Skip to main content
Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2024
Τετραποδισμός

Συνήθιζε, στις τρεις, να κάνει έναν περίπατο, γύρω από τα ίδια ακριβώς οικοδομικά τετράγωνα, όπως βγάζει κανείς βόλτα ένα σκυλί, μόνο που ήταν σαν το λουρί να το φορούσε ο ίδιος.

— Georges Simenon, Οι άγνωστοι μέσα στο σπίτι, μτφρ. Αργυρώ Μακάρωφ, Άγρα 2011.

 

Ξεκίνησα να διαβάζω τα διηγήματα του Κώστα Σωτηρίου (Αθήνα, 1957) με ανάμεικτα συναισθήματα. Στην αρχή μου φάνηκαν απλοϊκά. Προσπαθούσα να καταλάβω αν υπάρχει κάτι πίσω από την ευθύτητα και τη σχεδόν παντελή έλλειψη υπαινιγμών που χαρακτηρίζουν την πρόζα του. Δεν είναι ότι τα διηγήματα δεν αντέχουν δεύτερη ανάγνωση, γιατί, τελικά, όπως θα εξηγήσω, υπάρχει κάτι ουσιαστικό στην ανεπιτήδευτη γραφή του Σωτηρίου. Τι ακριβώς συμβαίνει εδώ;

Διαβάζει κανείς αυτές τις δεκαεπτά ιστορίες «για σκύλους και όχι μόνο» που αναφέρονται στο βίωμα της αστικής συνθήκης: έρωτες, οικογένεια, μοναξιά, μικρά ή μεγαλύτερα αδιέξοδα της κρίσης και της πανδημίας, σε μια περίοδο που ξεκινά από τη Μεταπολίτευση και φτάνει σχεδόν ώς τις μέρες μας. Οι ήρωες, ως επί το πλείστον άντρες, είναι μεσήλικες που βιώνουν καταστάσεις της πιο προσηνούς και τετριμμένης καθημερινότητας, που, όμως, στο κρίσιμο πάντα σημείο αγλαΐζεται από την παρουσία ενός σκύλου. Κλειδί για να κοιτάξει κανείς τη συλλογή διηγημάτων του Σωτηρίου με άλλο μάτι, είναι ακριβώς αυτή η ευθύτητα, η παντελής έλλειψη προσποίησης του συγγραφέα. Στοιχεία που συνιστούν ίδιον σκύλου. 

Η γραφή του Σωτηρίου επιτυγχάνει ταύτιση φόρμας και περιεχομένου με έναν απροσδόκητο τρόπο: ενώ σε κάθε διήγημα, ένας σκύλος είθισται να προσφέρει λύσεις σε ποικίλα αδιέξοδα, μια δεύτερη ανάγνωση αποκαλύπτει ότι οι περισσότεροι ήρωες συμπεριφέρονται και οι ίδιοι σαν σκυλιά. Στη συνήθη τάση ανθρωπομορφισμού των σκύλων, ο Σωτηρίου προτάσσει μια αντίστροφη: οι ήρωές του, αν και δεν συνηθίζουν να γαβγίζουν, συμπεριφορικά, τετραποδίζουν. 

«Τις υπόλοιπες ώρες τις περνάω χαζεύοντας τη θέα, την απέναντι πολυκατοικία και τους ενοίκους της, τα περιστέρια που έρχονται και κουτσουλάνε το μπαλκόνι, τη βροχή που πέφτει, τον ουρανό... Η Αμαλία πιστεύει πως η όλη μου συμπεριφορά δεν είναι παρά το πρώτο στάδιο της κατάθλιψης και ότι πρέπει να με δει γιατρός. Την τελευταία όμως φορά που επανέλαβε αυτόν τον ισχυρισμό, μαλώσαμε τόσο άσχημα που έκτοτε δεν επανέφερε τέτοιο θέμα και με άφησε στην ησυχία μου» (σσ. 136-7).

