«Εγώ ξάπλωσα κάτω μια στιγμή για να προβάρω λιγάκι τον τάφο [του] Εθνικού Ποιητή. Ανακάλυψα πως μου πέφτει λιγάκι μεγάλος» (σ. 142).
To me, making a tape is like writing a letter — there’s a lot of erasing and rethinking and starting again. A good compilation tape, like breaking up, is hard to do. You’ve got to kick off with a corker, to hold the attention (I started with “Got to Get You Off My Mind”, but then realized that she might not get any further than track one, side one if I delivered what she wanted straightaway, so I buried it in the middle of side two), and then you’ve got to up it a notch, or cool it a notch, and you can’t have white music and black music together, unless the white music sounds like black music, and you can’t have two tracks by the same artist side by side, unless you’ve done the whole thing in pairs and…oh, there are loads of rules. (Nick Hornby, High Fidelity, 1995, σ. 88).
Ο Χόρνμπι, στο διάσημο λόγω της κινηματογραφικής του μεταφοράς (Στίβεν Φρίαρς, 2000) μυθιστόρημα High Fidelity, στοχάζεται κάποια στιγμή πάνω στην τέχνη της δημιουργίας μιας κασέτας που απαριθμεί κομμάτια πολλών καλλιτεχνών. Υποθέτω το σημερινό ισοδύναμο είναι μια playlist σε κάποια εφαρμογή, έτσι ώστε «να καταφέρεις να πεις κάτι δικό σου κάνοντας χρήση στίχων άλλων» – (μεταφέρω το συγκεκριμένο σημείο, από μνήμης, από το σενάριο της ταινίας). Το βιβλίο του πρωτοεμφανιζόμενου Δ.Η. Στράνη (Αθήνα; 1984;) κάνει παρόμοια χρήση, όχι μόνο μουσικών κομματιών αλλά και πλειάδας διαφορετικών μέσων, κυρίως όμως φιλοσοφικών αποφθεγμάτων, ή πιο σωστά αποσπασμάτων από επιχειρήματα γνωστών φιλοσόφων, με σκοπό να πει κάτι δικό του.
Σε αντίθεση με άλλες αυτομυθοπλασίες που προτάσσουν άκρατη σοβαρότητα, αλλά που τις χαρακτηρίζει τελικά η σοβαροφάνεια, το συγκεκριμένο πόνημα αποκρύπτει τη σοβαρότητά του πίσω από το χαρακτηριστικά σκωπτικό ύφος του. Εικάζω ότι ο συγγραφέας, που κάνει χρήση του συγκεκριμένου ψευδώνυμου, αντλώντας έμπνευση από τον «Παλλόμενο Αστέρα», την κόρη του, που εμφανίζεται στο έργο ως ένα ιδιότυπα πανούργο βρέφος, καταφέρνει να συγκεράσει τη φιλοσοφική βάσανο με την αναγκαία για την ανατροφή παιδιών ελαφρότητα.
Στο κατατοπιστικό επίμετρο του Γιώργου Πινακούλα, που συνοδεύει την προσεγμένη έκδοση, μπορεί κάποιος να πληροφορηθεί τα σχετικά με τη χρήση του ψευδωνύμου και πώς αυτό συνδέεται (και δεν συνδέεται) με τον Διονύσιο Σολωμό. Η ουσία είναι ότι ο Στράνης είναι ένας ψευδό-Διονύσιος Σολωμός που με την πρέπουσα ιλαροτραγικότητα στοχεύει σε κάποιο είδος συγγραφικής αθανασίας. Ο Πινακούλας αναφέρεται εκτενώς και στην ειδολογία του έργου. Το ονομάζει μάλιστα «υβριδικό», «μεταμοντέρνο μυθιστόρημα» για να περιγράψει ένα σύνολο που ενέχει διηγήματα, νουβέλα, θεατρικά, «τρία κωμικά δοκίμια», αλλά και εικαστικές παρεμβάσεις με «ζωγραφικούς πίνακες γνωστών καλλιτεχνών, φωτογραφίες και σχέδια [του συγγραφέα] [...], μικρογραφίες από χειρόγραφα, εικόνες από παλιά βιβλία, διακοσμητικά, προσωπογραφίες, αναθηματικές πλάκες, screenshots και άλλα» (σ. 333).
