Skip to main content
Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2024
Τσαλάκωμα ολκής

Το ημερολόγιο, όπως τουλάχιστον το αντιλαμβάνεται ένας άνθρωπος που δεν έχει συγγραφικές βλέψεις, δεν προορίζεται για αναγνωστικό κοινό. Ένα ημερολόγιο είθισται να περιέχει καταχωρίσεις που λειτουργούν αναμνηστικά, εξομολογητικά, δημιουργικά, αλλά πάντα ενδόμυχα. Κανένα ημερολόγιο που παρουσιάζεται στο αναγνωστικό κοινό δεν συνεχίζει να λειτουργεί τοιουτοτρόπως. Μια ημερολογιακού τύπου έκδοση, όπως η συγκεκριμένη, είναι, τρόπον τινά, ένα μυθιστόρημα με πρωταγωνιστή τον συγγραφέα του. Ό,τι αποτυπώνεται σε ένα ημερολόγιο που έχει εκτεθεί στο κοινό είναι προς τέρψιν τόσο αναγνώστη όσο και συγγραφέα. Το ημερολόγιο ως κείμενο με λογοτεχνικές βλέψεις είναι το μουσείο που κατασκευάζει ο δημιουργός για τον εαυτό του, για να εισέλθουν σε αυτό αναγνώστης αλλά και συγγραφέας, και να θαυμάσουν τα εκθέματα. 

Δεν είναι, θα διερωτηθεί κανείς, κάθε μυθιστόρημα ένα παρόμοιο μουσείο; Προφανώς. Το μυθιστόρημα, απλώς, τείνει να τηρεί τα προσχήματα. Εσωτερικεύει και μετασχηματίζει τη ματαιοδοξία του συγγραφέα. Τη διοχετεύει, δημιουργικά, μέσω κατόπτρων και προσωπείων στη θεματολογία, στους ήρωες, στην πλοκή και στις χωροχρονικές προκείμενες του έργου. Το συγκεκριμένο ημερολόγιο, αντιθέτως, είναι ένα μυθιστόρημα για τον εαυτό, μια αυτομυθοπλασία, που ο συγγραφέας προτάσσει επειδή νιώθει την αναπόδραστη ανάγκη να κοιτάξει τον εαυτό του στον καθρέφτη και να τον εκθέσει στους άλλους χωρίς προφάσεις και διαμεσολαβήσεις. Διατείνεται, δηλαδή, ειλικρίνεια και αμεσότητα: «ο συγγραφέας εκτίθεται, αυτοσαρκάζεται, τσαλακώνεται, παραμένοντας συναισθηματικά ανοχύρωτος, όπως ακριβώς και στην ποίησή του» διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο. Για να σας βάλω, κάπως λαθραία, στα παρασκήνια της παράστασης, αναλογιστείτε ότι τα λόγια αυτά τα έχει γράψει ο ίδιος ο συγγραφέας. 

Ας πλησιάσουμε όμως το σκηνικό. Γιατί ημερολόγιο; Το ημερολόγιο εξάπτει την περιέργεια. Δυστυχώς, όχι μόνο του αναγνώστη αλλά και του συγγραφέα που καλείται να επινοήσει τον εαυτό του δόκιμα. Τι θα πει όμως «δόκιμα» στην περίπτωσή μας; Ο Δημήτρης Αγγελής (Αθήνα, 1973) χρησιμοποιεί, ως ένα από τα δύο μότο του βιβλίου, ένα απόσπασμα από το Κάπου στο ανολοκλήρωτο (μτφρ. Λίζυ Τσιριμώκου, Πόλις 2021) του Βλαντιμίρ Ζανκελεβίτς. 

