χρήση της σκούπας τόσο ως φορέα μνήμης όσο και ως αντικείμενο που ο συγγραφέας τολμά να το εντάξει σε διήγημα. Επιδοκιμάζω το εύρημα και υπογραμμίζω τη σωστή διαχείρισή του που προσφέρει στον αναγνώστη λογοτεχνικές απολήξεις αξιώσεων: την εμμονή μας να εναποθέτουμε, με παιδιάστικη αφέλεια, στα άψυχα δικές μας αξίες –αυτόν τον αναπόδραστο ανθρωπομορφισμό–, αλλά και το ακριβώς αντίστροφο που αποτυπώνει ο Τσίρμπας εξαιρετικά: σε μια παράγραφο που βάζει τη σκούπα να μιλάει σε πρώτο πρόσωπο, και να αναπολεί σκηνές της πρότερης ζωής του ζεύγους «Εδώ είναι το δωμάτιο που ο μικρός μίλησε για πρώτη φορά» (σ. 13), ο ήρωας, στιγμιαία, θα φανεί σαν να κατέρχεται ο ίδιος στο επίπεδο της σκούπας και να αναπολεί το παρελθόν του: «[...] κάτω από τον καναπέ που κοιμόμουν ενάμιση χρόνο» (σ. 13). Έτσι, οι μνήμες και ο στοχασμός πάνω στη σχέση που έχει τελειώσει κατέρχονται στο επίπεδο της σκούπας/ρομπότ – κίνηση που αφήνει τις όποιες συνδηλώσεις στη διακριτική ευχέρεια του αναγνώστη: είναι η σκούπα ρομπότ με την όποια νοημοσύνη της που ανέρχεται προς το ανθρώπινο ή μήπως είναι οι σχέσεις που ενίοτε φυραίνουν προς το επίπεδο μια σκούπας; Κρατάω και σημειώνω αυτά τα σημεία ως ενδείξεις ότι το κείμενο είναι ζωντανό και λειτουργικό καθότι επιτρέπει τις κινήσεις της σκέψης του αναγνώστη προς κατευθύνσεις υποστηρικτικές της έννοιας του διηγήματος.
Αναφέρω επίσης το «Οι εποχές του χωρίς». Ένα διήγημα που ανοίγει με τη φράση «Έκανες το γήπεδο να χύσει, Κυπαρίσση, Κυπαρίσση!!!» και που τελικά καταφέρνει να σταθεί αξιοπρεπώς. Στο συγκεκριμένο, συναντάμε έναν άντρα μέσης ηλικίας που επιδίδεται σε έναν μονόλογο για την υπαρξιακή του κατάσταση. Τα σχόλιά του κινούνται ανάμεσα στο γελοίο και το τραγικό, όπως εξάλλου και η ίδια η ύπαρξη, αλλά ο Τσίρμπας καταφέρνει να τους προσδώσει σχεδόν ιδιότητες ταυτότητας που αναδεικνύουν τον εγωκεντρισμό, την αμετροέπεια, αλλά και αυτή την άνευ ορίων ανδρική τάση βαυκαλισμού με προσωπικές μυθολογίες – που αναφέρει κάπου ο Γιώργος Χειμωνάς. Ο ήρωας, φαντασιώνεται τσακωμούς και κυνηγητά με αθώους περαστικούς της επαρχίας που τυγχάνουν στον δρόμο του για να «[...] νιώσω επιτέλους λίγο σασπένς» (σ. 32)· ερωτικές περιπτύξεις με βορειοευρωπαίες υδροβιολόγους που συναντά τυχαία στο ξενοδοχείο που διαμένει «Ούτε νορβηγική πέστροφα δεν μπορεί να περάσει χωρίς να πιαστεί στο παραγάδι μου» (σ. 36), αλλά, εντελώς απρόσμενα, απέναντι σε όλο αυτό το παραλήρημα, προτάσσει και μια πλήρως κατατοπιστική διάγνωση του αδιεξόδου του που συνοψίζεται σε αυτό το «χωρίς» του τίτλου. «Δεν υπάρχει σχέση χωρίς εμένα να λέω την ιστορία μου» (σ. 35) θα πει κάπως μελοδραματικά καθώς συνειδητοποιεί ότι «[τ]ο μόνο που μου αρέσει είναι ο εαυτός μου. Τίποτε άλλο. Ο εαυτός που με κόπο έχω φτιάξει. [...] Στην ίδια γυναίκα μίλησα, μίλησα, ξαναμίλησα, τα είπα, χόρτασα. Θέλω να τα ξαναλέω όμως. [...] Να ξαναπώ πόσο ωραίο εαυτό έχω φτιάξει. Αυτή είναι η ικανοποίηση. Αυτό μου λείπει» (σ.34). Το συγκεκριμένο διήγημα χωρίς να έχει το βάθος τού «Χάρτες» καταφέρνει να αποφύγει τον σκόπελο της κοινοτοπίας εργαλειοποιώντας τα τετριμμένα λόγια του ήρωά του. Το αποτέλεσμα διακωμωδεί, επισημαίνει, αλλά και, ως ένα σημείο, διασκεδάζει τον αναγνώστη.