Διάβασα το έργο με μεγάλο ενδιαφέρον. Είναι εντυπωσιακό πόσα στοιχεία ενορχηστρώνει ο συγγραφέας για να φέρει εις πέρας το όραμά του, αν και ομολογουμένως δεν είμαι και τόσο σίγουρος ότι τον κατάλαβα πλήρως. Δηλαδή, μπορούσα να κατανοήσω και να απολαύσω τις νοηματικές συνδέσεις και τους ακροβατισμούς που διανθίζουν το σύνολο του έργου –γιατί προσπάθησα να διαβάσω το βιβλίο σαν ένα έργο, παρά το παστίς που το χαρακτηρίζει– αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι διέκρινα το όραμα. Ίσως όμως υπερβάλλω λίγο. Ο Στράνης εξάλλου έχει την ικανότητα να σε παρασύρει σε ατραπούς που εκ πρώτης όψης φαντάζουν υπερβολικές, και εκεί που λες «πάει το ‘καψε με το σλαπστικ», καταφέρνει ένα καίριο χτύπημα και διασώζει το εκάστοτε οικοδόμημα.
Θα επικεντρωθώ σε λίγα σημεία καθώς το τερέν είναι μεγάλο και δύσκολα εντάξιμο (sic) σε καλούπια. Η μανιέρα της σκωπτικότητας που συγκαλύπτει τη σοβαρότητα, που ήδη ανέφερα, εντοπίζεται και στο τέλος της «κωμικής νουβέλας»: «Περιπέτειες στο νησί του Σολ.» όπου ο Στράνης διατυπώνει, πίσω από ένα προπέτασμα ευφάνταστων κατασκευών, μια ουδόλως κωμική παρατήρηση: «Κάθε φορά που συνέβαινε ανά τον κόσμο η ατυχέστατη συμμαχία του Τύπου με την Επιστήμη, το βέβαιο αποτέλεσμα ήτανε η άμεση στοίχιση των πολιτών στη Γραμμή της Καχύποπτης Απείθειας» (σ. 181). Ομολογώ ότι στο πρώτο πέρασμα αυτού του συμπεράσματος ξεγελάστηκα και δεν έδωσα την πρέπουσα σημασία. Τι συμπέρασμα όμως μπορεί, με τη σειρά του, να βγάλει ο αναγνώστης από αυτή την παρατήρηση που στο κείμενο παρουσιάζεται μάλιστα ως «βεβαιότητα [...] ακλόνητη»; Ότι η επιστήμη οφείλει τελικά, παραδόξως, να μην αποζητά και τόσο τη δημοσιότητα που θα μπορούσε να οδηγήσει τους καρπούς της προόδου της προς την υπερπροβολή από τον τύπο, γιατί τότε οι καρποί αυτοί θα συναντούσαν αντίσταση λόγω της προαναφερθείσας «Γραμμής της Καχύποπτης Απείθειας»; Είναι, με άλλα λόγια, σαν να μας λέει ο Στράνης ότι η φύση της επιστήμης είναι τέτοια που οφείλει να εργάζεται σιωπηλά, ή τουλάχιστον πέρα από τα αυτιά και τα μάτια, και τη πνεύμα τού (σύγχρονου;) τύπου, γιατί οι «πολίτες» δεν αρέσκονται πάντα να μαθαίνουν ότι διασώζονται από τα φώτα του ορθολογισμού; Είναι αυτό κάποιο ιδιότυπο κατάλοιπο προνεωτερικότητας; Είναι κάποια νεόκοπη πάθηση που καθιστά τον καθένα από εμάς αυθεντία που «ξέρει καλύτερα»; Διατυπώνω αυτή τη συστάδα ερωτημάτων για να δείξω ότι ο συγγραφέας αφήνει χώρο για σκέψη πίσω από την επιφάνεια