Το τελευταίο βιβλίο του Χάρη Βλαβιανού είναι ένα πεζό, σε μορφή διαλόγων, που όμως διαθέτει και τέσσερις μεταφράσεις από την εξαιρετική ποιητική συλλογή The World’s Wife (1999) της Carol Ann Duffy, καθώς και μεταφράσεις δύο διαλόγων του Dmitri Prigov που ο Βλαβιανός τους άκουσε να «παίζονται» στο Φεστιβάλ Ποίησης του Λονδίνου το 2001. Κρατήστε αυτό το να «παίζονται», που σωστά τονίζει ο συγγραφέας διαχωρίζοντας το «παίξιμο» από τη συνήθη πρακτική ανάγνωσης ποιημάτων. Μου αρέσει η διάκριση, καθώς το ποίημα δύναται να διαβάζεται φωναχτά –ειδικά από μη ηθοποιούς– αλλά ο διάλογος, ως άτυπο είδος θεατρικού μπονζάι, ιδανικά, πρέπει να «παίζεται».
Ο Σωκράτης είναι ο αγνότερος των δυτικών στοχαστών, πρωτίστως επειδή δεν γράφει. Αυτό δεν το λέω εγώ. Μας το μεταφέρει ο Χάιντεγκερ, έτσι όπως τον διαβάζει ο Τζορτζ Στάινερ στο Χάιντεγκερ (μτφρ. Ασ. Καραβαντά, Πατάκης: 2009). Ο Στάινερ συνιστά εξαιρετική περίπτωση αναγνώστη φιλοσοφίας, γιατί δεν διαβάζει τα φιλοσοφικά κείμενα με την ιδιότητα του φιλοσόφου αλλά του καθηγητή συγκριτικής λογοτεχνίας – η διαφορά είναι τεράστια, πιστέψτε με. Ο Σωκράτης λοιπόν στέκεται στο απυρόβλητο –«αγνότερος»– και για έναν επιπλέον λόγο: γιατί δεν τον έχουμε γνωρίσει εμείς, αλλά ο μαθητής του, ο Πλάτωνας. Άρα, ο Πλάτωνας έχει κατασκευάσει τον Σωκράτη μέσα από τους περίφημους διαλόγους του, που συνιστούν και έξοχα λογοτεχνικά δημιουργήματα. Πάντα ήμουν της άποψης ότι θα πρέπει κανείς να διαβάζει Πλάτωνα πριν κοιμηθεί και Αριστοτέλη μόλις ξυπνήσει, αλλά αυτή είναι άλλη ιστορία. Ο Σωκράτης λοιπόν δεν γράφει. Ο γραπτός λόγος, με πολλούς τρόπους, σκοτώνει τη ροή της αφήγησης αλλά, και στην περίπτωση της επιχειρηματολογίας, ναρκώνει τη σκέψη γιατί αποκρυσταλλώνει την ενάρετη πλαστικότητα των ελιγμών που επιδέχεται πάντα η προφορικότητα. Μα, θα επαναστατήσει κάποιος εδώ, η δυτική σκέψη και ειδικά η αναλυτική σκέψη βασίζεται στην περίφημη αυστηρότητα (rigor) που τόσο έχει εκθειαστεί από τους επαΐοντες! Παρατηρήστε όμως ότι αυτό το «rigor» τής αυστηρότητας είναι συστατικό και του «rigor mortis», της νεκρικής ακαμψίας. Ο Στάινερ, λίγο μετά το σημείο που μιλάει για τον Σωκράτη, διατυπώνει μια εκπληκτική σκέψη: «Είναι ο σοφιστής, ο ρήτορας, αυτός που αγορεύει επί πληρωμή, αυτοί που εμπιστεύονται την τέχνη τους στη γραφή. Αντίθετα, ο αληθινός ποιητής είναι πάντα ένας ραψωδός που εκφράζεται δια της ζώσης ομιλίας» (Χάιντεγκερ, σ. 19). Τι θέλω να πω με όλα αυτά; Θέλω να σας κάνω να αντιληφθείτε τη δυναμική του προφορικού λόγου για να δείξω τη λειτουργία του διαλόγου ως εργαλείου που ενίοτε καταφέρνει πολύ περισσότερα από το στεγνό λογικό επιχείρημα της αναλυτικής σκέψης. Ένα επιχείρημα δεν προτάσσεται ποτέ για να το θαυμάσουμε per se, καθαυτό. Το επιχείρημα δεν είναι γραμματόσημο να μετρήσουμε τα δοντάκια του, ή πίνακας να αφεθούμε στη σαγήνη του, αν και ασφαλώς έχουν παρατηρηθεί και τέτοιες περιπτώσεις. Το επιχείρημα, που δείχνει αλλιώς τα δόντια του έχει ως σκοπό την πειθώ. Και η πειθώ, όπως γνωρίζουν πολύ καλά πάσης φύσης επικοινωνιολόγοι και σύμβουλοι στρατηγικής, δεν εδράζεται μόνο στη λογική. Γράφει ο Στάινερ: «Ο αληθινός στοχαστής και ο αυθεντικός παιδαγωγός βασίζονται πάνω απ’ όλα στον προφορικό διάλογο, στη μοναδικά εστιασμένη δυναμική της άμεσης προσαγόρευσης, καθώς συμπλέκουν την ερώτηση με την απάντηση και τη ζωντανή εκφώνηση με τη ζωντανή πρόσληψη» (ό.