«Είμαι άραγε εγώ στον οποίο συνέβησαν όλα αυτά; Είμαι άραγε ο ίδιος άνθρωπος; Η μνήμη δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ηθική διαμαρτυρία του ανθρώπου ενάντια σε αυτή την αμφισημία· προϋποθέτει ένα είδος ηθικής ευθύνης και περίπου ηθικής ευσέβειας που με υποχρεώνει να συνδέω το απτό και ένσαρκο παρόν με πράγματα αλλοτινά, απόντα και αόρατα [...] Κλήθηκα να αναλάβω το παρελθόν μου, να το δηλώσω ως αναλλοίωτο και δικό μου έναντι των πάντων και σε πείσμα των πάντων [...] Ενάντια σε κάθε προφάνεια, ενάντια σε κάθε λογική, δηλώνω ότι και όμως το παρελθόν αυτό είναι παρόν» (υπογράμμιση στο πρωτότυπο). 

Αξιοσημείωτο ότι ο Αγγελής εντοπίζει την ουσία της ζεύξης που ταυτίζει το παρελθόν με το παρόν, που εγγυάται τη συνοχή και τη συνέχεια της ιδιότητας του προσώπου, στη σφαίρα του ηθικού: «ηθική διαμαρτυρία», «ηθική ευθύνη», «ηθική ευσέβεια».

Γράφει ο Ζανκελεβίτς στο ίδιο βιβλίο: «Πώς να κοινοποιήσεις ένα μήνυμα στους αναγνώστες χωρίς να εκτεθείς με τρόπο αδιάκριτο; Τα πράγματα κυλούν απλούστερα για τον γεωμέτρη· αλλά όποιος γράφει, υπακούει σε άγραφους κανόνες: αυτό που θέλει να μεταδώσει είναι αμφίβολο, εύθραυστο, και οι αναγνώστες στους οποίους απευθύνεται είναι τόσο απροσδιόριστοι όσο και το ίδιο του μήνυμα» (Ζανκελεβίτς, σ. 15).

Το ημερολόγιο, καθώς εξάπτει την «περιέργεια» αναγνώστη και συγγραφέα, αποπροσανατολίζει αμφότερους από την αυθεντική «συμπάθεια». 

«Η περιέργεια είναι στιγμογραφική· στήνει αυτί στα ειδησάρια και συνθέτει ένα χρονικό διάτρητο από πρόχειρες σημειώσεις· θεμελιώνει έτσι μια επιπόλαιη και γελοία γνώση· η περιέργεια ξεφυλλίζει με ανέμελο δάχτυλο το βιβλίο της βιογραφίας. [...] Στην πραγματικότητα, η συμπάθεια αρχίζει εκεί όπου δεν υπάρχει πια θέση για την περιέργεια· και κάτι παραπάνω: η περιέργεια είναι εκείνη που φράζει τον δρόμο στη συμπάθεια! [...] Αν ψάχνετε να μάθετε κάτι για μένα, να σταχυολογήσετε κάποια σκαμπρόζικη λεπτομέρεια, σημαίνει ότι δεν θέλετε να με γνωρίσετε» (Ζανκελεβίτς, σ. 16).

Ο Ζανκελεβίτς ωθεί αυτή την αναλογία στα άκρα της με το παράδειγμα του έρωτα: «Ο έρωτας δεν θέλει να ξέρει τίποτα γι’ αυτό που αγαπά· ό,τι αγαπά είναι το κέντρο του ζωντανού προσώπου, επειδή το πρόσωπο αυτό είναι για εκείνον αυτοσκοπός, ασύγκριτη ταυτότητα, μυστήριο μοναδικό στον κόσμο. Φανταστείτε έναν εραστή που θα ζούσε όλη του τη ζωή στο πλάι μιας γυναίκας, που θα την αγαπούσε με πάθος και ουδέποτε θα της είχε ζητήσει κάτι, και που θα πέθαινε δίχως να ξέρει τίποτα για εκείνην. Ίσως γιατί θα ήξερε εξαρχής όλα όσα πρέπει να ξέρει» (Ζανκελεβίτς, σσ. 16-17). 

