«Δεν είμαι συγγραφέας. Σίγουρα δεν είμαι συγγραφέας. Για έναν συγγραφέα ζωή σημαίνει είτε να γράφει είτε να σκέφτεται τι θα γράψει, δεν κάνει ποτέ διακοπές. Για μένα αντίθετα ζωή σημαίνει να ελέγχω τους άλλους, να τους χειραγωγώ. Δίχως τον έλεγχό τους δεν υπάρχω. Ούτε εγώ κάνω ποτέ διακοπές απ’ αυτό.
Γιατί δεν είμαι συγγραφέας; Επειδή η γραφή δεν μπορεί να χειραγωγήσει, κι εγώ είμαι πάνω απ’ όλα ένας χειραγωγός. Δεν είμαι αφελής, ενώ ένας συγγραφέας πρέπει να είναι αφελής, να πιστεύει πρώτα και κύρια αυτό που ο ίδιος γράφει, να τον πείθει η αφήγησή του. Δεν είναι επάγγελμα για πολύ έξυπνους ανθρώπους. Πρέπει να είσαι παιδί για να γίνεις συγγραφέας. Αν κάποιος κάνει τον έξυπνο δεν γράφει καλή λογοτεχνία. Το γράψιμο δεν με ενδιαφέρει παρά στον βαθμό κατά τον οποίο ενσωματώνεται στην πραγματικότητα μιας μάχης, ως εργαλείο, ως τακτική, ως αποσαφήνιση. Αν έγραφα βιβλία, θα ήθελα να είναι τα βιβλία μου ένα είδος νυστεριού, βόμβας μολότοφ ή νάρκης, και να απανθρακώνονται μετά τη χρήση τους, όπως τα πυροτεχνήματα» (σ. 160).
Ο Σταύρος Κρητιώτης (Χανιά, 1960) –«[σ]υχνά δεν διστάζω να προβώ σε εσφαλμένη αναφορά του τόπου γέννησής μου, που δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα αλλά σε μια από τις πολυάριθμες μυθοπλαστικές αφηγήσεις μου, χάρη στις οποίες πλαστογραφώ και παραλλάζω τη ζωή μου, επινοώντας την ξανά και ξανά για να τη σώζω» (σ. 40)– συγγράφει ένα μυθιστόρημα σχεδόν τετρακοσίων σελίδων. Η υπόθεση συνοψίζεται, σχεδόν εξ ολοκλήρου, στο οπισθόφυλλο. Ο Καινός, πρύτανης παραμεθόριου πανεπιστημίου μιας χώρας που κυβερνάται –κοντά στα πρότυπα της πολιτείας του οργουελικού 1984– από την Αυταρχία, μιλά στον επίδοξο συγγραφέα της βιογραφίας του. Επιδίδεται σε ένα παραλήρημα της μακιαβελικής πορείας του για να εκμαυλίσει, να αποπροσανατολίσει και, εν τέλει, να χειραγωγήσει το σύνολο των ανθρώπων που έχει συναναστραφεί στην προσπάθειά του να αναδειχθεί ηγεμόνας στη θέση του ηγεμόνα που φέρει το όνομα Αγός.
Το μυθιστόρημα συνοδεύεται από «Πηγές εντοιχισμένης πρώτης ύλης» σαράντα τεσσάρων (44) σελίδων. Ο Κρητιώτης, αν μη τι άλλο, αποδελτιώνει τις πηγές του.
«Ξέρω ότι είμαι ιδιοφυής μιμητής, αλλά δεν έχω την πραγματική ιδιοφυΐα όποιου δημιουργεί και κατασκευάζει εκ του μηδενός» (σ. 359), θα πει ο Καινός.
Όπως όμως και:
«Η συγχρονικότητα, πιστεύω, μου δείχνει πάντα τι πρέπει να κάνω. Δεν επιλέγω δηλαδή εγώ τις επιρροές που δέχομαι, εκείνες με επιλέγουν» (σ. 48), λέει και πάλι ο χειραγωγός Καινός.
