Skip to main content
Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024
«Τρόποι για να συνεχίσουμε να φτάνουμε»

«Και το ημερολόγιο γίνεται ολοένα και πιο ενδιαφέρον, γιατί ο εγκέφαλος μου έχει αρχίσει ν’ αναζητά ενδιαφέροντα πράγματα για να το γεμίσει, κι ύστερα μου κάνει παρατηρήσεις για παραλείψεις ή υποδεικνύει δραστηριότητες – “να, πήγαινε σ’ αυτό το μουσείο” λέει, “δες τη τάδε ταινία”, “τηλεφώνησε σ’ εκείνον τον φίλο που έχεις να του μιλήσεις καιρό”, “κάνε κάτι”. Κι όσο κάνω “κάτι”, αλλά και σκέφτομαι τα πράγματα που κάνω, η ζωή μου γίνεται πιο μεστή και γεμάτη, ώσπου φτάνω σ’ ένα σημείο όπου δεν ξέρω πια αν τα κάνω από περιέργεια, από ενδιαφέρον ή για να τα καταγράψω στο ημερολόγιο – δεν το αποκλείω» (σ. 35).

Ο Αρκτικός της Ιωάννας Ντούμπρου στέκεται ως μυθιστορηματικός στοχασμός απέναντι στην προσπάθεια να συγκεράσει κανείς τη συστηματική καταγραφή της ζωής με την ίδια τη ζωή, καθώς τη ζει. Ο συγκερασμός δεν είναι ουδόλως αυτονόητος, καθώς, είθισται, η ζωή να στέκει στον αντίποδα της γραφής, ή ακόμα και της απλής καταγραφής της. Οι δύο επιλογές ανταγωνίζονται η μια την άλλη, αν και εφόσον βέβαια μπει κανείς σε αυτό το μονοπάτι που οδηγεί στη βάσανο της γραφής (ή καταγραφής) και κάνει διακριτό τον διαχωρισμό. Οι περισσότεροι από εμάς ζουν ζωές που, κάπου εκεί προς το τέλος τους, μοιάζουν σαν να «πέρασαν χωρίς να το καταλάβουμε», όπως θα πει και η ηρωίδα στους μαθητές της, όταν τους περιγράφει την πρακτική και τα οφέλη του «lifelogging» (σ. 36). 

Τι κρύβεται όμως πίσω από αυτή τη διάκριση; Ποιο ακριβώς είναι εδώ το πρόβλημα; Μα η συνήθεια, βέβαια. Η περίφημη «δευτέρα φύσις», που σαν να συνωμοτεί εναντίον μας, κάνει την εύλογη απορία –ποια είναι επιτέλους η πρώτη φύση μας;– να αποτραβιέται στα βάθη του αντιληπτικού μας ορίζοντα. 

«“Αν η συνήθεια”, γράφει ο Προυστ, “είναι μια δεύτερη φύση, μας εμποδίζει να γνωρίσουμε την πρώτη, της οποίας δεν διαθέτει ούτε τις σκληρότητες ούτε τις μαγείες”» (Σάμιουελ Μπέκετ, Προυστ, μτφρ. Θ. Συμεωνίδης, Εστία: 2020, σ. 41). 

Ας δώσω ένα απρόσμενο παράδειγμα, για να γίνει κατανοητό και το ιδιότυπο αδιέξοδο της ηρωίδας, που φαίνεται να είναι εγκλωβισμένη σε μια εμμονή περιέργειας και εξερεύνησης: Ακόμα και η ίδια η συγγραφή βιβλίων, και μάλιστα καλών βιβλίων, δεν καθίσταται ικανή να καταρρίψει την ισχύ της παρατήρησης του Προυστ. Ο συγγραφέας –ένας κατεξοχήν δημιουργός– παραμένει πολλές φορές καθ’ έξιν συγγραφέας, ακόμη κι αν δεν το συνειδητοποιεί, και ειδικά στις περιπτώσεις όπου διαρκώς γράφει παραλλαγές του ίδιου βιβλίου. Παραμένουμε δέσμιοι του βρόχου της συνήθειας. Ο Μπέκετ, στο ίδιο δοκίμιο, γράφει: «η συνήθεια είναι το έρμα που αλυσοδένει το σκυλί στα εμέσματά του» (Προυστ, σ. 37). Παραμένουμε δέσμιοι σε μια ροή ζωής που ελάχιστες φορές καταφέρνουμε να κοιτάξουμε με αξιώσεις, πόσο μάλλον να αλλάξουμε την κατεύθυνσή της. Η υφή της πραγματικότητας, εξάλλου, έτσι όπως την παρατηρούμε κοιτάζοντας πάντοτε προς τα πίσω μοιάζει αδιατάρακτη. Όλη μας η ζωή μοιάζει, και, από το σημείο που στεκόμαστε, είναι μια αναπόδραστη αλληλουχία. Παραβλέπουμε φυσικά, γιατί μας συμφέρει, να αναγνωρίσουμε λάθη που αν δεν είχαν λάβει χώρα θα είχαν μεταμορφώσει το παρόν μας. Όπως παραβλέπουμε, όμως, και το γεγονός ότι η αποφυγή λαθών ουδόλως εγγυάται πως το παρόν θα ήταν καλύτερο.