Η αναλογία του έρωτα, όχι απλώς δεν καταρρέει στην περίπτωση του συγγραφέα και του έργου του, αλλά είναι εδώ που καθίσταται πέρα ως πέρα αληθινή: ζητάμε από τον συγγραφέα τη σιωπή του, όπως θα έπρεπε και ο ίδιος να τη ζητάει από την ασίγαστη μυθοπλαστική του δεξιότητα, ήγουν να αποφεύγει να εισέρχεται σε αμφιβόλου ποιότητας αυτομυθοπλαστικές ατραπούς, έτσι ώστε να συντηρείται το πέπλο αθωότητας της γραφής. 

Γράφει ο Ζανκελεβίτς: «Η πράξη της γραφής απαιτεί απόλυτη αθωότητα, και η αθωότητα είναι ολοένα και σπανιότερη σε τούτο το φιλοσοφικό κουκλοθέατρο όπου βασιλεύουν η γνώμη των άλλων και η δόξα του φαίνεσθαι, όπου τα πάντα ξεκινούν και τελειώνουν μ’ ένα χειρόγραφο» (Ζανκελεβίτς, σ. 13). 

Ο Αγγελής αφήνεται στην κατασκευή ενός εξεζητημένου οικοδομήματος –ενός μουσείου του εαυτού του– στο οποίο, ενώ αρχικά προσκαλεί τον αναγνώστη να το περιηγηθεί, χάνεται ο ίδιος στις αίθουσές του. 

Θα παραθέσω εκτενώς.

Από το «Τρίτη, 24 Φεβρουαρίου 1998»:

«Σήμερα πέρασε ο Σαράντος Καργάκος απ’ το βιβλιοπωλείο. Μου παραδίδει ένα μπιλιετάκι και μου λέει “για τον κύριο Αγγελή”. “Ευχαριστώ”, του απαντώ κι εκείνη τη στιγμή συνειδητοποιεί με κάποια αμηχανία ότι αυτός είμαι εγώ, δεν ήξερε το επώνυμό μου. “Νόμιζα”, μου λέει έκπληκτος, “ότι επρόκειτο για κάποιον συνομήλικό μου, έτσι έγραψα και σε μια μικρή κριτική που παρέδωσα στον Ελεύθερο Τύπο. Ας είναι”, μου είπε και χαμογέλασε. Τελικά είναι βέβαιο, γεννήθηκα γέρος» (σ. 10).

Ποιο είναι όμως εδώ το συμπέρασμα; Το προφανές, «γεννήθηκα γέρος», δεν τεκμαίρεται μόνο από το περιστατικό με τον Καργάκο. Ο Αγγελής καταγράφει, στην ίδια καταχώριση, ένα παρόμοιο με τον Μιχαήλ Μήτρα. Τι θα πρέπει λοιπόν να σκεφτούμε; Ότι ο συγγραφέας αυτοσαρκάζεται; Πολύ φοβάμαι ότι δεν είναι τόσο απλό. Άλλο είναι το συμπέρασμα εδώ: Το 1998 ο Αγγελής ήταν 25 ετών· ο Καργάκος, 61. Ο Αγγελής δηλαδή, στα μάτια του Καργάκου, έγραφε αξιακά σαν συνομήλικός του. 

Από το «Δευτέρα, 24 Οκτωβρίου 2011»:

