Skip to main content
Πέμπτη 22 Μαΐου 2025
Τυφλά γουρούνια

Το Τυφλό γουρούνι στη Δεύτερη οδό είναι το βιβλίο που γράφει ο Κρις Φίλιπς, αφού έχει διαβάσει τα απομνημονεύματα του θείου του Λη Φίλιπς, με τίτλο Αριστερή πλευρίτιδα: αναμνήσεις ενός Αμερικανού Κόκκινου. Ο Λη Φίλιπς και ο αδερφός του Τζον, ή Ηλίας και Γιάννης Φιλιππόπουλος, μεταναστεύουν από την Αθήνα στην Αμερική το 1918. Ο αφηγητής, γιος του Τζον, γράφει το Τυφλό γουρούνι κάπου στο τέλος του 1968, εποχή που παίρνει την απόφαση να εγκαταλείψει τη γενέτειρά του, το Μέμφις του Τενεσί. Το μυθιστόρημα συνιστά εξιστόρηση μισού αιώνα ζωής της οικογένειας Φιλιππόπουλου.  

Παρόμοιο μηχανισμό κατόπτρων έχει χρησιμοποιήσει η Σώτη Τριανταφύλλου (Αθήνα, 1957) σε δύο πρόσφατα μυθιστόρηματά της: Το τέλος του κόσμου σε αγγλικό κήπο (Πατάκης, 2017) και το Άκου το λιοντάρι (Πατάκης, 2023). Και στα δύο είχα επισημάνει αρετές, που απαιτούσαν όμως προσεκτικές αναγνώσεις για να γίνουν διακριτές. Δεν ισχύει το ίδιο για το Τυφλό γουρούνι στη Δεύτερη οδό. Εδώ, το κείμενο ξεχωρίζει με διαφορετικό τρόπο. Εδώ, ο μύθος και η γλώσσα συμπλέκονται ιδανικά. Οι αρετές είναι προφανείς και ο αναγνώστης διαβάζει το πεντακοσίων σελίδων μυθιστόρημα χωρίς να πισωπατά ή να χάνει την ισορροπία του. 

Αναπόφευκτα μπήκα στον πειρασμό να σκεφτώ τις διαφορές σε σχέση με το προηγούμενο βιβλίο της Τριανταφύλλου. Είναι άλλο να διαβάζει κανείς για την Αθήνα της δεκαετίας του ‘80, στην οποία εκτυλίσσεται το Άκου το λιοντάρι, και άλλο για το Μέμφις του πρώτου μισού του 20ου αιώνα. Η βιωματική πρόσβασή μου στην εποχή του προηγούμενου βιβλίου της Τριανταφύλλου λειτουργούσε επιβαρυντικά. Κάτι που προφανώς δεν ισχύει για το παρόν έργο. Όσο έχει ζήσει ο Έλληνας αναγνώστης στη Μέμφιδα της εποχής άλλο τόσο έχει ζήσει και η Τριανταφύλλου. Ναι, προφανώς η διαφορά ανάμεσα στα δύο βιβλία δεν συνίσταται απλώς στις χωροχρονικές προκείμενες. Επιμένω όμως στο συγκεκριμένο σημείο, γιατί αναδεικνύει ότι η λογοτεχνία πολλές φορές είναι περισσότερο μια άσκηση ελλειπτικότητας και απόκρυψης, ή προγραμματικά ελεγχόμενης παράθεσης, παρά ένα πεδίο που προσφέρεται για βιωματικές ή μνημονικές συγκρίσεις και ταυτίσεις. Στο σημείο αυτό θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς στον συλλογισμό μου ότι Το τέλος του κόσμου σε αγγλικό κήπο, που εκτυλίσσεται στην Αγγλία του Κρόμγουελ, επίσης δεν προσφέρεται για βιωματικές ταυτίσεις αλλά πάλι υποστηρίζω ότι είναι δυσπρόσιτο. Θα εξηγήσω παρακάτω γιατί πιστεύω ότι Το τυφλό γουρούνι διαθέτει μια επιπλέον αιχμή που σχετίζεται άμεσα με την Αμερική.

