Η Τίνα είναι μια γυναίκα που πλησιάζει τα σαρανταπέντε. Είναι καθηγήτρια και έχει βαλθεί να ολοκληρώσει τις τελευταίες διορθώσεις στο βιβλίο που γράφει για τον κινηματογράφο των Βαλκανίων. Επείγεται όμως γιατί ο χρόνος τελειώνει· έχει αποφασίσει να αυτοκτονήσει. Από τη στιγμή που το συνειδητοποιούμε αυτό, στις πρώτες σελίδες του βιβλίου, αρχίζουμε και μια κατάδυση στα ενδότερα του ψυχισμού της Τίνας για να μπορέσουμε να καταλάβουμε τους λόγους που την έχουν οδηγήσει σε αυτή της την απόφαση.
Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα δεν αποπειράται να θίξει απλώς κομβικά σημεία της προβληματικής των καιρών. «Η ζωή της υπήρξε το ανάποδο της ανακάλυψης ότι το προσωπικό είναι πολιτικό. Στην περίπτωσή της καθετί πολιτικό κατέληγε προσωπικό, δηλαδή στην Τίνα να τα πίνει στην κουζίνα […]» (σ. 160). Η Δημητρακάκη θα στήσει όλο το μυθιστόρημα σε αυτή την εισβολή του πολιτικού στο προσωπικό. Και για να το κάνει αυτό επινοεί το ιδανικό θύμα: μια ηρωίδα που διαθέτει τη θεωρητική σκευή να εκθέσει και να αναπτύξει τον προβληματισμό της.
Η Δημητρακάκη επιτυγχάνει να φέρει τον αναγνώστη στο άβολο σημείο να αναρωτηθεί πολλές φορές, μαζί με τους υπόλοιπους ήρωες του βιβλίου, αν η Τίνα είναι μια περίπτωση υπεροπτικού νάρκισσου που αρνείται να προσαρμοστεί στη φαινομενικά όχι και τόσο δυσάρεστη ζωή της, ή αν βιώνει ένα ιδιαίτερα μοχθηρό ψυχωσικό επεισόδιο. Συμβαίνει όμως κάτι εντελώς διαφορετικό: «[...] εγκλωβισμένη στη λάθος όψη της οθόνης, της μεμβράνης, του φίλτρου, ή όπως αλλιώς λέγεται αυτό πίσω από το οποίο η Τίνα παρακολουθεί τις άλλες πια μορφές ζωής να αλληλεπιδρούν» (σ. 73). Από αυτή τη θέση έχει αρχίσει να βλέπει κάτι που διαφεύγει σε όλους τους υπόλοιπους. Είναι ακριβώς η φαινομενικά όχι και τόσο δυσάρεστη ζωή της που την κάνει να συνειδητοποιεί τι έχει συντελεστεί. Πίσω από το «φαινομενικά» διαπιστώνει ότι οι «άλλες μορφές ζωής» όπως χαρακτηριστικά αποκαλεί τον εκάστοτε περίγυρό της βρίσκονται σε μια κατάσταση αποχαύνωσης και αδυναμίας να διακρίνουν το προφανές: ότι έχει χαθεί κάθε δυνατότητα –ούτε λέξη για πιθανότητα– να συμβεί κάτι που θα είναι πέρα από το προσχεδιασμένο, το προφανές, που συντελείται ερήμην μας από τον οικονομικό και πολιτικό συσχετισμό δυνάμεων που έχουν πλέον εισβάλλει ακόμα και στο πιο μύχιο και προσωπικό κομμάτι μας και το έχουν αλώσει. Ακόμα και το όνομά της, αυτό το TINA, καθίσταται ακρωνύμιο και παραλληλίζεται με το θατσερικό «There Is No Alternative» που είχε υιοθετήσει ως μάντρα η συντηρητική πρωθυπουργός για να υπογραμμίσει την ύπαρξη μιας και μόνο οδού: των ελεύθερων αγορών. Η λογική αυτή τα τελευταία χρόνια έχει φτάσει σε τέτοιο βαθμό αποδοχής που το σύνθημα το αποδέχονται σιωπηρά ακόμη και οι πιο ευλαβικά συνεπείς αριστεροί.
«Η ιστορία μιας ευθυγράμμισης» είναι ο υπότιτλος του βιβλίου. Αλλά τι ακριβώς είναι αυτή η «ευθυγράμμιση»; Ίσως γίνεται ευκολότερα κατανοητό αν τη συγκρίνει κάποιος με μια άλλη έννοια: την εντροπία. Μια έννοια που μετράει τον βαθμό αταξίας ενός συστήματος. Η ευθυγράμμιση είναι λοιπόν μια ανεστραμμένη εντροπία. Μια εντροπία που κινείται ανάποδα στον χρόνο: από την αταξία προς την απόλυτη τάξη. Μια πορεία προς ένα καταληκτικό σημείο όπου κάθε δυνατότητα παρεκτροπής –κάθε δυνατότητα επανάστασης– από την προκαθορισμένη πορεία έχει αποκλειστεί. «Η ιστορία μιας ευθυγράμμισης» είναι η ιστορία της πορείας προς τον τερματικό σταθμό μιας απόλυτης στοίχισης που στέκει στον αντίποδα του χάους που οδηγεί η εντροπία. Γιατί σε αντίθεση με τον φυσικό αυτό νόμο η λογική των αγορών και του καπιταλισμού υπαγορεύει την επικράτηση ολοένα και αυστηρότερων ελεγχόμενων ζωνών παραμόρφωσης: ευταξία και νοικοκυροσύνη σε κάθε κίνηση και επιθυμία· κάτι που οδηγεί στον αφανισμό. Η Τίνα, αυτό το βιώνει ως το τέλος κάθε έννοιας ζωής· ζωής που να αξίζει κανείς να τη ζει.