Αρχικά σκέφτηκα να “γράψω” το συγκεκριμένο κείμενο, χωρίς να χρησιμοποιήσω ούτε μία δική μου λέξη. Είναι, εξάλλου, η ίδια η υφή του μυθιστορήματος τέτοια που προκαλεί τον αναγνώστη να περιηγηθεί μέσα του με ποικίλους τρόπους. Τρέφω, ομολογουμένως, ιδιαίτερη συμπάθεια προς το συγκεκριμένο είδος κατασκευών, γιατί είμαι της άποψης ότι αρκετοί συγγραφείς λειτουργούν τοιουτοτρόπως –δεν χρησιμοποιούν ούτε μία δική τους λέξη– στις μυθοπλασίες τους, είτε εκούσια είτε ακούσια είτε, τις περισσότερες φορές, συνδυάζοντας πρόθεση και αφέλεια, έτσι όπως το ισοζύγιο μνήμης και λήθης τείνει να προσεταιρίζεται αλλότριες ιδέες.
Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Καθώς ο ήρωας Καινός αφηγείται στον επίδοξο συγγραφέα του την πορεία προς την εξουσία, τον προτρέπει να πάρει όσες ελευθερίες επιθυμεί για τη βιογραφία του, αρκεί να τον αναδείξει ως την ξεχωριστή περσόνα που διατείνεται ότι υπήρξε. Είναι σχεδόν αδύνατον ο αναγνώστης του μυθιστορήματος να μην αισθανθεί ότι ο Κρητιώτης τον προκαλεί να σκυλεύσει και ο ίδιος το κείμενο για να βγάλει, νοηματικά, κάτι δικό του. Έτσι, Ο Χειραγωγός, δεν αφηγείται απλώς τις ραδιουργίες του αλλά χειραγωγεί και τον ίδιο τον αναγνώστη για να παίξει, με τη σειρά του, το παιχνίδι της χειραγώγησης πάνω στο σώμα του κειμένου.
«Ο λόγος ύπαρξής μου είναι να προσφέρω στους ανθρώπους το μερτικό τους στην ελπίδα και στην ψευδαίσθηση, χωρίς τις οποίες δεν μπορούν υπάρξουν. Άνθρωποι μέτριοι, δίχως λάμψη, δίχως το παραμικρό ταλέντο, υποταγμένοι, εύκολα θα δουν τα άλλα ανθρώπινα πλάσματα σαν κάτι απ’ το οποίο μπορούν να τραφούν αν τους πω ότι είναι ανώτεροι, τους υποδείξω υπαίτιους όλων τους των δεινών και τους βεβαιώσω ότι ο κόσμος τούς ανήκει και πρέπει απλώς να πάνε να τον πάρουν» (σ. 370).
Αλλά και:
«Καθώς είναι αδύνατο να μην επικοινωνούμε, είναι και αδύνατο να μην επηρεαζόμαστε από τους άλλους, άρα είναι αδύνατο να μη χειραγωγούμε. Η ζωή δεν είναι παρά ένα παιχνίδι παραπλάνησης των άλλων και του εαυτού μας, μια διαρκής προσπάθεια απομαγνητοφώνησης του ακατάληπτου χρονεξαρτημενου χάους της πραγματικότητας. Έτσι επιδέχεται άφθονες μεταγραφές» (σ. 372).
Ο Κρητιώτης, όπως φαίνεται και από το απόσπασμα που ανοίγει το παρόν κείμενο εμφανίζεται, ως Καινός, να υποτιμά τους συγγραφείς και τη λογοτεχνία. Τελικά, όμως, είναι ακριβώς η λογοτεχνία με τη μορφή του μυθιστορήματός του, Ο Πεζός, που έχει γράψει στα πρώτα του βήματα, που θα ενσωματωθεί «[...] στην πραγματικότητα μιας μάχης, ως εργαλείο, ως τακτική, ως αποσαφήνιση».
