Skip to main content
Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2024
Τι εστί συγγραφέας

Τι ωραίο βιβλίο θα μπορούσε να είναι αυτό αν ο συγγραφέας δεν είχε αφεθεί στους αυτοματισμούς της γραφής του! Και πάλι όμως, ίσως κάτι να μπορεί να διασωθεί γιατί το σύντομο αυτό μυθιστόρημα κρύβει στην καρδιά του μια ιδέα που εμένα τουλάχιστον με σκανδάλισε. 

«Τα απόνερα της Σοφίας» είναι η πρωτοπρόσωπη αφήγηση που συγγράφει ο ήρωας του Μακριδάκη, Ζαχαρίας Μελιτάκης, για έναν πολύ συγκεκριμένο λόγο που δεν θα αποκαλύψω. Ο Ζαχαρίας Μελιτάκης, έτσι όπως φαίνεται σε μια πρώτη ανάγνωση, πέφτει θύμα της ματαιοδοξίας του πατέρα του, του πλοιάρχου, που μια μέρα θέτει σε οικογενειακό συμβούλιο προς ψηφοφορία την πρόταση ο γιος του, ο Ζαχαρίας, να γίνει συγγραφέας. Ο πλοίαρχος, μας το ξεκαθαρίζει αυτό ο Μελιτάκης, «Είχε εμπειρία αναγνωστική [...] μεγάλη» (17) και η επιχειρηματολογία του αναφορικά με την πεποίθησή του ότι ο γιος έπρεπε να ακολουθήσει την καριέρα του συγγραφέα κρίνεται αρκούντως ικανοποιητική. Ας μην λησμονούμε όμως ότι ο πλοίαρχος εκείνη ακριβώς τη στιγμή αποφασίζει για το μέλλον του έφηβου γιου του με τρόπο που ελάχιστοι άνθρωποι θα έβρισκαν δόκιμο. Για να το πούμε έξω απ’ τα δόντια: ο πατέρας του Μελιτάκη διαπράττει ένα μεγάλο λάθος· εμφανίζεται χειριστικός, άκαρδος, και εγωκεντρικός. Αλλά, στο σημείο αυτό εντοπίζεται και ο σπόρος της ιδέας που θα μπορούσε να διασώσει το μυθιστόρημα του Μακριδάκη από τη μετριότητα. Θα μπορούσε, λέω, γιατί ο αληθινός πρωταγωνιστής εδώ, ενάντια ίσως και στις προθέσεις του ίδιου του συγγραφέα, πιστεύω ότι είναι ο αφανής πλοίαρχος που κινείται παρασκηνιακά. Όταν ένας συγγραφέας τοποθετεί στο έργο του έναν συγγραφέα αυτό που εγώ περιμένω είναι η επινόηση να λειτουργήσει υπερωρίες. Δεν πρέπει να υπάρχουν στεγανά αφ’ ης στιγμής ο συγγραφέας αποφασίσει να εισαγάγει στο έργο του έναν συγγραφέα, για τον απλό λόγο ότι συγγραφείς που γράφουν για συγγραφείς τείνουν να αναλώνονται σε κοινοτοπίες. Η πρότασή μου λοιπόν είναι η εξής: ο Ζαχαρίας Μελιτάκης πρέπει να διαβαστεί ως απόλυτο κατασκεύασμα του πατέρα του. Μόνον έτσι διασώζεται κάπως το συγκεκριμένο μυθιστόρημα. Ο Ζαχαρίας Μελιτάκης, υποστηρίζω, δεν είναι άνθρωπος αλλά λογοτεχνικός ήρωας. Προσέξτε όμως γιατί μπορεί να μην έχει γίνει ακόμη κατανοητό: δεν είναι λογοτεχνικός ήρωας του Γιάννη Μακριδάκη που συγγράφει το βιβλίο· είναι λογοτεχνικός ήρωας του πατέρα του που τον δημιουργεί από το μηδέν με σκοπό να τον πλάσει ως συγγραφέα και μέσω εκείνου να ικανοποιήσει τη συγγραφική ματαιοδοξία του· το δικό του συγγραφικό ταλέντο. Και λέω «από το μηδέν» γιατί ο ήρωας, κάποια στιγμή, καθώς αναλογίζεται τα πεπραγμένα σχολιάζει τη μεγάλη ηλικιακή διαφορά που έχει από τα αδέλφια του και λέει: «[...] διότι αν η σπορά μου ήταν συνειδητή, τότε πλέον υφίσταται πολύ μεγάλη η πιθανότητα να ήταν και προμελετημένη· όλο αυτό δηλαδή το καταχθόνιο σχέδιό του να το είχε συλλάβει ο πατέρας πριν καν συλληφθώ εγώ, και γι’ αυτό τον λόγο να με έσπειρε. Για να με χρησιμοποιήσει» (σ. 31). 