«“In girum imus nocte et consumimur igni” λέει. “Δεν έχω ιδέα τι σημαίνει”. “Κάνουμε κύκλους μέσα στη νύχτα και μας καταβροχθίζει η φωτιά”. Το σκέφτομαι λίγο. “Σωστό” λέω, “αλλά ίσως καταφέρουμε να ξεφύγουμε, αν όχι από τη φωτιά, τουλάχιστον από τους κύκλους”. “Είναι ολόσωστο” επιμένει “και δεν αλλάζει”» (σ. 23). 

Η ηρωίδα της Ντούμπρου έχει διαισθανθεί το αδιέξοδο: πώς μπορώ να ζω τη ζωή μου στο μέγιστο, να είμαι δηλαδή βυθισμένη στη ροή της, αλλά και, παράλληλα, να στοχάζομαι για αυτή, έτσι όπως την καταγράφω, για να την κάνω να μοιάζει πιο «μεστή και γεμάτη»;

Στην καρδιά του διλήμματος δεν βρίσκεται τίποτα άλλο παρά η απόπειρα της ηρωίδας να ανακαλύψει την πρώτη φύση της, αυτή, που σύμφωνα με τον Προυστ διαθέτει τις «σκληρότητες» και τις «μαγείες». 

Παραθέτω ένα σύντομο απόσπασμα από το δοκίμιο του Μπέκετ: 

«Οι περίοδοι μετάβασης που χωρίζουν διαδοχικές προσαρμογές [...] αντιπροσωπεύουν τις επικίνδυνες ζώνες στη ζωή ενός ατόμου, επισφαλείς, ασταθείς, οδυνηρές, μυστήριες και γόνιμες, όταν για μια στιγμή η ανία τού να ζεις αντικαθίσταται από την οδύνη της ύπαρξης» (Προυστ, σ. 38). 

Η ηρωίδα, σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, θα καταγράψει την εμπειρία ενός ταξιδιού με πυρηνικό παγοθραυστικό στον Αρκτικό Κύκλο. Η επίκτητη και όχι συγγενής περιέργειά της –«Η περιέργεια είναι μια ιδιότητα που την καλλιεργείς» (σ. 128)– είναι αυτή που θα την οδηγήσει σε ηλικία εβδομήντα ετών να πραγματοποιήσει μαζί με τον σύντροφό της το εξωφρενικά ακριβό ταξίδι. Το συγκεκριμένο ταξίδι είναι ακριβώς μια «περίοδος μετάβασης που χωρίζει διαδοχικές προσαρμογές». Όπου «προσαρμογές», διαβάστε «συνήθειες». Η ηρωίδα θα βιώσει, στο ταξίδι, κατεξοχήν στιγμές όπου «[...] η ανία τού να ζεις αντικαθίσταται από την οδύνη της ύπαρξης». Επίσης, το ταξίδι θα καταστεί αφορμή για να μας αφηγηθεί μια από τις πρώτες απόπειρες χάραξης του βορειοδυτικού περάσματος στην καναδική Αρκτική, τον πλου του Τρόμου και του Έρεβου, όπως ήταν τα ονόματα των πλοίων, πάντα προσπαθώντας να διακρίνει τη σπίθα που υποκίνησε κάποιους σε ένα τόσο παράτολμο εγχείρημα – την «[...] έλξη του άπιαστου και του μεταφυσικού» (σ. 131). Θα μας αφηγηθεί όμως και μια εντυπωσιακή παλέτα ψηφίδων που σταδιακά συνθέτουν την προσωπικότητα και τον τρόπο θέασης της ζωής της.