Η Τριανταφύλλου στήνει ένα εξαιρετικό σκηνικό στο οποίο ξεχωρίζει αμέσως η σημασία στη λεπτομέρεια. Ποια λεπτομέρεια όμως; Όχι αυτή που βρίσκεται ακριβώς μπροστά στα μάτια μας αλλά το σύνολο των στοιχείων –νοηματικών και πραγματικών “props”– που συνιστούν τον μυθιστορηματικό ορίζοντα, τα οποία δίνουν τον τόνο και υποστηρίζουν την ατμόσφαιρα του έργου. 

Θα προσπαθήσω να το εξηγήσω αυτό. Ας μεταφερθούμε για λίγο στο πεδίο των εικαστικών. Ο Μωρίς Μερλώ-Ποντύ μάς προσφέρει μια παρατήρηση στο Φαινομενολογία της αντίληψης (Gallimard, 1944): Για χρόνια, λέει, οι μεγάλοι καλλιτέχνες της Αναγέννησης προσπαθούσαν να ζωγραφίσουν αληθοφανή πορτρέτα. Αποτύγχαναν όμως γιατί διέλαθε την προσοχή τους η απειροελάχιστη αντανάκλαση που σχηματίζεται στην κόρη των ματιών. Τους διέφευγε δηλαδή αυτό ακριβώς που ήταν, κυριολεκτικά και μεταφορικά, μπροστά στα μάτια τους. Χρησιμοποιώ το παράδειγμα για να υπογραμμίσω πώς ακριβώς ανεπαίσθητες λεπτομέρειες τείνουν να αναδεικνύουν ή να δυναμιτίζουν το οργανικό σύνολο της αντίληψης. Η γραφή διατείνομαι λειτουργεί με παρόμοιο τρόπο. 

Αυτό που οφείλει να προσέξει κανείς, εδώ, είναι ότι η επινοητικότητα του μυθιστοριογράφου έγκειται σε μεγάλο βαθμό στην ικανότητά του να ανακαλύπτει αυτό ακριβώς που στέκει μπροστά στα μάτια μας, αλλά διαφεύγει τη συνείδηση. Και διαφεύγει γιατί είναι ακριβώς αυτό που φέρνει το ζητούμενο στο όριο της προσοχής, για να το καταστήσει όχι μόνο υπαρκτό αλλά και αισθητικά ξεχωριστό. Η γραφή οφείλει να είναι μια πλήρως ελεγχόμενη ακολουθία εκρήξεων που λαμβάνει χώρα στους αντιληπτικούς κάλυκες του νου.  

Παραθέτω:

«Έγραφα λίγες σελίδες κάθε βράδυ στη διαδρομή για την Καλιφόρνια, όπου πήγα να βρω τον αδερφό μου, τον Πάντυ, κι ύστερα για τη Μοντάνα, όπου πήγα να βρω τη Μέρυ Κέυ. Έβαλα το χειρόγραφο –τριακόσιες είκοσι σελίδες γραφομηχανής μαζί με τις μουτζούρες και τα σβησίματα– στο ντουλαπάκι του στέισον βάγκον, ανάμεσα σε διάφορα μικροπράγματα: έναν φακό, ένα ζευγάρι μάλλινα γάντια, την άδεια του αυτοκινήτου και δύο κλήσεις της τροχαίας για υπέρβαση του ορίου ταχύτητας. Και θα το ξεχνούσα εκεί αν, επιστρέφοντας στο Μέμφις, δεν πήγαινα στη μάντρα του Χάρι Γουάιτ να ανταλλάξω το στέισον βάγκον με ένα παλιό Ολντσμομπιλ» (σ. 11).