του κειμένου. Ο Στράνης μιλάει για «ατυχέστατη συμμαχία του Τύπου με την Επιστήμη» και προσπαθεί να σκιαγραφήσει (σε συνδυασμό με αυτά που έχει διαβάσει ο αναγνώστης στις σ. 42-44) μια θέση για να δείξει ότι κάτι έχει ποδηγετήσει την ελεύθερη σκέψη και τον ορθολογισμό με τον πιο ύπουλο τρόπο. Αν κάτι με κέρδισε στον Στράνη είναι η βαθιά κεντρώα γραμμή που διαπνέει το κείμενο –που συνοψίζεται στη θέση των «Θερμόκαρδων Ψυχροκέφαλων»: «το καλό -στην πρόθεση- για να γίνει καλό -στην πράξη- προϋποθέτει την αντίστιξη μιας θερμής, θερμότατης καρδιάς μ’ ένα ψυχρό κεφάλι» (σ. 189)– καθώς προσπαθεί να σταθεί μακριά, τόσο από τη Σκύλλα της αριστερής πολιτικής ορθότητας –τους «Θερμόκαρδους Θερμοκέφαλους» όσο και από τη Χάρυβδη της λαϊκό-συντηρητικής δεξιάς –τους «Ψυχρόκαρδους Θερμοκέφαλους». Το βιβλίο του Στράνη, παρά το φαινομενικό συνονθύλευμα ετερόκλητων στοιχείων πασχίζει να σκιαγραφήσει μια θέση που αντιστέκεται στα έκτροπα που παρακολουθεί κάποιος που προσπαθεί να σταθεί στον ανύπαρκτο πλέον κεντρώο χώρο (την υποτιμητικά αποκαλούμενη νήσο του «ισαποστακισμού», το «ακραίο κέντρο»). Τα θεατρικά και οι αφηγήσεις του συγγραφέα, πίσω από την επιφανειακή, κωμική/σλάπστικ, ελαφρότητα χτίζουν μεθοδικά προς αυτή τη θέση. Εικάζω ότι τρανό παράδειγμα που πιθανώς να μαγνήτισε και να τροφοδότησε τη φαντασία του Στράνη προς στο συγκεκριμένο σημείο υπήρξε η περίπτωση της πανδημίας και η συνακόλουθη στάση των «πολιτών» απέναντι στα εμβόλια. Δεν θα σας κουράσω, και δεν θα κουράσω κι εμένα, με πολλές λεπτομέρειες.
Ο Στράνης δεν διακρίνεται τόσο για τη λογοτεχνικότητά του –το κείμενο σε αρκετά σημεία χάνει τον βηματισμό του– όσο για την αντιληπτικότητα που τον κάνει να συναρμόζει ετερόκλητα στοιχεία σε ένα οργανικό σύνολο που βρίσκει τον στόχο του προς μια υποδόρια θέση. Για να το πω με όρους του ίδιου του συγγραφέα: το βιβλίο δεν μπορεί να έχει απήχηση παρά σε «Θερμόκαρδους Ψυχροκέφαλους», και αυτό είναι κάτι που το εκτιμώ βαθύτατα γιατί υποδηλώνει ότι ο συγγραφέας, που κατασκευάζει μια αυθεντική περσόνα –στο τελευταίο κεφάλαιο παρουσιάζεται και η μέθοδος μέσω της οποίας προσδιορίζεται και ποια ακριβώς είναι αυτή η περσόνα, με αυτό το «Τι κι αν πιστεύει ή όχι κάποιος στον Θεό; Πιστεύουμε πάντα στο Καλό – πάντα στους Ήρωες!» (σ. 330)– αδιαφορεί για τη μεγιστοποίηση του αναγνωστικού κοινού του· απαξιοί να χαϊδέψει αυτιά με απώτερο σκοπό τον συνήθη αυνανισμό του θυμικού μέσω ενός πορνό κενολογιών.