Για παράδειγμα, η ηρωίδα σκιαγραφεί μια πολύ ενδιαφέρουσα διάκριση ανάμεσα στους όρους «maze» και «labyrinth», επισημαίνοντας ότι στα ελληνικά, αμφότεροι, μεταφράζονται ως «λαβύρινθος». 

«“Ο maze [...] είναι ένας λαβύρινθος που μοιάζει με παζλ. Σε κάθε διακλάδωση καλείσαι να πάρεις απόφαση [...] αν θα μείνεις [...] στο ίδιο μονοπάτι ή θα λοξοδρομήσεις. Η απόφαση αυτή άλλοτε σε οδηγεί σε αδιέξοδο, άλλοτε σε στέλνει πίσω στην αρχή, κι άλλοτε σε βγάζει, ύστερα από πολλές λανθασμένες μαντεψιές, στην έξοδο του λαβυρίνθου. Υπάρχει όμως και ο labyrinth [...] ο σπειροειδής εκείνος λαβύρινθος που αποτελείται από ομόκεντρους κύκλους που ολοένα μικραίνουν. [...] Όταν βρίσκεσαι σ’ έναν τέτοιο λαβύρινθο, δεν υπάρχει περίπτωση να κάνεις λάθος στη διαδρομή ή να χαθείς, γιατί το φειδωτό μονοπάτι, όσο στενό κι αν γίνει, οδηγεί πάντα στο κέντρο του λαβυρίνθου» (σ. 126). 

Η ηρωίδα θα παρατηρήσει ότι «[...] για καιρό η ζωή [της] ήταν ένας λαβύρινθος παζλ, όπου κάθε σοβαρή απόφαση ήταν καίριας σημασίας, αφού μπορούσε να [την] κάνει να χαθ[εί] σε δαιδαλώδεις δρόμους. Ίσως, όμως, η ζωή να μοιάζει με λαβύρινθο-σπείρα [...]. Ίσως το μόνο που χρειάζεται να κάν[ει] είναι να προχωρά[ει] συνειδητά κατά μήκος της σπείρας ακολουθώντας το ένστικτό [της]» (σσ. 126-127). 

Παρατηρήστε ότι ενώ η διάκριση των δύο λαβυρίνθων φαντάζει δόκιμη, η αναλογία τους ως τρόπων ζωής δεν τεκμαίρεται από κάπου. Προϋποθέτει “απλώς” μια συνειδητή απόφαση θέασης των πραγμάτων: «[...] κι ο σωστός δρόμος, ο μόνος σωστός δρόμος, θα ξεδιπλωθεί μπροστά μου μέχρι να φτάσω στο κέντρο του λαβύρινθου, που δεν είναι τίποτα άλλο από το κέντρο μου» (σ. 127). Για αυτό εξάλλου, προς το τέλος, όταν θα αμφιβάλλει για τη βουτιά στα παγωμένα νερά θα πει «[...] πρέπει να πιστέψω ότι βρίσκομαι ακόμα στον λαβύρινθο-σπείρα, στον σωστό λαβύρινθο» (σ. 201), αλλά και όταν θα διαταραχθεί η ισορροπία της σχέσης με τον σύντροφό της, θα πει πάλι «[έ]χω την ανάγκη να πιστέψω ότι βρίσκομαι όντως μέσα στον σωστό λαβύρινθο» (σ. 219). Και μάλιστα η δήλωσή της θα έρθει αμέσως μετά τη συνειδητοποίηση ότι «Έπρεπε να έρθω στην άκρη του κόσμου για να καταλάβω ότι δεν χρειαζόταν να έρθω στην άκρη του κόσμου. Ότι το μόνο που ήθελα το είχα ήδη. Ότι δεν χρειαζόταν να πληρώσω τίποτα για να το αποκτήσω» (ό.π.).

Κι όμως, τελικά, το ταξίδι στον Βόρειο Πόλο κρίνεται απαραίτητο, όχι μόνο γιατί είναι αυτό που θα οδηγήσει στον κατευνασμό της περιέργειας και της εμμονής της για εξερεύνηση –μια δημιουργική συνήθεια– αλλά και επειδή η Ντούμπρου επινοεί έναν εξόχως μυθιστορηματικό τρόπο για να περάσει στον αναγνώστη μια στιγμή αχρονίας, ένα σημείο, που, τουλάχιστον τυπολογικά, μετουσιώνεται σε αέναο παρόν. 