«Παρουσίαση της ποιητικής συλλογής Μαύρο χρήμα του Ντίνου Σιώτη στον “Ιανό”, μαζί με τους Τιτίκα Δημητρούλια και Σάββα Πατσαλίδη. [...] Έχω από καιρό αποφασίσει πως στις παρουσιάσεις βιβλίων θα λέω με ειλικρίνεια και ευθύτητα τη γνώμη μου, αυτό κάνω κι απόψε. Στο τέλος της εκδήλωσης με πλησιάζει ένας στιβαρός μαυροντυμένος άντρας με μουστάκι, λίγο πριν τα εβδομήντα τον υπολογίζω και μου μοιάζει άνθρωπος της αγοράς, με συγχαίρει για το καλό κείμενο που δεν φοβήθηκε, λέει, να σταθεί, με την πρέπουσα ευγένεια πάντα, και κριτικά απέναντι στο βιβλίο, πως αυτό θέλει θάρρος κ λπ. Δεν του δίνω ιδιαίτερη σημασία, έρχομαι πάντα σε δύσκολη θέση όταν μου λένε δημοσίως επαινετικά λόγια – επιπλέον, ο Σιώτης μάλλον δεν έχει καταλάβει την κριτική μου επιφύλαξη και το προτιμώ, οπότε φροντίζω τεχνηέντως ν’ απομακρυνθώ. Βγαίνοντας από το βιβλιοπωλείο, ο ίδιος άνθρωπος μου ξαναπιάνει την κουβέντα κι επιτέλους μου συστήνεται: είναι ο Λάκης Παπαστάθης, ο σκηνοθέτης» (σ. 16).

Αντιπαρέρχομαι ότι στο κείμενο ο Ντίνος Σιώτης παρουσιάζεται κάπως σαν αφελής. Ο Αγγελής, όμως, παρότι δεν παραλείπει να επισημάνει ότι «έρχ[εται] πάντα σε δύσκολη θέση όταν [τ]ου λένε δημοσίως επαινετικά λόγια», δεν φαίνεται να έχει κανέναν ενδοιασμό να μας εξιστορήσει το περιστατικό, ώστε να καταστεί κοινός τόπος. Η καταχώριση ολοκληρώνεται με μια περιγραφή της ανάμνησης του Αγγελή από τη θέαση, «τη δεκαετία του 1990», της ταινίας του Παπαστάθη για τον ζωγράφο Θεόφιλο. Δυστυχώς, η όποια λογοτεχνική αξία της περιγραφής έχει αμαυρωθεί από την οίηση του συγγραφέα. 

Η συνέχεια παρουσιάζει ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο: «Οι χωρίς χρονολογική σειρά εγγραφές υπονομεύουν το είδος του χρονικού ή της μαρτυρίας και δίνουν προτεραιότητα σε μια απολύτως λογοτεχνική κατανόηση της καθημερινότητας». Παραθέτω από την αμέσως επόμενη καταχώριση, μετά δηλαδή από το περιστατικό με τον Παπαστάθη, από το «Παρασκευή, 6 Φεβρουαρίου 1998»:

«Κυκλοφορεί το δοκίμιό μου για τη συγγραφή. Έρχονται τα δέματα, βαθιά αναπνοή, σκίζεις το χαρτόνι, σου αποκαλύπτεται το βιβλιαράκι σαν σπαργανωμένο μωρό –ανακούφιση, είναι όμορφο– με το σχέδιο του Μόραλη στο εξώφυλλο. Η χειροτονία μου στα ιερά γράμματα. Το βράδυ τηλεφωνεί η Νατάσα Κεσμέτη με πολύ καλά λόγια, το ίδιο και η Ελένη Χωρεάνθη, πέρασαν τυχαία και οι δύο το μεσημέρι απ’ το μαγαζί. Επιτέλους, σκέφτομαι: “Έφτασα· έγινα αποδεκτός. Δεν ζητώ τίποτα” (Βιρτζίνια Γουλφ, Τα κύματα, στη μετάφραση του Άρη Μπερλή)» (σ. 17).

Η καταχώριση, μέχρι αυτό το σημείο, αποτυπώνει δικαιολογημένα τον ενθουσιασμό του εικοσιπεντάχρονου Αγγελή που πιάνει στα χέρια του το πρώτο του βιβλίο. Παραθέτω τη συνέχεια, που βρίσκεται μέσα σε αγκύλες, υποδηλώνοντας, πιθανώς, μεταγενέστερη προσθήκη. 