Το απόσπασμα βρίσκεται στην πρώτη σελίδα, μετά την πρόταση που ανοίγει το μυθιστόρημα. Παρατηρήστε πώς το χειρόγραφο του βιβλίου που διαβάζουμε υποβιβάζεται σε κάτι τετριμμένο. Προσέξτε αυτό το «έγραφα λίγες σελίδες κάθε βράδυ στη διαδρομή». Προσέξτε τις «μουτζούρες και τα σβησίματα», όπως όμως και ότι το χειρόγραφο εξισώνεται τύποις με μια σειρά ευτελών αντικειμένων: φακός, γάντια, δύο κλήσεις της τροχαίας. «Και θα το ξεχνούσα εκεί», γράφει η Τριανταφύλλου. Όλα αυτά τα στοιχεία αφήνονται να διηθηθούν στο σώμα του βιβλίου. Δένονται όμως και με άλλες, επίσης ανεπαίσθητες λεπτομέρειες όπως αυτή την επαναλαμβανόμενη φράση του ήρωα «ας μην προτρέχω όμως», που, σε κομβικά σημεία, ενσταλάζει στο διεξοδικά δουλεμένο κείμενο μια υπόνοια απερισκεψίας. Ενσταλάζει την αυστηρά κατασκευασμένη προχειρότητα που συνάδει με τον χαρακτήρα του πρωταγωνιστή: ενός μεθοδικού και φιλομαθή δημοσιογράφου, σε μια κρίσιμη, γεμάτη αναταράξεις και αβεβαιότητα, καμπή της ζωής του.

Η προχειρότητα αυτή υποβάλλει τον αναγνώστη τόσο στους ρυθμούς της χωροχρονικής περιπλάνησης του ήρωα όσο και στον εσώτερο ρυθμό της διαρκούς αμφισβήτησης. «Να τα λέμε κι αυτά», γράφει σε αρκετά σημεία μπαίνοντας σε διάλογο τόσο με τον κομμουνιστή θείο του όσο όμως και με το τιμώμενο πρόσωπο: τον αναγνώστη. 

Σε ουκ ολίγα σημεία, ομολογώ ότι λησμονούσα ότι έπρεπε να αξιολογήσω το βιβλίο και όχι απλώς να το διαβάσω, και αυτό συνέβαινε όχι λόγω φτηνής, καταιγιστικής δράσης. Η Τριανταφύλλου συναρμόζει σε πολλά επίπεδα μια θαυμαστή ισορροπία φωνών. 

Πρώτον. Η συγγραφέας, βάζοντας την πρωτοπρόσωπη αφήγηση στο στόμα του ανιψιού ενός οικονομικού μετανάστη από την Ελλάδα επιτρέπει στον ήρωά της να μιλάει μια γλώσσα αληθινή: του επιτρέπει να τσαλαβουτάει τρόπον τινά δόκιμα τόσο στο αμερικανικό όσο και στο ελληνικό ιδιόλεκτο της εποχής με χαρακτηριστική άνεση. Οι όποιοι αγγλισμοί του κειμένου χρίζονται έτσι υφολογικά εχέγγυα και όχι αβλεψίες.  

«Οι γιατροί βρήκαν τον Τζον και τον Λη “strong as oxen” – γερούς σαν βόδια· αλλά, αν και η  λέξη τούς πρόσβαλε, απεδείχθη ότι στα αμερικανικά “βόδι” δεν ήταν το ίδιο με το “βόιδι”» (σ. 66).

Δεύτερον. Στο μυθιστόρημα γίνεται υποδειγματική χρήση υποσημειώσεων, που ανάγονται σε οργανικό κομμάτι του ύφους, έτσι όπως κομίζουν πραγματολογικές ιστορικές πληροφορίες εμφορούμενες όμως από το βιτριολικό ύφος του αφηγητή. Ο αναγνώστης ουδέποτε τις προσπερνάει καθώς εντός τους αναφύονται χολερικά σχόλια.

«[...] Ο Νιξον εμφανίστηκε στην τηλεόραση και αφού περιέγραψε τις ταπεινές του ρίζες –ο πατέρας του ήταν μπακάλης– είπε πως όποιο κι αν ήταν το αποτέλεσμα των κατηγοριών εναντίον του, ακόμα κι αν έχανε όλη του την περιουσία, θα κρατούσε κοντά του το αγαπημένο σκυλί της οικογένειας, τον Τσέκερς. Ο Ρίτσαρντ Νίξον μού φαίνεται μεγάααλος μαλάκας» (σ. 443). 