Ο Ζαχαρίας Μελιτάκης, όπως ίσως θα είναι διακριτό από το όνομά του που στάζει γλύκα, είναι ένα παιδί άβουλο που άγεται και φέρεται από τον πλοίαρχο (και δεινό βιβλιόφιλο και εν κρυπτώ συγγραφέα) πατέρα του. Κάποιος, διαβάζοντας το μυθιστόρημα, θα μπορούσε να επιλέξει να κατηγορήσει τον πατέρα του για τα δεινά στα οποία τον υποβάλλει –όπως εξάλλου θαρρώ πράττει ο συγγραφέας–, άλλος πάλι, όπως εγώ, αδυνατεί να μην διακρίνει ότι το “παιδί”, αν κάποιος λογίζεται παιδί στα 23 του χρόνια, δείχνει να μην διαθέτει ηθικό έρμα. Και ερωτώ: ο Ζαχαρίας λυγίζει και δέχεται την πρόταση του πατέρα του να συμμετέχει στην εκδοτική απάτη που του προτείνει –να εκδοθεί μια συλλογή διηγημάτων που έχει γράψει εκείνος (ο πατέρας) με το όνομα του γιου– επειδή όπως μας λέει, αν είχε ένα κορίτσι δίπλα του «[...] με τα ίδια ενδιαφέροντα και την αγάπη για τη φύση, θα είχα ό,τι ακριβώς χρειαζόμουν για να ζω ικανοποιημένος και ευτυχής, και ίσως, αν ήταν έτσι τα πράγματα να μην συναινούσα στην παράνοια του πατέρα» (σ. 96); Προσέξτε την αφέλεια –την εδεμική αθωότητα– που τον κατατρύχει! Ο Ζαχαρίας Μελιτάκης, επαναλαμβάνω, μπορεί να είναι ένα γλυκό “παιδί”, αλλά είναι ένα “παιδί” περιορισμένων δυνατοτήτων που ο Μακριδάκης σκοπίμως τον έχει πλάσει να μπορεί να ευτυχήσει μόνο μέσα στην αγκαλιά της φύσης, μακριά από τη ζωή του νου που χαρακτηρίζει τον πατέρα του· και αυτό το έχει πράξει ο συγγραφέας γιατί επιθυμεί να χτίσει πάνω σε αυτό το δίπολο (ζωή του νου-φύση). Εγώ όμως, επειδή προσπαθώ να διασώσω το μυθιστόρημα, θα ήθελα να υπάρχει και το ενδεχόμενο ο Ζαχαρίας να εμφανίζεται έτσι αφελής γιατί είναι αποκύημα της φαντασίας του πατέρα του. Θα ήθελα οι δομικές αυτές αδυναμίες του Ζαχαρία να αντικατοπτρίζουν τις βαθύτερες ελλειμματικές πτυχώσεις του χαρακτήρα του πατέρα του.