Ο χειραγωγός μπορεί λοιπόν να δυσκολεύεται να φέρει εις πέρας τα σχέδιά του για την ανατροπή του Αγού αλλά τελικά πέφτει θύμα της δεινότητάς του με τον πιο απρόσμενο τρόπο: επιτυγχάνει να χειραγωγήσει τον πιο προσεκτικό αναγνώστη του, τον δημοσιογράφο που τον ξεσκεπάζει. Ο χειραγωγός, δηλαδή, που ως πρύτανης δεν έχει σε υπόληψη τη λογοτεχνία πέφτει θύμα των συγγραφικών του ικανοτήτων όταν ο δημοσιογράφος πείθεται «[...] πλέον ότι η πλοκή του Πεζού αντέγραφε την πραγματικότητα, ότι δηλαδή ο Πρύτανης ήταν πράγματι κατάσκοπος μιας ξένης δύναμης» (σ. 346).
Ο Καινός όμως, ως αφηγητής, εμφανίζεται λίαν αναξιόπιστος. Το μυθιστόρημά του έχει, τρόπον τινά, χειραγωγήσει και τον ίδιο:
«Σκέφτομαι καμιά φορά πως είμαι ένα πλοίο, που αντί για ιστία έχει ψαράδικα δίχτυα. Κι όμως πλέω καλύτερα απ’ όλα τα άλλα πλοία. Πώς το καταφέρνω; Απλούστατα, αντί για αέρα πιάνω στα δίχτυα μου κάτι άλλο: την ακολουθητέα εκδοχή, μια δόνηση από την κατεύθυνση στην οποία ο χώρος παρουσιάζει τη συγκεκριμένη στιγμή την ελάχιστη αντίσταση. Μ’ αυτήν συντονίζομαι και προχωρώ. Έχοντας για ψαράδικα δίχτυα το παλιό μου εκείνο μυθιστόρημα» (σ. 173).
Ποιο είναι όμως το κίνητρο του Κρητιώτη πίσω από τη συγγραφή του συγκεκριμένου βιβλίου; Ποιο είναι το κίνητρο του Κρητιώτη, γενικά, πίσω από την ενασχόλησή του με τη συγγραφή; Ο Κρητιώτης προτάσσει μια ιδιότυπη “θεωρία αλήθειας”. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, δεν χρησιμοποιώ τον όρο φιλοσοφικά αλλά μυθιστορηματικά.
Αν τα γεγονότα μπορούν να παραποιηθούν, αν τα γεγονότα πέφτουν βορά στη σαγήνη μιας «τέλειας ιστορίας», ακόμη κι αν αυτό λαμβάνει χώρα στο πεδίο της επιστήμης, τότε, προφανώς, μπορούν να παραποιηθούν τα πάντα, σε κάθε πεδίο:
«Η ανεπάρκεια και η επακόλουθη ανασφάλεια πολλών πανεπιστημιακών τους οδηγούν συχνά στην απόρριψη των ιδεών των άλλων, με άλλοθι κάποια μεθοδολογική παράβασή. Κάθε κλάδος εμπεριέχει, υποτίθεται, πολλές απόψεις και πολλές μεθοδολογίες. Σε κάποιους κλάδους όμως δεν μπορεί κανείς να αναπτύξει ένα άλλο όχι γνωστό εκ των προτέρων μοντέλο, και όχι εκ των προτέρων αποδεκτό από τον κλάδο. Η πρόσδεση σε κάποιο ιδεολογικό άρμα είναι απαραίτητη, γιατί έτσι γίνεται πιο εύκολη η αναγνώριση και η κατάταξη από τους ιεραρχικά ανώτερους, τους εξεταστές και τους κριτές. [...] Αυτό δηλαδή που στην πραγματικότητα μετράει τότε στην επιστήμη δεν είναι το τι είναι σωστό και τι λάθος, αλλά το ποιος και με ποια κριτήρια αποφασίζει για το τι είναι σωστό και λάθος. Ούτως ή άλλως, κάθε επιστημονικό άρθρο είναι μια ανακατασκευή, μια αφήγηση, μια εξιστόρηση σαφής και ακριβής. Μια ιστορία συχνά υπερβολικά ωραία, υπερβολικά λογική, υπερβολικά συνεπής, αφού τα γεγονότα πάντα διευθετούνται έτσι ώστε να συνθέτουν ένα συνεκτικό πορτρέτο. Κάθε ερευνητής γίνεται και λίγο μάγειρας [...]. [...] Οι εκδότες των επιστημονικών περιοδικών, οι κριτές τους και οι αξιολογητές των αιτήσεων χρηματοδότησης αναζητούν απλές, σαφείς και πλήρεις επιστημονικές ανακαλύψεις τις περισσότερες φορές: τέλειες ιστορίες» (σσ. 232-233).