Όπως και:

«Βρομόσκυλο με έλεγε ο δάσκαλος, ο Ντερλιέγκας, τότε που με βαραγε, μια ώρα, με τη βίτσα, γιατί μ’ έπιασε να κοιτάζω στις τουαλέτες των κοριτσιών και την άλλη που κάποιο κωλόπαιδο του πρόφτασε πως εγώ είχα βάλει τις καρφίτσες στην καρέκλα του. [...] Μια δόση που με πέτυχε η διευθύντρια του σχολείου, αγκαλιά μ’ ένα κουτάβι, κούνησε το κεφάλι πάνω κάτω με λύπηση. 

– Βρήκε ο γύφτος τη γενιά του κι αναγάλλιασε η καρδιά του, Κουτρούμπα;

Δεν κατάλαβα τι σόι μαλακία ήταν αυτό που μου αμόλησε κι έτσι, καλού κακού, για να ’μαι καλυμμένος της είπα:

– Μάλιστα, κυρία» (σ. 42).

Οι ήρωες του Σωτηρίου χαρακτηρίζονται από μια αφέλεια, όχι όμως λόγω περιορισμένων νοητικών δυνατοτήτων. Αφέλεια, που εκπηγάζει από ευθύτητα, από καθαρότητα προθέσεων και συναισθημάτων, που μοιάζει αρκούντως σκυλίσια. 

«Τι έγινε, πότε τα είπανε, τι συμφωνήσανε, ούτε που το πήρα είδηση. Μάνα και γιος έχουνε τη δικιά τους γλώσσα που δεν τη μιλάει άλλος κανείς» (σ. 90), θα πει, στο «Ρούντι», ο σύζυγος, τελευταίος τροχός της αμάξης, άμα τη λύσει του προβλήματος που είχε ανακύψει.

Ή

«– Θα γίνει όπως θέλετε.

Πριν υπογράψουμε τα συμβόλαια, τα εργολαβικά κι όλα τα σχετικά, έγραψα το σπίτι στη Γεωργία, πήρα τη γυναίκα μου και μετακομίσαμε σε τούτο το διαμέρισμα που μένουμε τώρα» (σ. 111), θα πει, έμπλεος καλοσύνης, στο «Η κυρία Αγγελική», ο πατέρας της Γεωργίας σε μια κίνηση που ενώ θα τον ζημιώσει, δεν είναι καν σίγουρο ότι τη μετανιώνει. 

Βλέπετε, ο σκύλος δεν διαθέτει τη δυνατότητα να σκεφτεί δόλια ή να στοχαστεί, δεν διαθετει καν την πονηριά ενός αιλουροειδούς, που θα σκαρφιστεί στρατηγήματα για να πετύχει τον όποιο στόχο του. Ο σκύλος είναι πάντα «πληρωτέος επί τη εμφανίσει». 

Έτσι και ο μεσήλικας Παντελής, στο εξαιρετικό «Ο Ιβάν και το τρομερό του τέλος», όταν αναγκάζεται για λόγους υγείας να χωρίσει την κατά πολύ νεότερη ερωμένη του, θα σκεφτεί χωρίς περιστροφές: «Σηκώθηκε, μάλλον ενοχλημένη, πήρε την τσάντα της και μου γύρισε την πλάτη. Περισσότερο απ’ όλα με πείραξε που, καταφανώς επίτηδες, φορούσε το τζιν παντελόνι που ξέρει ότι της γράφει τέλεια στην περιοχή του κώλου, αφήνοντας ορατή τη δαντέλα του σλιπ καθώς και τη μαύρη μπλούζα που καλλιγραφεί το στήθος της· όταν οι γυναίκες θέλουν να σου δείξουν τι χάνεις, το επιτυγχάνουν με εξαιρετικά απλούς τρόπους» (σσ. 50-51).