Σε ένα σημείο η Τίνα επισκέπτεται το νεκροταφείο στο οποίο είναι θαμμένη η παιδική της φίλη, η Κρήνη. Η Κρήνη, που δεν είναι «Κρήνη» αλλά ένα νεαρό αγόρι που έχει βρει τραγικό θάνατο στα δεκαπέντε του συνιστά το καταστατικό γεγονός αυτής της ευθυγράμμισης. Η Κρήνη θάφτηκε πλήρως ευθυγραμμισμένη με αυτό που πίστευε ο περίγυρός της ότι είναι και όχι, ως Κρήνη, όπως αυτοπροσδιοριζόταν. Αυτό εγγράφεται ως τραυματικό συμβάν για την Τίνα. Η συγγραφέας εισάγει την επίσκεψη στο νεκροταφείο που είναι θαμμένη η φίλη τής ηρωίδας, της οποίας μάλιστα αδυνατεί να εντοπίσει τον τάφο γιατί δεν θυμάται καν το άλλο όνομά της, και έτσι, υποδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο η Κρήνη έχει περάσει στην ανυπαρξία ως κάτι που δεν ήταν, ως κάποια που ευθυγραμμίστηκε με τα δεδομένα τού βιολογικού φύλου του.
Η Δημητρακάκη επινοεί μια ηρωίδα που παρά το εξαιρετικό των περιστάσεων που βιώνει, τη σχεδόν ψυχωσική υφή της πραγματικότητάς της, πατάει γερά στα πόδια της. Η Τίνα χτίζεται με μαεστρία. Προικίζεται με παρελθόν, παρόν, αλλά, και αυτό είναι το πιο ενδιαφέρον, συνειδητοποιεί ότι αυτά δεν αρκούν για να έχει και μέλλον. Το αδιέξοδό της φαντάζει με ένα είδος απαγορευμένης γνώσης το οποίο έχει κατακτήσει ως απότοκο της προσπάθειάς της για όλα αυτά που έχει πετύχει. Η συγγραφέας δείχνει ότι τη συμπονά και συμπάσχει μαζί της και έτσι της χαρίζει το μόνο εύλογο εργαλείο που ταιριάζει στην περίπτωσή της: χιούμορ με γερές δόσεις αυτοσαρκασμού. Αλλά η συγγραφέας συνειδητοποιεί και την άκρατη αμετροέπεια της ηρωίδας της. Αμετροέπεια που όμως, ευτυχώς, δικαιολογείται βιωματικά από την ψυχολογική κατάσταση κάποιας που βρίσκεται στα πρόθυρα της αυτοκτονίας. Έτσι, οι θεωρητικές παρεμβάσεις της, οι εμμονές της, για παράδειγμα, με τη σημασία του κινηματογράφου και του ρόλου που έχει παίξει στη ζωή μας έρχονται αβίαστα ως οργανικό κομμάτι του ψυχισμού μιας πανεπιστημιακού και όχι ως εμβόλιμο στοιχείο κάποιας ανάγκης της συγγραφέως να επιδοθεί σε στείρο διδακτισμό και θεωρητικολογία. Εξάλλου, η Τίνα, είναι θεωρητικός του κινηματογράφου αλλά θεωρεί ότι η ύπαρξή του έχει υπάρξει αποτρεπτική για μια αληθινή τομή με το σήμερα. Η εποπτεία της δηλαδή για ένα χώρο έχει κατά κάποιο τρόπο συντελέσει στη συνειδητοποίηση του αδιεξόδου που βιώνει – με την έννοια της απαγορευμένης γνώσης πάλι. Αλλά αυτό ακουμπάει σε μια κατεξοχήν λογοτεχνική αρετή: μόνο διαμέσου της μυθοπλασίας δύναται να αποτυπώνεται μια πλήρως διχασμένη, αντιφατική, αλλά και συνεπής στάση της ηρωίδας απέναντι στον εαυτό της. Η Δημητρακάκη, έτσι, μπορεί να μέμφεται και η ίδια τον εαυτό της –είναι εξάλλου θεωρητικός της τέχνης– αλλά δραματοποιεί το όποιο τραύμα της με περισυλλογή και σύνεση, και το προσφέρει στο μυθοπλαστικό περιτύλιγμά του ως στοχασμό για μια βιώσιμη εναλλακτική. Η Τίνα, τελικά, –μια που πιάστηκα με θεολογικές αναφορές– θα μπορούσε να είναι ένας θηλυκός Ιησούς που ως γνήσιος επαναστάτης έρχεται να άρει όχι τις όποιες αμαρτίες μας αλλά την ευθυγράμμιση που τις εμποδίζει.
— Άντζελα Δημητρακάκη, Τίνα - Η ιστορία μιας ευθυγράμμισης, Εστία : 2019, 188 σελίδες, ISBN : 9789600517408, τιμή : €14.00.