Τρίτον. Στο μυθιστόρημα παρεμβάλλονται ανά τακτά διαστήματα οι επιστολές του Χρήστου Φιλιππόπουλου, πατέρα των Λη και Τζον, που ζει στην Αθήνα. Οι επιστολές, γραμμένες στην καθαρεύουσα, ο Χρήστος είναι εξάλλου δάσκαλος, προσδίδουν στο κείμενο μια σουρεαλιστική ποιότητα που αναδεικνύεται στην αντίστιξή τους με τη γλώσσα του αφηγητή η οποία υπαινίσσεται διαρκώς αυτά τα “ελληνικοποιημένα” (sic) αγγλικά του. 

«Αγαπητά μου παιδιά, εδοκίμασα ένα αμερικανικόν προϊόν που κάμνει θραύσιν εν Αθήναις· είμαι βέβαιος ότι το γνωρίζετε: την τσίκλαν, την οποία μασουλίζει κανείς χωρίς να την καταπίνει και η οποία συντελεί εις την εύοσμον αναπνοήν. Η τσίκλα έχει τόσην επιτυχίαν, ώστε εις τοπικόν αναψυκτήριον είδα την γνώστην καλλιτέχνιδα Μαρίκαν Παλαίστη να τραγουδά μασώντας τσίκλαν ωσάν μηρυκαστικόν, Ηλία, παιδί μου, η κυρία εκ Μόσχας ορμωμένη, αφίχθη εις Αθήνας μετά την επικράτησιν των μπολσεβίκων· δεν ονειρεύονται άπαντες την σοβιετικήν Ρωσίαν όπως εσύ. Αλλά, αν και θρυλείται ότι κάποτε ήτο η αγαπημένη σοπράνο του Τσάρου Νικόλαου, άδει ως ιχθύς. Ενδεχομένως ευθύνεται η τσίκλα» (σ. 388). 

Παραθέτω από το τέλος: «Μ’ αρέσει η μυρωδιά και το θρόισμα του γρασιδιού· ιδιαίτερα νωρίς το πρωί, όταν οι φαιοί αλωνιστές πίνουν τις σταγόνες της πάχνης» (σ. 505).

Ο ήρωας μπορεί να ορθώνεται στον αντίποδα του μυθικού αντισυνταγματάρχη Μπιλ Κίλγκορ: «Μ’ αρέσει η μυρωδιά των ναπάλμ το πρωί», αλλά παραμένει βαθιά Αμερικάνος. Η ζωή στον Νότο, η θητεία στην Κορέα, η εμμονή στο μπέιζμπολ και στην εφημερίδα, στον «Κήρυκα του Μέμφις», που κατά κάποιο τρόπο είναι το μεγάλο του σχολείο, όλα αναδεικνύουν την υπερβολή και την περιχαράκωση, την οργιώδη ευθύτητα και πληθωρικότητα της Αμερικής που πίσω από τους πολέμους υπερπαραγωγές τους οποίους διεξήγαγε, εξύφανε και μια μεγαλειώδη πολιτισμική αποικιοκρατία. Για να παραφράσω τον Μποντριγιάρ (Ομοιώματα και προσομοίωση, 1981), στο γνωστό απόσπασμα που συζητά την ταινία του Κόπολα: η ισχύς της αμερικανικής κουλτούρας αποδείχθηκε ίση και ανώτερη από αυτή του στρατιωτικό-βιομηχανικού συμπλέγματός της.

Αυτή ακριβώς είναι και η αιχμή της Αμερικής, που υπαινίχθηκα πιο πάνω. Το ότι το μυθιστόρημα της Τριανταφύλλου ψυχαγωγεί, μπορεί να οφείλεται στη δεινότητα της συγγραφέως αλλά η βαθύτερη σαγήνη του μύθου του είναι πέρα ως πέρα απότοκος μιας πολιτισμικής εποποιίας που γεννιέται με τον Χακ Φιν του Μαρκ Τουέιν, ανδρώνεται μέσα από τον Τζακ Κέρουακ και τον Χάντερ Τόμσον, και φτάνει σε ζηλευτές εκλεπτύνσεις στο έργο του Φίλιπ Ροθ – τα ονόματα είναι ενδεικτικά και επιλεγμένα για να συνάδουν με το ύφος του μυθιστορήματος.  