Ή στην περίπτωση του Μανόλη, στο «Ο Ζήσης του Μανόλη», όπου ο ανυπόφορος Μανόλης γλυκαίνει από τη στιγμή που μπαίνει στη ζωή του ο Ζήσης, ένα κουτάβι που η σύζυγός κουβαλάει μια μέρα στο σπίτι από τη λαϊκή.

«– Α, ρε Τούλα, τι τραβάς κι εσύ! Ως τα σήμερα είχες έναν να σε τυραννάει με το ροχαλητό, τώρα απόχτησες κι άλλον!» (σ. 76). 

Δεν είναι όμως μόνο αυτά. Το ίδιο το ύφος του Σωτηρίου είναι βαθιά εναρμονισμένο με τους σκυλίσιους τρόπους: δεν αποπειράται να παραπλανήσει, να αποπροσανατολίσει ή να παρασύρει τον αναγνώστη κάπου. Ό,τι αφήνει ο συγγραφέας να εννοηθεί το κάνει με αμεσότητα και ευθύτητα. 

«Οι συνάδελφοι στο σχολείο λένε πως είμαι ερωτευμένος με την Αθηνά. Πίσω από την πλάτη μου το λένε, όμως εγώ το ξέρω. Στεναχωριέμαι και θυμώνω με κάτι τέτοια. Όχι τόσο για μένα όσο για εκείνη. Κάτι τέτοια κουτσομπολιά δεν κάνουν καλό σε μια κοπέλα, ιδίως αν είναι όμορφη σαν άγγελος» (σ. 10), θα πει ο Παύλος, μεσήλικας καθηγητής σε λύκειο, που ενώ ήταν παρών στα γεγονότα του Πολυτεχνείου, αρνείται, ως ένδειξη ήθους, να το εκμεταλλευτεί για να εντυπωσιάσει συναδέλφους αλλά και την Αθηνά. 

Ο αναγνώστης παρασύρεται σταδιακά σε μια συνθήκη αναγνωστικής ευδίας. Μια συνθήκη καθαρών προθέσεων και αγνότητας, που μόνο όποιος έχει ζήσει με σκυλιά δύναται να αντιληφθεί πλήρως και να εκτιμήσει δεόντως. Ακόμη και η όποια κακία ή χολή, που, ενίοτε, κάνουν την εμφάνισή τους, παροχετεύονται μυθοπλαστικά με τη σωστή δόση ειρωνείας, ωσάν ο συγγραφέας να πετάει στον αναγνώστη ένα λαχταριστό μπινελίκι.

Στο «Λακωνίας 8», για παράδειγμα, ο αντιπαθής ρατσιστής, που προπηλακίζει τους μετανάστες γείτονές του, αναζητώντας διαρκώς αφορμή για να τους διώξει από την πολυκατοικία, συμπεριφέρεται σαν λυσσασμένος σκύλος, σε πλήρη αντίθεση τόσο προς τον σκύλο του διηγήματος όσο και προς σχεδόν όλους τους υπόλοιπους τετράποδους ήρωες της συλλογής. 

«Είχα βγει στο μπαλκόνι να πιώ τον καφέ μου, κι όπως ήμουνα αραχτός στην πολυθρόνα, το είδα να με κοιτάζει, κάτω από το διαχωριστικό. Με κοίταζε αλλά ούτε φωνή, ούτε ακρόαση, που λένε. Για μια στιγμή, έβαλε το πόδι του προς το μέρος μου κι αυτό ήταν όλο. 

– Ένα κιχ να βγάλεις, ρε κόπρε, και θα δεις τι έχει να γίνει. Θα φέρω την αστυνομία και άντε να ξεμπλέκετε!

Λες και διάβαζε το μυαλό μου, το κερατένιο! Όσο ήμουνα έξω, αλλά και μετά που μπήκα μέσα κι άφησα την μπαλκονόπορτα ανοιχτή για να ακούω, δε γαβγισε καθόλου. Αυτό μου την έδωσε ακόμη περισσότερο» (σ. 129).