Θα διατυπώσω μια ανησυχία. Πέρα από την αυταξία της σκέψης που, αν μη τι άλλο, εμένα με διασκέδασε με τους εύστοχους νοηματικούς ακροβατισμούς, δεν είμαι σίγουρος ότι διακρίνω πώς συνδέεται το πόνημα, έστω και με δεσμά ιδιαζόντως λεπτεπίλεπτα, με το έργο του Σολωμού. Είναι δηλαδή το γενικότερο πνεύμα της ροπής του Εθνικού Ποιητή προς την ελευθερία πάνω από τη φύση, ή της εμμονής του στο πανανθρώπινο –αν και ομολογουμένως διακρίνονται και οι καντιανές σκέψεις του Σολωμού, όπου η ελευθερία συνίσταται στον ηθικό νόμο που προσφέρει στον άνθρωπο λύτρωση από τη δυναστεία των αισθήσεων (της εμπειρίας) και των παρορμήσεων. (βλ. σ. 286). Ο Σολωμός βέβαια έχει και μια εμμονή με την αποσπασματικότητα που μπορεί και να κατοπτρίζεται στις ψηφίδες που απαρτίζουν το έργο του Στράνη. Όπως είναι βέβαια και βαθιά θρησκευόμενος –τείνει, για παράδειγμα, να διαβάζει χριστιανικά τον Πλάτωνα και όχι πλατωνικά τον Χριστιανισμό– και είναι οπαδός, ή πιο ορθά, συνδιαμορφωτής του ρομαντισμού, για αυτό και αναρωτιέμαι πού το πάει ο Στράνης κάτω από την επιφάνεια του έργου που όπως ανέφερα διαθέτει συγκεκριμένο ύφος και ήθος. Σίγουρα πάντως ο χαρακτήρας με το όνομα «Μίμος Θανάτου» συνιστά σολωμικό ίδιον. Δεν ξέρω, μπορεί να θέλω να διαβάσω πολλά στο έργο του Στράνη, περισσότερα από όσα ίσως σηκώνει, αν και αυτό θα τον παρακαλούσα να το προσμετρήσει στα θετικά.
Επιπροσθέτως, ενάντια στη θέση του Γ. Πινακούλα, από το επίμετρο, το βιβλίο κάθε άλλο παρά είναι «[...] ένα γευστικό φαγητό που ικανοποιεί όλα τα γούστα και απευθύνεται σε κάθε είδος αναγνώστη». Και αυτή μου η αντίρρηση δεν έχει να κάνει μόνο με την πολιτική θέση που διαπνέει το κείμενο, αλλά και με το είδος του χιούμορ που επιδεικνύει ο Στράνης, που έχω την αίσθηση ότι είναι αρκούντως απαιτητικό. Ποιο ακριβώς είναι αυτό το χιούμορ; Ο αναγνώστης τείνει να γελάει και να ευφραίνεται περισσότερο όταν το χιούμορ του συγγραφέα τον κάνει να αισθάνεται έξυπνος. Και αυτό συμβαίνει γιατί το καλό χιούμορ –που ποτέ δεν αναλώνεται σε φτηνά λογοπαίγνια– πρέπει να γεννάει αυταρέσκεια σε αυτόν που το διαβάζει. Ο αναγνώστης δηλαδή κερδίζεται και γελάει και ευφραίνεται όχι γιατί διάβασε κάτι έξυπνο, αλλά γιατί πείθεται ότι εκείνος είναι αρκετά έξυπνος για να καταλάβει το πνεύμα του συγγραφέα. Η διαφορά είναι τεράστια και ο Στράνης το δουλεύει αυτό πολύ καλά σε πολλά σημεία – βλ. Disputatio, Παλαιός Έλληνας (σ. 205, cancel Σολωμού), αλλά και τα «κωμικά δοκίμια» που ενσωματώνουν περίτεχνα το σκωπτικό στην έννοια του επιχειρήματος. Πεποίθησή μου είναι ότι το βιβλίο του Στράνη χαρακτηρίζεται από αυτό το είδος χιούμορ που διαχέεται σε όλη του την έκταση και ενισχύεται και από καλοδουλεμένη ειρωνεία. Το ευτύχημα, εδώ, είναι ότι αυτό το είδος χιούμορ γεννάει μια ενάρετη αυταρέσκεια και στον ίδιο τον δημιουργό του. Το καλό χιούμορ, βλέπετε, τείνει, ακόμη και για τον δημιουργό του να συνιστά κάτι πρωτόγνωρο, ένα είδος σκαλωσιάς, που καθώς το παράγει, τον στηρίζει και τον εμψυχώνει καθότι το αντικρύζει κι εκείνος με βλέμμα τρίτου. Το δυστύχημα βέβαια, και η ανησυχία μου, εντοπίζονται σε έναν υφέρποντα ελιτισμό που προσδίδει το συγκεκριμένο είδος χιούμορ στο έργο, που ενδέχεται να πετάει εκτός κειμένου τον αναγνώστη που δεν δύναται να κάνει πάντα τον νοηματικό ζογκλέρ σε όλα όσα του πετάει ο συγγραφέας –αποσπάσματα φιλοσόφων και συγγραφέων (κάποια αμετάφραστα), εικαστικές παρεμβάσεις, θεατρικά δρώμενα– με αποτέλεσμα να προσπαθεί να κρατηθεί στο πιο βασικό, σλάπστικ, επίπεδο του κειμένου, που όπως ανέφερα δεν καταφέρνει να σταθεί από μόνο του. Οι Ιστορίες του πλοκάμου, πολύ φοβάμαι, δεν επιδέχονται διαβαθμίσεις στην πρόσληψή τους: είτε σου αρέσουν γιατί νιώθεις σύμπνοια με τον συγγραφέα, είτε σε πετάνε εκτός.