«[Ας υποθέσουμε ότι η λογοτεχνία με επέλεξε, ότι ανταποκρίθηκα στο επιτακτικό, μυστικό της κάλεσμα υπογράφοντας υπερήφανα το συμβόλαιο ζωής που μου έτεινε. Πώς μπορώ να προσφέρω νόημα χωρίς να ματαιοδοξώ ή να καθίσταμαι συνένοχος στη χαμέρπεια της καθημερινότητας των ανθρωπίνων παθών, αλλά αντίθετα να τους προσδίδω μιαν αχλή μεγαλείου; Πώς θα μιλήσω απ’ την πλευρά ενός Παραδείσου που δεν υπάρχει πια κι ίσως να μην υπήρξε παρά μόνο στις κρυφές, ασυνείδητες επιθυμίες μας ως πηγή μιας καταγωγικής ευγένειας που επινοήσαμε για να διατρανώσουμε την αντίθεσή μας στην απολύτως κτηνώδη φύση μας; Λοιπόν γράφω. Υπογράφω. Είναι όμως αυτό αρκετό; Κύριε, αυτό το συμβόλαιο συμφωνεί με το δικό σου;]» (σσ. 17-18). 

Ο Αγγελής άραγε διακρίνει την ειρωνεία που αποκρυσταλλώνεται με τη συνάρμοση των δύο καταχωρίσεων; Διακρίνει ότι η απάντηση στο «Πώς μπορώ να προσφέρω νόημα χωρίς να ματαιοδοξώ ή να καθίσταμαι συνένοχος στη χαμέρπεια της καθημερινότητας των ανθρωπίνων παθών, αλλά αντίθετα να τους προσδίδω μιαν αχλή μεγαλείου;» είναι η αντίσταση στον πειρασμό της οίησης που αποτυπώνεται έκτυπα στο αμέσως προηγούμενο περιστατικό με τον Παπαστάθη;

Συνεχίζω.

Από το «Δευτέρα, 16 Ιουλίου 2012»:

«Πριν φύγω για το φεστιβάλ της Λοντέβ, βρίσκω στο γραμματοκιβώτιο την ακόλουθη επιστολή του Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου. 

Χαλκίδα, Πέμπτη απόγευμα, 12 Ιουλίου 2012

Αγαπητέ μου κ. Αγγελή, 

Σας γράφω υπό το κράτος της λύπης για την παραίτηση του Σταυρού Ζουμπουλάκη από τη διεύθυνση της Νέας Εστίας. Του έγραψα ένα γράμμα το πρωί, τώρα αποφασίζω να γράψω και σ’ εσάς. 

Καθώς συζητούσα με στενό φίλο ποιος θα μπορούσε να αντικαταστήσει επάξια τον Σταύρο, για να μην βουλιάξει το περιοδικό, μου ήρθε στα χείλη το όνομά σας και ο φίλος συμφώνησε ότι αυτή θα ήταν η καλύτερη λύση, αν δεν διευθύνατε τη Νέα Ευθύνη. [...]» (σ. 61).

Η καταχώριση που ακολουθεί είναι ένα διήγημα με τίτλο «Η κεφαλή του Ιωάννη». Ο συνειρμός, κάτι παραπάνω από προφανής αλλά εύστοχος. Πώς όμως να αντιπαρέλθει ο αναγνώστης τη δημοσίευση της επιστολής που εκθειάζει τον Αγγελή; Φαντάζεται αλήθεια ο συγγραφέας τον Σταύρο Ζουμπουλάκη να δημοσιεύει, σε αντίστοιχο πόνημα, τη δική του επιστολή από τον Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλο; Ο Αγγελής υποσκάπτει εαυτόν κάθε φορά που συνειδητοποιεί την αξία του και νιώθει την ανάγκη να τη μεταγράψει στο ημερολόγιο. Το ότι του την επισημαίνουν άλλοι, με ποικίλες εκδηλώσεις θαυμασμού, ουδόλως τον εξιλεώνει. Αντιθέτως κάνει τον ελιγμό του πιο ποταπό καθώς διασύρει ανθρώπους που πιστεύουν σε εκείνον, στο μουσείο του, στο «[...] κουκλοθέατρο όπου βασιλεύουν η γνώμη των άλλων και η δόξα του φαίνεσθαι» (Ζανκελεβίτς, σ. 13).