Ο συγγραφέας επιτυγχάνει να κατασκευάσει έναν πειστικό μύθο για τις δολοπλοκίες του χειραγωγού Καινού ακριβώς επειδή μπαίνει στον κόπο να επισημάνει, καταλεπτώς, τις αδυναμίες στις πρακτικές των πανεπιστημιακών. Ο ήρωάς του, μετά, έρχεται να θέσει εαυτόν στη διάθεσή τους: «Σε όλο αυτό το άγχος που δημιουργεί το συνεχές μαγείρεμα, οι διαμάχες, η ανεπάρκεια, η φιλοδοξία και η ματαιοδοξία, ανέδειξα ως μοναδική διέξοδο τον εαυτό μου» (σ.233).
Ο Κρητιώτης επιθυμεί περισσότερο να συναρμόσει τα «ερανίσματά» του σε αυτόν τον «κέντρωνα» που κατασκευάζει παρά να επινοήσει απλώς μια ακόμα άκαμπτη ιστορία. Επιθυμεί, καλύτερα, να χειραγωγήσει μέσω της «τέλειας ιστορίας» του, που σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία χειραγωγεί και τον ίδιο, όπως χειραγωγεί και τον ήρωά του, καθώς κατευθύνει αμφότερους. Δεν εξηγείται αλλιώς πώς καταφεύγει διαρκώς σε διευκολύνσεις για να επικαλεστεί την τάδε ή τη δείνα κατάσταση που θα προχωρήσει τον μύθο του παρακάτω. «Τον βοήθησε σε αυτό η καθαρίστρια του γραφείου της, που όντας συγγενής του δημοσιογράφου έψαξε τη βιβλιοθήκη του γραφείου της [...]» (σ. 342), ή «τον πληρώσαμε πολλά – καθένας έχει την τιμή αγοράς του, ιδίως αν η αδελφή του είναι σοβαρά άρρωστη και οι δαπάνες είναι θεόρατες» (σ. 360), όπως και αυτή η σύζυγος, που ο συγγραφέας την εμφανίζει να παίζει κομβικό ρόλο, αλλά την αναφέρει μόνο στις τελευταίες είκοσι σελίδες του βιβλίου.
Μικρή σημασία όμως έχουν αυτά τα ατοπήματα. Ο Κρητιώτης έχει φροντίσει να υποσκάψει και να δυναμιτίσει τις όποιες συντηρητικές θέσεις των αναγνωστών του:
«Γνώρισα ανθρώπους που διαβάζουν ατελείωτα βιβλία και βιβλία, το ένα μετά το άλλο, χωρίς όμως να μπορώ να τους χαρακτηρίσω “διαβασμένους”. Κατέχουν ένα σωρό γνώσεις, αλλά το μυαλό τους είναι ανίκανο να τις καταχωρίσει και να τις αξιοποιήσει. Τους λείπει η τέχνη να ξεχωρίζουν μέσα από ένα βιβλίο αυτό που αξίζει και ν’ απορρίπτουν τα κεφάλαια που δεν έχουν ενδιαφέρον ή τουλάχιστον να μην τα σέρνουν μαζί τους σαν άχρηστο βάρος. Το διάβασμα δεν είναι σκοπός αλλά μέσον στον καθένα να συμπληρώσει το πλαίσιο που έχουν σχεδιάσει γι’ αυτόν τα προσόντα και οι ικανότητές του» (σ. 38).