Αν λοιπόν δεχτεί κάποιος ότι ισχύει για το χιούμορ του συγκεκριμένου βιβλίου αυτό που διατείνομαι ότι ισχύει, τότε θα πρέπει να αναρωτηθούμε αν ο Στράνης γενικεύει τον απαιτητικό αυτό μηχανισμό και προς βαθύτερες ατραπούς σκέψης, και δη σολωμικής, που μπορεί να διατρέχουν το κείμενό του. Αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο – πράγμα ταυτοχρόνως καλό και κακό. Καλό, γιατί ο Στράνης είναι πολύ επεξηγηματικός και βοηθάει τον αναγνώστη σε ουκ ολίγα σημεία με το να του φρεσκάρει τη μνήμη και να τον καθοδηγεί, παραθέτοντας ξανά κρίσιμα αποσπάσματα του κειμένου για δευτερεύοντες χαρακτήρες που έχουν εμφανιστεί νωρίτερα στο βιβλίο, άρα πιθανώς ο συγγραφέας τα ενορχηστρώνει όλα καλά και το πρόβλημα εντοπίζεται σε μένα που δεν τον κατανοώ πάντα, ή του ζητάω πολλά. Κακό, γιατί νιώθω ότι θα ολοκλήρωνε το πόνημα μια βαθύτερη σύνδεση με το σολωμικό έργο· σύνδεση που θα ήταν όμως πιο διακριτή.
Για να κλείσω θα σας γυρίσω πάλι στην αρχή – σε αυτό το απόσπασμα του Χόρνμπι με τις οδηγίες σύνθεσης της κασέτας. Ο οξυδερκής αναγνώστης θα επιθυμούσε εδώ, ιδανικά, για την ολοκλήρωση της νοηματικής πιρουέτας, κι εγώ, με τη σειρά μου, να κάνω χρήση αλλότριων λόγων για να πω κάτι άλλο και να αξιολογήσω το Ιστορίες του πλοκάμου και τρία κωμικά δοκίμια.
Παραθέτω λοιπόν τα λόγια του Γκαίτε που παραθέτει ο Στράνης (σ. 304): «Ό,τι δεν είναι γνήσιο δεν έχει καμιάν αξία, κι ό,τι είναι γνήσιο κουβαλάει πάντα επάνω του τις αδυναμίες της ατομικότητας». (Γκαίτε, Επιλογή από τα Maximen und Reflexionen, μτφρ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος, Κλάους Μπέτσεν, Στιγμή, Αθήνα 2008).
Θα ήθελα να πω ότι τα καλά κομμάτια του βιβλίου δεν είναι πρωτότυπα, και τα πρωτότυπα δεν είναι καλά, αλλά θα αδικούσα κατάφωρα τον συγγραφέα με μια τέτοια δήλωση. Το έργο ενέχει αναμφίβολα κάτι γνήσιο, που έρχεται μέσα από κοπιώδη ρύθμιση πολλών κινούμενων μερών. Έτσι, για να ακολουθήσω τη ρήση του Γκαίτε, το πόνημα κουβαλάει και τις αδυναμίες της ατομικότητας. Κάποιες φορές δυσκολεύτηκα να βρω κάτι πέρα από την ελαφρότητα του κειμένου –μια διόλου αμελητέα αρετή– αλλά, τελικά, εκτίμησα την ακεραιότητα του Στράνη που δεν συμβιβάστηκε και συνέθεσε κάτι φρέσκο. Αναμένω με ενδιαφέρον τη συνέχεια.
— Δ.Η. Στράνης, Ιστορίες του πλοκάμου και τρία κωμικά δοκίμια, Αμολγός: 2021, 344 σελίδες, ISBN: 9786188560727, τιμή: €23.32.