Το μυθιστόρημα εξάλλου φέρει το ίδιο μότο με το Οι περιπέτειες του Χάκλμπερρυ Φιν, του Μαρκ Τουέιν:

«Όποιος προσπαθήσει να βρει κίνητρο σε αυτή την αφήγηση θα υποστεί κυρώσεις. Όποιος προσπαθήσει να βρει ηθικό δίδαγμα θα εξοριστεί. Όποιος προσπαθήσει να βρει πλοκή θα τιμωρηθεί με πυροβολισμό».

Στις σελίδες του συμπλέκονται και συγκρούονται δύο κόσμοι: Αμερική και Σοβιετική Ένωση. Πιο συγκεκριμένα, ο αναπόδραστος συντηρητισμός των ανθρώπων της «Ζώνης της Βίβλου» συγκρούεται και συμπλέκεται με τη δογματική αφέλεια του εστετισμού που χαρακτήριζε τον λαό της Σοβιετικής Ένωσης, ειδικά τα χρόνια πριν τις αποκαλύψεις των τακτικών του Στάλιν. 

Αμφότεροι όμως οι κόσμοι λοιδορούνται συστηματικά και μεθοδευμένα μέσα από τη λεπτή ειρωνεία που διατρέχει ολόκληρο το μυθιστόρημα. Καμιά από τις δύο πλευρές δεν στέκει με αξιώσεις. Η Τριανταφύλλου ουδόλως χαρίζεται στην Αμερική της συγκεκριμένης εποχής και περιοχής – ουδόλως χαρίζεται στην Αμερική γενικά. Στον χαρακτήρα του ήρωά της καθρεφτίζεται όμως δόκιμα ο τρόπος με τον οποίο, πάντα, η υποκειμενική ματιά και τα προσωπικά κίνητρα πραγματεύονται το συλλογικό πλαίσιο:

«Τον Ιούνιο του ’68, όταν δολοφονήθηκε ο Μπόμπι Κένεντι, είχαμε χωρίσει με τη Σούζαν. Είδα την έκτακτη είδηση στο CBS μονάχος μου γυρίζοντας στο σπίτι από την εφημερίδα. Για πρώτη φορά η υποδειγματική ψυχραιμία του Κρόνκαϊτ μου φάνηκε απρεπής: “Στο Λος Άντζελες τρεις σφαίρες…” – θα προτιμούσα να βάλει τα κλάματα μπροστά στην κάμερα» (σ. 416). 

Τα «Τυφλά γουρούνια» ήταν λαϊκές παραλλαγές των Speakeasies της ποτοαπαγόρευσης. «[...] Πρόσφεραν στους πελάτες ένα αξιοθέατο –ένα ακροβατικό ή χορευτικό νούμερο– [ένα τυφλό γουρούνι, για παράδειγμα] για το οποίο τους χρέωναν και στη συνέχεια τους κερνούσαν αλκοολούχα ποτά», όπως εξηγεί η συγγραφέας στην προμετωπίδα. Ο πατέρας του ήρωα θα στήσει ένα, στα τέλη της δεκαετίας του ’30. Ακριβώς λίγο πριν το μεγάλο κραχ. «Το “Τυφλό γουρούνι στη Δεύτερη οδό” ήταν ένα μέρος όπου συνέβαιναν πράγματα· όπου μουσικές ιδιοφυίες αυτοσχεδίαζαν με τόση αλεγρία ώστε έπεφταν τέζα» (σ. 130). Μερικές από τις καλύτερες σελίδες του βιβλίου εκτυλίσσονται σε αυτό το σημείο.

Στο βιβλίο υπάρχει πλοκή και κίνητρο. Όπως υπάρχει και ηθικό δίδαγμα: η αλήθεια είναι ότι από τη σωστή γωνία όλοι δείχνουμε σαν τυφλά γουρούνια.

— Σώτη Τριανταφύλλου, Το τυφλό γουρούνι στη Δεύτερη οδό, Πατάκης: 2025, 512 σελίδες, ISBN: 9786180707571, τιμή: €20,90.