«Τα απόνερα της Σοφίας», έτσι όπως θα ήθελα να το διαβάσω εγώ, είναι το χρονικό της δημιουργίας ενός συγγραφέα· είναι το σύνολο των ενεργειών, το μέγεθος της δέσμευσης, το πείσμα και η μεθοδικότητα που απαιτούνται για να γίνει κάποιος συγγραφέας. Εξυπακούεται βέβαια, ότι μέσα από αυτή την ανάγνωση, το μυθιστόρημα καλύπτει και το τίμημα που πληρώνει κάποιος για τη συγγραφική του ματαιοδοξία. Ο πατήρ Μελιτάκης ήταν ένας άνθρωπος που λόγω συνθηκών δεν κατάφερε να συγγράψει στην ώρα του. Βλέπεις, είχε τη σύνεση και τη διορατικότητα να γνωρίζει ότι ένας συγγραφέας που θα έκανε την εμφάνισή του στα 65 του χρόνια δεν είχε ελπίδες να αντιμετωπιστεί με αξιώσεις από τα βιβλιοφιλικό κατεστημένο. Τι κάνει λοιπόν; Αποφασίζει να συγγράψει μέσω του γιου του τον οποίο και πείθει ότι έχει το ταλέντο και τις δυνατότητες να γίνει ο ίδιος συγγραφέας. Το συνειδητοποιεί άραγε ότι το παιδί δεν διαθέτει τη στόφα συγγραφέα; Αυτό παραμένει αδιευκρίνιστο, αλλά αν θέλουμε να μας διακρίνει ψήγμα μιας κάποιας σοβαρότητας, ένας άνθρωπος όπως παρουσιάζει τον πλοίαρχο ο Μακριδάκης, με τις ικανότητες που τον διακρίνουν περί των λογοτεχνικών, είναι εξαιρετικά δύσκολο να πίστευε ότι ο γιος του θα μπορούσε να γίνει συγγραφέας, ή αν το πίστευε αρχικά, από κάποιο σημείο και πέρα δεν υπάρχει περίπτωση να μην είχε καταλάβει το ποιόν του. Ακόμη κι αν δεχτούμε λοιπόν ότι ο Ζαχαρίας Μελιτάκης είχε ως έφηβος κάποιο ταλέντο, πουθενά δεν φαίνεται να το δουλεύει αυτό το ταλέντο και να αφιερώνεται στη γραφή και ανάγνωση με συνέπεια. Μέσα από το πρίσμα που θέλω εγώ να κοιτάξω το βιβλίο· μέσα από το πρίσμα που υποστηρίζω ότι θα το διέσωζε από τη μετριότητα, ο Μακριδάκης μάς χαρίζει μια αρκούντως σαγηνευτική θέαση του τι ακριβώς είναι ο συγγραφέας. Έχει καμιά σημασία το ηθικό μέρος της σχέσης πατέρα γιου;  Όχι βέβαια. Καμία ηθική ή άλλη δέσμευση δεν πρέπει να κρίνεται ικανή να σταματήσει έναν συγγραφέα με το ταλέντο του πατέρα Μελιτάκη από την ακόρεστη δίψα του για συγγραφή και αναγνώριση· τα υπόλοιπα συνιστούν ευχολόγια και στάχτη στα μάτια για τους γλυκούς και αφελείς σαν τον γιο του, ή τουλάχιστον έτσι θα έπρεπε να φαίνονται τα πράγματα μέσα από ένα μυθιστόρημα. Πίσω από τον μανδύα του ενάρετου συγγραφέα που κάθεται, ως άλλος άγιος, στο γραφείο του και μακαρίως επινοεί ιστορίες κρύβεται ένας αδίστακτος και στυγερός άνθρωπος που δεν ορρωδεί προ ουδενός, αν και εφόσον διαθέτει το ταλέντο και τον διακατέχει η επιθυμία να γίνει συγγραφέας – όπως συμβαίνει στην περίπτωση του πατέρα Μελιτάκη. Έτσι, το γεγονός ότι ο Ζαχαρίας εμφανίζεται θύμα, ποσώς θα έπρεπε να ενδιαφέρει. Ο πατέρας του βρίσκει την κατάλληλη στιγμή, στα δεκατρία του –αν δεχτούμε ότι δεν τον έχει σπείρει αποκλειστικά γι’ αυτό–, μετά από μια ερωτική απογοήτευση με τη Σοφία του τίτλου για να ενσταλάξει στον γιο του το μικρόβιο του συγγραφέα και να τονώσει το εφηβικό εγώ του που φυλλοροεί. 