Αλλά και:
«Κατά βάθος το οποιοδήποτε έργο παράγεται, δεν συναρμολογείται. Κάθε φορά προσδιορίζει τους όρους, τις αναγκαίες και ικανές συνθήκες για να υπάρξει ως αυτόνομο και αυτοτελές αντικείμενο, πέρα από εκείνον που το επινόησε και το κατασκεύασε. Το έργο, οποιοδήποτε έργο, παράγεται σταδιακά. Παράγεται διαρκώς. Μέχρι να γίνει αυτόνομο. Γι’ αυτό και δεν είναι δυνατός ένας εκ των προτέρων σχεδιασμός. Όταν τελειώσει ένα έργο, τότε μόνο μπορεί να σχεδιαστεί» (σ. 44).
Ο ίδιος ο συγγραφέας, εξάλλου, έχει διαγράψει, ως Καινός/Κενός, σχεδόν το σύνολο του κειμένου με διαγώνιες διαγραμμίσεις που “ακυρώνουν” το μεγαλύτερο μέρος του. Μόνο εκατόν τρεις σελίδες έχουν διαφύγει της “διαγραφής” και αν αποπειραθεί κανείς να διαβάσει μόνο αυτές, και πάλι θα βγάλει νόημα.
Το μυθιστόρημα καθρεφτίζεται μέσα στον εαυτό του και καταβροχθίζει καθώς καταβροχθίζεται, ως άλλος ουροβόρος όφις, έτσι όπως προτάσσει τη χειραγώγηση προς πάσα κατεύθυνση και αποτυπώνει την κυρίαρχη κοινοτοπία που διακηρύσσει ο κοινωνιοπαθής και νάρκισσος Καινός:
«Ίσως απλά ισχύει και για μένα το λατινικό παλινδρομικό αίνιγμα που έχει ως λύση τις νυχτοπεταλούδες: “In girum imus nocte et consumimur igni”, “κάνουμε κύκλους τη νύχτα και μας καταβροχθίζει η φωτιά”» (σ. 54).
«Αρκετοί λογοτέχνες γράφουν για τον εαυτό τους. Σημαντικοί ωστόσο είναι εκείνοι οι λογοτέχνες που, γράφοντας για τον εαυτό τους, καταφέρνουν να γράψουν και για τους άλλους, δηλαδή να καθρεφτίσουν συλλογικά, πανανθρώπινα, τη δική τους εμπειρία. Αυτό, λοιπόν, δεν είναι καθόλου εύκολο. Πολλοί αποτυγχάνουν. Οι αιτίες ποικίλουν. Μία όμως από τις κυριότερες είναι η διαχείριση της κοινοτοπίας. Διότι αποδεικνύεται εξαιρετικά λεπτή η γραμμή που χωρίζει ένα κείμενο παντελώς αδιάφορο από κάποιο άλλο, βραδυφλεγώς σπαρακτικό. Είμαστε κοινότοποι, κι όποιος δεν παραδέχεται την κοινοτοπία του είναι ακόμα πιο κοινότοπος» (σσ. 172-173).
Το βιβλίο προσφέρει γνήσια, ανόθευτη απόλαυση για όλα τα γούστα και διανοητικά βαλάντια. Ένας γνήσιος χειραγωγός, κοινωνιοπαθής και νάρκισσος, έχει κάτι να ψιθυρίσει σε κάθε αυτί:
«Η γη κατοικείται μόνο από ηγεμόνες· [...] εν ενεργεία, [...] [και] εν δυνάμει, δηλαδή εν ψευδαισθήσει» (σ. 370).
— Σταύρος Κρητιώτης, Ο Χειραγωγός, Μελάνι: 2023, 428 σελίδες, ISBN: 9789605912468, τιμή: €18.00.