Εδώ όμως κάπου τελειώνουν και τα τόσο θετικά στη συλλογή διηγημάτων του Τσίρμπα. Αναφέρω το διήγημα «Σούπα» που χωλαίνει, στην ακραία αποτύπωση της κατάστασης που επιθυμεί ο συγγραφέας να βγάλει με αυτό το γλαφυρό «σούπα». «Κι εκείνη έκανε όσα αυτός ήθελε. Με το σώμα, με το στόμα. Ένα διαρκές συσσίτιο του σεξ σε λούπα. Ένα τσιμπούσι από σούπες» (σ. 47), γράφει ο συγγραφέας αλλά το κείμενο κλωτσάει. Όπως κλωτσάει και το δεύτερο διήγημα της συλλογής, το «Ένας κόκκος αγάπης», όπου το κωμικοτραγικό σκηνικό που βιώνει ο ήρωας απέναντι στις σπασμωδικές αντιδράσεις της συντρόφου του δεν καταφέρνει να πείσει τον αναγνώστη. Από την άλλη πάλι, συναντάμε πολλά αξιόλογα σημεία, ακόμα και μεμονωμένες φράσεις, που οριακά καταφέρνουν να σηκώσουν το βάρος των διηγημάτων. Αναφέρω το «Ανεμιστήρας», ένα διήγημα τριών σελίδων όπου ο συγγραφέας μάς δίνει τη φράση: «Ξεκαμπουριάζω και αρχίζω να περπατάω όπως νομίζω ότι θα περπατούσε ένας μεγάλος γαμιάς» ( σ. 79)· φράση που ενέχει τόση ειρωνεία και συνάμα τόση αθωότητα που σώζει το διήγημα ακριβώς στη λήξη του.
Η συλλογή περιέχει δεκατρία διηγήματα, έξι από τα οποία έχουν δημοσιευτεί αλλού, εώς και δέκα χρόνια στο παρελθόν. Αυτό αφήνει επτά μόνο νέα διηγήματα για την ανά χείρας έκδοση, αριθμός που, αν μη τι άλλο, φανερώνει μια κάποια δυστοκία του συγγραφέα. Θα κάνω μια νύξη στη θεματολογία τού Τσίρμπα: όλα σχεδόν τα διηγήματα με εξαίρεση τα τρία πρώτα μοιάζουν σαν να έχουν γραφτεί τη δεκαετία του ‘90. Αυτό κατ’ εμέ δεν είναι απαραίτητα αρνητικό· απλώς, διερωτήθηκα μερικές φορές καθώς διάβαζα, πώς κάποιος που συγγράφει το διήγημα που ανοίγει τη συλλογή, το «Χάρτες», μας προσφέρει μετά και τα υπόλοιπα (μετά το τρίτο). Θα κλείσω επισημαίνοντας ότι, παρά τις όποιες αντιρρήσεις μου, επέλεξα να σχολιάσω το συγκεκριμένο βιβλίο μαζί με τη εξαιρετική συλλογή του Σκαμπαρδώνη επειδή διέκρινα σκαμπαρδονικές αρετές στο έργο του Τσίρμπα. Ο Σκαμπαρδώνης όμως έχει υπάρξει, όχι μόνο παραγωγικότατος, με αποτελέσματα ικανά να πείσουν και τους πλέον δύσπιστους για τις ικανότητές του, αλλά έχει δείξει έμπρακτα ότι αυτό το «τα ονόματα είναι νεότερα των πραγμάτων» το τηρεί καθώς παρουσιάζεται λίαν προσαρμοστικός στα κελεύσματα των καιρών. Θέλω να ελπίζω ότι ο Γιάννης Τσίρμπας, που είναι στην αρχή της συγγραφικής πορείας του, θα δουλέψει περισσότερο την ικανότητά του να συνταιριάζει όλα αυτά τα ετερόκλητα που σε αρκετά σημεία του προσδίδουν μια αιχμή.
— Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Προσοχή: εποχιακή διέλευση βατράχων, Πατάκης : 2021, 232 σελίδες, ISBN : 9789601695907, τιμή : €13.30.
— Γιάννης Τσίρμπας, Όσο περιμένεις να συμβεί, Gutenberg : 2022, 128 σελίδες, ISBN : 9789600123937, τιμή : €7.00.