Γράφει ο Ζανκελεβίτς: «Δεν αρμόζει σε όποιον γράφει να λέει: “το έργο μου”, να μιλά για το προσωπικό του έργο όπως εμείς οι άλλοι, ταπεινοί αναγνώστες, μάρτυρες ή τρίτοι, μιλάμε για το έργο του Προυστ ή του Σιμενόν… [...] [Γ]ια τους άλλους μπορώ να έχω έργο, υπό την προϋπόθεση όμως να μην το γνωρίζω και να μην λοξοκοιτώ την ίδια μου την ιδιοφυΐα, υπό την προϋπόθεση να μη σφετερίζομαι την οπτική των άλλων βλέποντας τον ίδιο τον εαυτό μου. [...] Δεν είναι δουλειά μου να ατενίζω το ίδιο μου το άγαλμα, να με παρατηρώ στον καθρέφτη ενόσω γράφω» (Ζανκελεβίτς, σσ. 11-13, δική μου υπογράμμιση). 

Το κείμενο είναι διάστικτο από παρόμοια περιστατικά, σε τέτοιο βαθμό, που κυριολεκτικά δυσκολεύεται κανείς να συνεχίσει την ανάγνωση.

Από το «Τρίτη, 15 Ιανουαρίου 1991»:

«Συνεχίζεται η κατάληψη στο 2ο Λύκειο Μοσχάτου, έχει προστεθεί τώρα και η δολοφονία Τεμπονέρα. Το απόγευμα στο φροντιστήριο, στην ώρα της Ιστορίας, δίνω το τετράδιό μου στην Κ., που κάθεται μπροστά, μ’ ένα δικό μου ποίημα πάνω στην επικαιρότητα. Κρατάει το τετράδιο και το αντιγράφει βιαστικά στο δικό της. Όταν τελειώνει το μάθημα κι αποχωρούμε, με ρωτάει καθώς κατεβαίνουμε τις σκάλες “Το ποίημα είναι του Ρίτσου;”. “Όχι” της λέω, “δικό μου”. Δεν με πιστεύει» (σ. 73). 

Από το «Τετάρτη, 31 Ιανουαρίου 2007»:

«Τυπώθηκε το τεύχος της Παρόδου για τον Τσιρόπουλο, που έχω επιμεληθεί. Φεύγω απ’ το γραφείο στις 2 το μεσημέρι για να πάω στον βιβλιοδέτη στη Μεταμόρφωση και να παραλάβω τα 170 αντίτυπα που ζήτησα. Το βράδυ βγαίνουμε με τον Τσιρόπουλο στην “Αθηναΐδα” και φεύγοντας του δίνω ένα τεύχος σε φάκελο κλειστό, λέγοντάς του ότι δήθεν είναι ένα κείμενο δικό μου και θέλω τη γνώμη του – ο ίδιος δεν γνώριζε τίποτα για το αφιέρωμα. Μου τηλεφωνεί απ’ το σπίτι του έκπληκτος. Και την επομένη, μου τηλεφωνεί άλλες τέσσερις φορές απ’ τον ενθουσιασμό του» (σ. 105).