Το διήγημα, δηλαδή, που δίνει και τον τίτλο στη συλλογή, προσφέρει κάθαρση με μια απρόσμενη αντιστροφή. Ο ήρωάς του δεν είναι παρά η καρικατούρα ενός κακομαθημένου σκύλου που μονίμως “γαβγίζει”.

Ή στο «Ο φονιάς», όπου η δηλητηρίαση και ο θάνατος του «φονιά», που ταλαιπωρεί μαζί με το αφεντικό του ολόκληρη τη γειτονιά θα καταστούν αφορμές για κλείσιμο παλιών λογαριασμών αλλά και για ερωτικές επανορθώσεις: «Τη στιγμή που περνούσε από μπροστά της, εκείνη τον κοίταξε, του χαμογέλασε συνωμοτικά κι αμέσως γύρισε το βλέμμα της αλλού» (σ. 124).

Ακόμη και η ίδια η αριστεροσύνη (sic) κάποιων ηρώων του Σωτηρίου φαίνεται να αντλεί την ειλικρίνεια και την τρυφερότητά της από το είδος του κυνός.

«Από το ’78 και μετά σταμάτησα να πηγαίνω στην πορεία του Πολυτεχνείου· ξέκοψα από το χώρο. Ό,τι είχα να δώσω στον αριστερισμό, το είχα δώσει κι ό,τι ήταν να πάρω, το γεύτηκα με το παραπάνω. Δούναι και λαβείν με όλους τους κανόνες» (σ. 9).

Ή

«Σηκώθηκε με κόπο από την καρέκλα του και με έπιασε από τους ώμους. 

– Τότε, καλή τύχη, σύντροφε. Το φοβόμουν ότι μια μέρα θα κατέληγες διανοούμενος!» (σ. 80).

Ο Σωτηρίου επιφυλάσσει και την κριτική του προς τους ακατάδεκτους «διανοούμενους» στο «Ο Φώντας». Ο Χρήστος είναι ο μόνος ήρωας στη συλλογή που δεν αξιώνεται, έστω εμμέσως, τις θεραπευτικές ιδιότητες ενός σκύλου. «Από ανάλυση, ρε πούστη μου, σκίζετε εσείς οι σπουδαγμένοι, στη σύνθεση είναι που τα κάνετε σκατά!» (ό.π.), θα του πει ο παλαίμαχος αριστερός Φώντας, προς το τέλος της ιστορίας. Το ποιόν του Χρήστου υποδηλώνεται και από τη στάση του Μπίκου, του λυκόσκυλου που συντροφεύει πάντοτε τον Φώντα: «[...] ήρθε μπροστά μου, με μύρισε, και, έπειτα, πήγε και ξάπλωσε στα πόδια του Φώντα κι έπαψε να ασχολείται μαζί μου» (σ. 81). 

Από την άλλη βέβαια, όταν ο Φώντας θα πει για τον Μπίκο «Είναι ο μόνος σύντροφος που μου απόμεινε πια, δάσκαλε. Όλοι οι άλλοι έφυγαν…» (ό.π.), θα πρέπει να διερωτηθεί κανείς για το αδιέξοδο που υποδηλώνεται με μια τέτοια δήλωση: η αριστερά βρίσκει πλέον ευήκοα ώτα μόνο με την προϋπόθεση της ευκολοπιστίας σκύλου; 

Καμιά ευκολοπιστία όμως δεν απαιτεί η ανάγνωση της συγκεκριμένης συλλογής. Η λογοτεχνία ενέχει ενίοτε κάτι το απρόσμενο. 

— Κώστας Σωτηρίου, Λακωνίας 8 - Δεκαεπτά ιστορίες για σκύλους και όχι μόνο, Θεμέλιο: 2024, 146 σελίδες, ISBN: 9789603104582, τιμή: €12.72.