Το Σύσσημον στην απαρτιωμένη του μορφή θα αποτελείται από δυο βιβλία. Το πρώτο βιβλίο, όπως κυκλοφορεί πλέον από Το Ροδακιό, περιλαμβάνει έξι μέρη. Εγώ θα γράψω μόνο για το πρώτο μέρος αντιμετωπίζοντάς το ως μεμονωμένη ποιητική συλλογή. Όταν το έργο ολοκληρωθεί, θα μπορέσω να έχω την πλήρη εικόνα. Το πρώτο μέρος αποτελείται από επτά κεφάλαια. Για το πρώτο κεφάλαιο έχω γράψει μια περιγραφή και εδώ. Επιπλέον θεωρώ ότι τα μέρη αυτά θα μπορούσαν να έχουν εκδοθεί αυτοτελώς και ίσως αυτή η επιλογή να διευκόλυνε την ανάγνωση, αφού επιτρέπει να δει κανείς με ευχέρεια τις συνδέσεις ανάμεσα στις διάφορες ενότητες.
Δεν καταλαβαίνω γιατί βράδυνε τόσο πολύ η δημοσίευση αυτής της ενότητας μόλις το 2006 από την πρώτη εμφάνιση εκτός εμπορίου το 1988 ως έκδοση του περιοδικού Εκηβόλος. Τι εμπόδισε τον ποιητή να μοιραστεί με το κοινό ένα έργο που μιλάει τόσο άμεσα και ανθρώπινα για την ανθρώπινη κατάσταση. Νιώθω σαν να μου στέρησε κάτι τόσα χρόνια. Και ανήκω σε όσους αυτό το έργο έκανε μεγάλη εντύπωση, όταν κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 2006. Το θέμα του περιγράφεται από τον ποιητή ως εξής: "Αυτή είναι η ιστορισμένη κάσα ενός άντρα / που έχασε το παιχνίδι με τη συνείδησή του / και στράφηκε σε κάτι εξίσου μεγάλο / που δεν είναι όμως συνείδηση" (σ. 23, κεφ. 3, στ. 35-8). Ο θάνατος ενός φίλου προκαλεί στον αφηγητή μιαν "ηθική απορία" και έτσι ξανακατεβαίνει "στη θεμελιοδομή του αισθητικού προβλήματος" (σ. 23, κεφ. 3, στ. 31-2). Στην ουσία στο πρώτο αυτό μέρος της σύνθεσης περιγράφεται ο τρόπος με τον οποίο ο αφηγητής, ο άρχοντας, όπως αυτοπροσδιορίζεται, αναλαμβάνει ακριβώς αυτόν τον ρόλο, να αφηγηθεί. Παραδόξως αυτό δεν έχει τίποτε βαρύγδουπο. Περιγράφεται με σαφείς όρους, απλά, χωρίς μεγαλοστομίες. Και με πολύ χιούμορ. Ήδη από το τέλος του πρώτου κεφαλαίου. Αν ο θάνατος του αγαπημένου φίλου που έζησε με μια περιττή τέχνη είναι μια εξώθυρα, ο αφηγητής σχολιάζει: "Μισοχαμογέλασα και δεν πέρασα την εξώθυρα. / Εγώ να περάσω την εξώθυρα." Αυτό το μισοχαμόγελο βρίσκεται παντού.
Αν η σύνθεση είναι ένα φέρετρο με λέξεις, τότε ο νεκρός ποιος είναι; Το σίγουρο είναι ότι παρακολουθούμε μια κηδεία και ο άρχοντας αφηγείται. Νομίζω ειλικρινά ότι θα αρκούσε απλώς μια περίληψη, μια περιγραφή της διαδρομής, της διαδικασίας που οδηγεί τον παρατηρητή ενός θανάτου στην ανάληψη αυτής της ιδιότητας του αφηγητή, όπως την περιέχουν αυτά τα πρώτα κεφάλαια. Εμένα με βοηθάει πολύ να καταλάβω ποιος είναι αυτός ο δρόμος που ακολουθώ και ο ίδιος, όταν θέλω να μιλήσω. Και δεν τον γνώριζα αυτόν τον δρόμο, πριν τον δω χαραγμένο έτσι σε αυτά τα επτά κεφάλαια. Η μαγική στιγμή είναι που παύω να σκέφτομαι ότι διαβάζω ποίηση και συμφωνώ με αυτό που λέει. Αρχίζω να διαβάζω το κείμενο φωναχτά με φωνή διαυγή και δακρυσμένη. Στην πορεία αυτήν που μετά τη διαπίστωση του θανάτου κάνει μια πρώτη στάση στο "Νεκροστάσιο Νεκροταφείου Νέας Σμύρνης" (σ. 36, κεφ. 7, στ. 127), ο αφηγητής άρχοντας αφήνει χρυσάνθεμα πάνω σε ένα φέρετρο που γίνονται τυπογραφικά ένα αστεράκι.