Παρατηρήστε ότι το βραδινό τηλεφώνημα Τσιρόπουλου υποδηλώνει έκπληξη, γιατί το τεύχος είναι αφιερωμένο σε εκείνον. Τα τέσσερα τηλεφωνήματα της επόμενη μέρας, όμως, υποδηλώνουν ότι ο Αγγελής έχει κάνει εξαίρετη δουλειά. Η μεταγραφή αυτής της καθόλα ιδιωτικής στιγμής συνιστά προδοσία. Δεν θα έλεγα κάτι τόσο βαρύ για τον οποιοδήποτε, γιατί δεν θα περίμενα να μπορεί να το διακρίνει. Ο Αγγελής όμως, που θεωρεί τον Τσιρόπουλο μέντορά του, θα έπρεπε να προστατεύσει την αυθόρμητη, σχεδόν παιδιάστικη συμπεριφορά, γιατί, εκτός από ενθουσιασμό, υποδηλώνει και συγκίνηση. Και η συγκίνηση αυτή σκυλεύεται για να μάθουμε εμείς ποσό υποδειγματικά τίμησε τον δάσκαλό του; Ελάχιστες φορές καθίσταται τόσο διακριτή μια ετερογονία των σκοπών. 

Δυστυχώς, δεν είναι το μοναδικό περιστατικό. 

Από το «Δευτέρα, 14 Φεβρουαρίου 2000»:

«Στο Μέγαρο Μουσικής με τους Αλέξανδρο και Ελένη Σταυροπούλου για τη Μαριάν Ολοπιστή (Marian Faithfull) που τραγουδάει τα Επτά θανάσιμα αμαρτήματα του Κουρτ Βάιλ. Τραγουδάει με πάθος, αν και η φωνή της δεν είναι πια όπως παλιά, ως παρουσία όμως γεμίζει τη σκηνή. Μετά συναντούμε τον Τσιρόπουλο στο κουτούκι της οδού Έβρου. Φεύγοντας με πιάνει απ’ το μπράτσο και μου λέει κάτι συγκινητικό: “Όταν μια μέρα γίνεις σπουδαίος, να έρθεις εκεί που θα είμαι να μου το πεις”. “Δεν θα γίνω ποτέ οπότε μη με περιμένετε”, του απαντώ γελώντας για να ελαφρύνω την ατμόσφαιρα» (σσ. 247-248). 

Μα αυτό δεν είναι καν συγκινητικό, όπως διατείνεται ο Αγγελής. Τι, αλήθεια, προσφέρει στον αναγνώστη η συγκεκριμένη καταχώριση, εκτός από ασέβεια, ξανά, προς τη μνήμη Τσιρόπουλου; Θα τη διαβάσει κάποιος και θα εκτιμήσει το πόσο πίστευε ο Τσιρόπουλος στον Αγγελή και πόσο ταπεινόφρων ήταν εκείνος; 

Δυστυχώς, ξανά, με τον ίδιο τρόπο χρησιμοποιεί ο συγγραφέας και τη φιλία του με τον Ηλία Λάγιο. 

«“Εμένα που με βλέπεις”, μου απάντησε αυτολεξεί, “έχω να φάω από την προηγούμενη εβδομάδα, μόνο πίνω”» (σ. 94). 

Και πάλι, η σιωπή του συγγραφέα θα ήταν ενδεδειγμένη. Το πιο αλλόκοτο σε όλα αυτά είναι ότι ο Αγγελής, πριν διαβάσω το βιβλίο, από τα κείμενα που δημοσιεύει στον τύπο, μου έδινε εντελώς διαφορετική εντύπωση.  

«Η αλήθεια είναι πως δεν μπορώ τις σαχλοκουβέντες, με καίνε άλλα θέματα: ό,τι δεν έχει σχέση με λογοτεχνία, κινηματογράφο, θέατρο, θεολογία, είναι χαμένος χρόνος» (σ. 173), έχει δηλώσει νωρίτερα ο Αγγελής. Το μόνο ελαφρυντικό, για τη συγκεκριμένη δήλωση, ότι καταγράφεται σε καταχώριση του 1998, αλλά, και πάλι, πώς να σταθεί ο αναγνώστης απέναντι σε κάτι τέτοιο ενώ διαβάζει ό,τι διαβάζει; 