«Στεκόμαστε πιασμένοι χέρι χέρι σε κύκλο γύρω από μια ταμπέλα που γράφει North Pole 90° N. Πάγος παντού. “Όλα τα γεωγραφικά μήκη της Γης συγκλίνουν σ’ αυτό το σημείο” λέει με επισημότητα ο αρχηγός της αποστολής. “Εδώ μπορείς να περάσεις από τη μια μέρα στην άλλη σε δευτερόλεπτα, αν και στην πραγματικότητα αυτό δεν ισχύει, γιατί ο χρόνος καταλύεται. Οι είκοσι τέσσερις ζώνες ώρας του πλανήτη συγκλίνουν σε ένα και μοναδικό σημείο, το τώρα”» (σσ. 200-201, υπογράμμιση στο πρωτότυπο). 

Αυτό το «τώρα» συνιστά εξαίρετη αποτύπωση της «μυστήριας και γόνιμης» ζώνης του Μπέκετ, που οδηγεί στη μετάβαση από τη μία «προσαρμογή» στην επόμενη· από τη μία συνήθεια στην άλλη. Η συγγραφέας, βέβαια, έχει φροντίσει να προσφέρει στον αναγνώστη κι ένα σύντομο σχόλιο για την έννοια του «μεταβατικού χώρου», «“liminal space”», στο υποκεφάλαιο «Περί συνόρων». 

Αντιρρήσεις. Η Ντούμπρου, σε σημεία, παρασύρεται από μια υπερπροσπάθεια να εντάξει στο έργο όσο το δυνατόν περισσότερες ψηφίδες της προσωπικότητας της ηρωίδας της – συνιστά άραγε αυτό κατοπτρισμό της ίδιας της συγγραφέως στην ηρωίδα; Η τακτική αυτή αποδυναμώνει τη συνοχή του μύθου της. Δεν είναι, για παράδειγμα κατανοητό γιατί πρέπει να υπάρχει ένα υποκεφάλαιο για την πληθώρα των λέξεων που περιγράφουν το χιόνι στη γλώσσα των Ινουίτ. Όπως δεν είναι κατανοητό τι εξυπηρετεί η αφήγηση της ιστορίας στον ζωολογικό κήπο του Σινσινάτι, όπου η ηρωίδα ως γορίλλας και ο σύντροφός της ως κατσίκα θα συναντηθούν σε μια «αμυδρή ανάμνηση». Επίσης, περιττεύει το «ποίημα της Ινουίτ Ναλουνγιέκ», στο υποκεφάλαιο «Μαγικές λέξεις II». Είναι άραγε οι ψηφίδες αυτές μια προσπάθεια της Ντούμπρου να προσδώσει στο μυθιστόρημα μεταμοντέρνα υφή; Ο συγγραφέας οφείλει να αποχωρίζεται ακόμα και αγαπημένα του σημεία. Εξάλλου, η ίδια η συγγραφέας μοιάζει να μην ακολουθεί κάποιες από τις συμβουλές που προσφέρουν απλόχερα οι ήρωές της: «[...] ξεφορτωθείτε υπάρχοντα: οτιδήποτε σας βαραίνει ή έχετε γραπωθεί απ’ αυτό. Αφήστε το πράγμα, τον άνθρωπο ή το συναίσθημα να φύγει» (σ. 166). 

Το μυθιστόρημα όμως, παρά τις αντιρρήσεις μου, χαρακτηρίζεται από μετριοπάθεια. Η Ντούμπρου στοχάζεται καθώς γράφει και σε σημεία δεν φοβάται να δείξει πως αμφιβάλλει – « [...] όπως έλεγα στους μαθητές μου. “Επιστρέψτε νοερά στη συνάντηση που δεν πήγε καλά, στο διαγώνισμα που τα σκατώσατε και ‘ξαναγράψτε’ τα όλα από την αρχή”» (σ. 236). Οι καταστάσεις που αφηγείται η ηρωίδα, παρά την όποια σκληρότητά τους, αποτυπώνονται χωρίς ακκισμούς, με εξαιρετική λεπτότητα και, κυρίως, με ύφος που συνάδει με τις προσωπικότητες των εμπλεκομένων. Οι συζητήσεις, για παράδειγμα, σε σημεία, μοιάζουν πραγματικά με συζητήσεις ηλικιωμένων σε μια κρουαζιέρα. Τα στοιχεία αυτά δεν υποδηλώνουν μόνο λεπτοδουλειά αλλά δείχνουν και τον δρόμο προς τη συγγραφική ωριμότητα. 

— Ιωάννα Ντούμπρου, Αρκτικός, Πατάκη: 2024, 248 σελίδες, ISBN: 9786180705065, τιμή: €13,30.