Έτσι, ο Μακριδάκης, ενώ ξεκινάει να συγγράψει ένα μυθιστόρημα που δοκιμάζει να επιτεθεί στην έννοια της συγγραφής, στα του βιβλίου αλλά και στη ζωή του νου γενικά, εκ των έσω –και αυτό είναι κάτι που πολύ το εκτιμώ γιατί επιδεικνύει γερές δόσεις αυτοσαρκασμού–, και σκιαγραφεί μια ρουσσωική θέση του ανθρώπου που ενδημεί πλήρως εναρμονισμένος με το φυσικό περιβάλλον (βλ. σ, 80-88), γράφει τελικά, ή θα μπορούσε να γράφει, έναν ύμνο στη συγγραφή και στον συγγραφέα που κατά την ταπεινή μου άποψη βρίσκεται πολύ πιο κοντά στην αλήθεια του τι εστί συγγραφέας. Παρατηρήστε ότι η εμμονή του Μελιτάκη στα μεταφυσικά, καρμικά, και γενικά στο τυχαίο, που αφήνεται να εννοηθεί ότι μόνο τυχαίο δεν είναι, και που όλα αυτά πιστεύει ο ήρωας ολόψυχα ότι καθορίζουν και διαφεντεύουν τη ζωή του, παρατηρήστε ότι όλα αυτά στέκονται απέναντι στην κοσμοθεωρία του πατέρα του που δεν αφήνει τίποτα στην τύχη: που μεθοδικά, με υπομονή που δεν αναλώνεται στο πέρασμα του χρόνου χτίζει την ομολογουμένως ιδιότυπη συγγραφική καριέρα του. Γιατί πάντα, απέναντι στις ευκολίες και τις συντομεύσεις της ζωής –στα καρμικά και συμπαντικά και μεταφυσικά– θα υπάρχει το είδος του συγγραφέα· το είδος του ανθρώπου που, κεκλεισμένων θυρών, σκυμμένος άοκνα πάνω από τα βιβλία και τη μελέτη και τα γραψίματά του θα προσπαθεί να εξυφάνει την επικράτησή του, με κάθε τρόπο, πέρα από ηθικούς και αισθητικούς φραγμούς. 

Αυτή όμως είναι η ανάγνωση που εγώ θα ήθελα να σηκώνει το μυθιστόρημα του Μακριδάκη. Αλλά μάλλον δεν τη σηκώνει. Τα προβλήματα, στην ανάγνωση που πιθανώς προτιμάει ο συγγραφέας, είναι πολλά και ξεκινούν τόσο με την αρχική προκείμενη, αυτή του Ζαχαρία, καθότι δεν πείθει διόλου η θυματοποίησή του. Κανείς τελικά δεν του βάζει το μαχαίρι στο λαιμό για να δεχτεί τους παραλογισμούς του πατέρα του, αλλά μόνος του αφήνεται να μπει σε αυτό τον κόσμο του ψέματος επειδή σαγηνεύεται από την ιδέα του συγγραφέα. Αλλά και μετά, προς το τέλος, ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζεται ο Μακριδάκης τη θεραπεία του Μελιτάκη, έτσι όπως τον βάζει να περιδιαβαίνει τους δρόμους της Αθήνας και να αγκαλιάζει τα δέντρα ακροβατεί στα όρια του γραφικού. Επαναλαμβάνω, ο Ζαχαρίας Μελιτάκης μπορεί να είναι ένα παιδί που δεν μπορεί να εναρμονιστεί με τους ρυθμούς της πόλης, αλλά από αυτό, που είναι απολύτως δόκιμο, πώς φτάνουμε στο σημείο να δηλώνει: «[…] είχα πάρει την απόφασή μου. Είχα μεγάλη ανάγκη εκείνη