Στο δεύτερο κεφάλαιο συμβαίνει η πρώτη κίνηση. Το σώμα μπαίνει στο φέρετρο. "Σαν κατιτί που γίνεται είναι το κάθε πράγμα." (σ. 19, κεφ. 2, στ. 1). "Tώρα πάντως έπεσε η πρώτη φτυαριά. / Πόσο θα της μοιάζει και η τελευταία / ούτε λογοτέχνης δε θα μπορούσε να το πει. / Κακό που σε βρήκε, θα γίνεις πνεύμα." (σ. 19, κεφ. 2, στ. 11-5) Στο τρίτο κεφάλαιο έρχεται η συνειδητοποίηση ότι ήδη μιλάει, αφηγείται αυτό που συμβαίνει. "Ώστε λοιπόν εγώ που μιλώ είμαι άρχοντας" (σ. 20, κεφ. 3, στ. 1). Στο τέταρτο κεφάλαιο μαθαίνουμε πολλές από τις ιδιότητες αυτού του άρχοντα αφηγητή και την τάξη στην οποία ανήκει. Το κεφάλαιο αριθμεί 144 στίχους. Στις επιχειρήσεις των δακρύων, ανάμεσα στην εκκλησία και τα γραφεία κηδειών (μην σας πω και τα βιβλιοπωλεία), εμφανίζεται ο άρχοντας αφηγητής ως εισοδηματίας των δακρύων. Ωστόσο "το χάρισμα δε δίνεται για να το κάνεις οχυρό / το χάρισμα είναι μικρό και άγλωσσο / μπροστά στις γλώσσες που θα του μιλήσει η αλήθεια / και το ανθρώπινό του πρόσωπο / όπως όλα του κόσμου αυτού τα πρόσωπα / δεν μπορεί να φωτιστεί από δικό του φως." (σ. 26, κεφ.4, στ. 126-131) "Αφού δήλωσα τι είμαι τώρα ξέρετε / ποιος ακολουθεί αυτή την κηδεία και ποιος σκέφτεται." (σ. 27, κεφ. 5, στ. 1) Στο πέμπτο κεφάλαιο περιγράφονται οι λέξεις και ο τρόπος που θα χρησιμοποιηθούν. Ήδη χρησιμοποιούνται. Το έκτο κεφάλαιο είναι μια σύντομη ανθρωπολογία του σώματος με πλατωνικούς όρους. Αυτή η στιγμή που σώμα και πτώμα συναιρούνται.
Αλλάζω παράγραφο για το έβδομο, γιατί θέλω λίγο να σταθώ. Έχει 137 στίχους και τέσσερις παραγράφους τυπωμένες πεζά. Κατανοώ γιατί δεν ακολουθείται αυτή η τακτική από την αρχή, αλλά θα ήταν χρήσιμη από το πρώτο κεφάλαιο. Ο ρυθμός είναι ρετσιτατίβου, ένα σιγανό θρηνητικό μινύρισμα, που κορυφώνεται ποιητικά σε αρκετά σημεία. Ίσως θα έπρεπε να υπάρχει άλλη τυπογραφική διάσταση. Είναι λοιπόν η μέρα της δημιουργίας του αφηγητή: "το ξάφνισμα του ανθρώπου να βρίσκεται τόσο χαρωπός / πάνω στην έκφραση του πόνου του / μου έγνεψε." (σ. 35, κεφ. 7, στ. 109-111). Αυτή η μέρα με τους δύο Αδάμ, η σχάση του ατόμου, του ποιητικού πυρήνα, σε συγγραφέα και αφηγητή, οδηγεί πέρα από το Ταίναρο, το συμβολικό ακρωτήρι, το μισό της τέχνης, και πλέον "Αληθινοί οιωνοί τώρα είναι τα πράγματα." (σ. 35, κεφ. 7, στ. 118).
Πάω να διαβάσω τη συνέχεια. Ευχαριστώ.
— Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος, Σύσσημον ή Τα κεφάλαια, Tο Ροδακιό : Αθήνα 2022, 464 σελίδες, ISBN : 9786185248932, τιμή : € 40.28.