Ας κοιτάξουμε λίγο αυτό το «τσαλακώνεται», που αναφέρει ο Αγγελής στο οπισθόφυλλο. Υπάρχουν διάφορα περιστατικά, ειδικά από τη νεότητα του συγγραφέα, όπου διακρίνεται η εφηβική και μετεφηβική αδολεσχία του. Όπως υπάρχουν και μερικά περιστατικά, όπως όταν ο διευθυντής του τοπικού «Σκλαβενίτη» τού λέει ότι τον είδε στην τηλεόραση, σε εκπομπή του Κώστα Χαρδαβέλλα (σ. 152), ή όταν «ο σπουδαίος Πορτογάλος ποιητής Νούνο Ζούντισε» (σ. 131) τον βλέπει, σε πτήση που τυγχάνει να κάθεται δίπλα του, να παρακολουθεί μια κινηματογραφική ταινία αμφιβόλου ποιότητας, ή, ακόμα κι όταν ομολογεί ότι “μαγείρεψε” το αποτέλεσμα ηλεκτρονικής ψηφοφορίας για την επιλογή του ονόματος –«Φρέαρ»– του περιοδικού που διευθύνει (σ. 112). Όλα πταίσματα. Ανάξια λόγου.

Διερωτώμαι λοιπόν τι ακριβώς συμβαίνει με το πραγματικό «τσαλακώνεται». Κατά την άποψή μου ολόκληρο το βιβλίο, με μερικές εξαιρέσεις διηγημάτων, σύντομων δοκιμιακού χαρακτήρα καταχωρίσεων και μερικών ποιημάτων, συνιστά ένα σοκαριστικό και απρόσμενο τσαλάκωμα ολκής. Δεν νομίζω όμως ότι ο Αγγελής προσμετρά ως «τσαλάκωμα» όλα όσα του προσάπτω. Το βιβλίο δεν είναι απλώς περιορισμένης λογοτεχνικής αξίας. Είναι ισοπεδωτικό για τον συγγραφέα, γιατί βάλλει κατά του προσώπου του – αυτομυθοπλασία γαρ. Έτσι αντιλαμβάνεται άραγε την «ηθική ευθύνη και την ηθική ευσέβεια» που τον «υποχρεώνει να συνδέ[ει] το απτό και ένσαρκο παρόν με πράγματα αλλοτινά, απόντα και αόρατα», που χρησιμοποιεί ως μότο;

Ο Αγγελής, για να πιάσω ξανά το νήμα της αρχής, προάγει αυτή τη «στιγμογραφική περιέργεια» που αναφέρει ο Ζανκελεβίτς, που απομακρύνει από τη συμπάθεια. Ο αναγνώστης αποπροσανατολίζεται από «μια επιπόλαιη και γελοία γνώση» εκφάνσεων ματαιοδοξίας και αυταρέσκειας, που εμποδίζει την όποια δόκιμη συμπάθεια θα έπρεπε να καλλιεργεί ο Αγγελής προς το πρόσωπό του, που υπό λογοτεχνικούς όρους, προφανώς, σημαίνει προς το υπόλοιπο έργο του. Για να το πω με τα λόγια του Ζανκελεβίτς, ο Αγγελής, προτάσσοντας όλες αυτές τις «σκαμπρόζικες λεπτομέρειες» είναι σαν να καταβάλλει προσπάθεια για να μην τον γνωρίσουμε. 

«Η Νατάσα Πολονύ στα Χαμένα παιδιά μας την ορίζει πολύ εύστοχα: “Η Αιδώς είναι η ενστικτώδης αίσθηση για το τι πρέπει να κάνουμε ώστε να φανούμε αντάξιοι του βλέμματος του άλλου”» (σ. 125). 

Αναρωτιέται άραγε ο συγγραφέας, έστω φευγαλέα, αν η ρήση δύναται να προκαλεί συνειρμούς και για τη δική του περίπτωση;

— Δημήτρης Αγγελής, Σκίτσα δρόμων κι έναστρης νύχταςΕπιλογή από τα Ημερολόγια, Πόλις: 2024, 272 σελίδες, ISBN: 9789604356898, τιμή: €17,70.