την περίοδο να επικοινωνήσω με άλλα πλάσματα μάλλον και όχι πλέον με τους ανθρώπους. Να αποκτήσω σχέσεις αληθινές και ειλικρινείς, όχι πια υποκριτικές [...] (σ. 194). Όπου μετά διαβάζουμε «[...] μιλώντας και αγγίζοντας ένα προς ένα όλα τα ελαιόδεντρα της δεξιάς παρειάς της οδού […] έστριψα αριστερά στην οδό Ραβινέ [...] (σ. 195) «[...] [α]γκάλιασα για λίγες στιγμές τη μουσμουλιά και ύστερα συνέχισα να περπατάω […]» (σ. 195) «[…] ύστερα ένα άγνωστο σε μένα φυτό με κάτι φύλλα πλατιά, που πήγα κοντά του και τα χάιδεψα [...] (σ. 195) «[...] και μια όμορφη καρυδιά, με την οποία απέκτησα ιδιαίτερη σχέση αμέσως [...] (σ. 196) «[...] συνάντησα μια αμυγδαλιά στον αριθμό 39, με την οποία είχαμε κάποιες στιγμές πολύ ιδιαίτερες και τρυφερές [...]» (σ. 198). Ο Μελιτάκης αναγνωρίζει τουλάχιστον ότι έφτασε πολύ κοντά στο να οδηγηθεί στο τμήμα για ψυχιατρική εξέταση και πιθανώς να νοσηλευτεί, και αυτό είναι προς τιμήν του. Αλλά τα προβλήματα συνεχίζονται γιατί ο Μακριδάκης, αμέσως μετά το περιστατικό με την περιήγηση και την ερωτοτροπία με τη χλωρίδα του Κολωνακίου, μας πετάει κατάμουτρα το χαρτί της σύμπτωσης καθότι συναντάει, εντελώς τυχαία, άνθρωπο που είχε να συναντήσει δεκαέξι χρόνια και που τον κάνει να δει τη λύση του προβλήματός του με τρόπο όπως γράφει «συμπαντικό». Από εδώ και και πέρα περνάμε το σημείο χωρίς επιστροφή όπου ένιωσα ότι ο συγγραφέας για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο βρισκόταν υπό πίεση να ολοκληρώσει το βιβλίο: σε διάστημα πενήντα πέντε σελίδων θα διαβάσουμε: 1) τους τρόπους που οδηγούν τον Μελιτάκη στο τέλος της διαδρομής του, 2) τους τρόπους που τον οδηγούν στην επαφή του με παλιά «συμπαντική» γνωριμία που θα αποδειχθεί μεγάλος έρωτας, 3) τη μετεγκατάστασή του στο αγαπημένο του νησί και την οργάνωση αλλά και εκτέλεση σχεδίου βιοπορισμού μέσω παραγωγής χαρουπόμελου, αλλά και 4) τον σχεδιασμό και την απόπειρα εκτέλεσης πατροκτονίας (συμβολικής και πραγματικής). Ο αναγνώστης, κατάτι αποπροσανατολισμένος, μετά το «Τέλος» μένει ενεός όταν διαβάζει τη σημείωση του συγγραφέα που τον πληροφορεί ότι η συγγραφή του παρόντος έλαβε χώρα το διάστημα: «Σεπτέμβριος-Νοέμβριος 2021». 

Θα τελειώσω όπως ακριβώς ξεκίνησα: τι ωραίο βιβλίο θα μπορούσε να είναι αυτό αν ο συγγραφέας δεν είχε αφεθεί στους αυτοματισμούς της γραφής του!

— Γιάννης Μακριδάκης, Τα Απόνερα της Σοφίας, Εστία 2022, σελ. 264, τιμή: €15.00, ISBN: 9789600518344.