π.). Ο ποιητής λοιπόν, της προφορικής παράδοσης πείθει γιατί καταφέρνει να ενορχηστρώσει και άλλες χάρες πέραν της λογικής. Προσέξτε πόσο σημαντική είναι αυτή η σύμπλεξη της ερώτησης με την απάντηση αλλά και το ζωντανό στοιχείο στην εκφώνηση και την πρόσληψη. Ο διάλογος, ουσιαστικά, συμπλέκει κάτι πολύ περισσότερο από δύο εγκεφάλους που αναλύουν προκείμενες και ελέγχουν την εγκυρότητα του επιχειρήματος. Ο διάλογος συνιστά πρωτίστως χορό ζώντων σωμάτων και σε αυτό το «σωμάτων» θέλω να σκεφτείτε την ενάρετη όψη του θυμικού· θυμικού, που στο λεξικό αντιπαρατίθεται στη λογική. Μα για στάσου, ρε άνθρωπε, ή το επιχείρημα στέκει ή δεν στέκει, δεν υπάρχει μέση οδός! Πολύ σωστά, αλλά το ζητούμενο δεν είναι να πρυτανεύσει η λογική, και να αξιολογηθεί το επιχείρημα· ποτέ δεν ήταν αυτό το ζητούμενο, γιατί από νωρίς κάποιοι κατάλαβαν την εγγενή ροπή του ανθρώπου στο παράλογο, όπως εξάλλου θα σας πείσει μια βόλτα στην Τήνο ντάλα Δεκαπενταύγουστο ή, για να μην σας ξεβολεύω, μια ανάγνωση των διαλόγων του Βλαβιανού. Όποιος νομίζει ότι οι άνθρωποι αρέσκονται να διαβάζουν λογικά επιχειρήματα, συγγραφικά, δεν θα μακροημερεύσει. Αυτός εξάλλου είναι και ένας από τους λόγους που ο συγγραφέας διατείνεται ότι «στο σπήλαιο κάνουν όλοι πάρτι», όπως διαβάζουμε και στον υπότιτλο του βιβλίου. Ο Βλαβιανός γράφει ένα βιβλίο που βρίθει διαλόγων που από μία άποψη δεν θα έπρεπε να είχαν γραφτεί, γιατί το βιβλίο αξίζει να παίζεται και όχι να διαβάζεται. Ναι, εντάξει, υπερβάλλω, αλλά η συλλογή αυτή των διαλόγων φέρνει στην επιφάνεια ένα ενδιαφέρον ζήτημα: πότε θα πρέπει ο ρέων, σπαρταριστός λόγος μια συζήτησης να αποτυπώνεται στο χαρτί; Πότε θα πρέπει να εγκαταλείπεται η ενάρετη συνθήκη τού «verba volant», που γλιτώνει τα λόγια από τον ενταφιασμό και τη νεκρική ακαμψία τού «scripta manent»; Και γιατί εξάλλου πρέπει όλα, ντε και καλά, να γράφονται;
Το βιβλίο του Βλαβιανού περιέχει ένα εύρημα: ο γραπτός του λόγος επιτίθεται στην προφορικότητα και την παρωδεί. Ο Βλαβιανός κατασκευάζει διαλόγους παρωδία που κάθε άλλο παρά πλατωνικοί είναι· παρωδεί όμως ένα συγκεκριμένο είδος “πλατωνικής” προφορικότητας δικής του επινόησης: των ανερμάτιστων διαλόγων του σπηλαίου. Η αλληγορία του σπηλαίου, ναι. Μια από τις πιο ποπ αναφορές στον Πλάτωνα, όπου η συνήθης τάξη πραγμάτων περιγράφεται με έναν ενταφιασμό εντός του σπηλαίου. Παρατηρήστε πώς και εδώ υπάρχει ένα είδος rigor mortis, καθώς οι σπηλαιόπληκτοι (sic) ενδημούν δεμένοι με αλυσίδες έτσι όπως παρακολουθούν σκιές των πραγμάτων –όλων των πραγμάτων– που προβάλλονται σε έναν τοίχο/σεντόνι υπό το φως των κεριών. Το φως των κεριών του σπηλαίου, που δημιουργεί τις σκιές, δεν συνιστά κάποια σπουδή στον τενεμπρισμό αλλά στέκεται αντιστικτικά προς το φως του ήλιου, εκτός σπηλαίου, όπου λάμπουν οι πλατωνικές Ιδέες τής αδέκαστης πραγματικότητας που δεν επιδέχεται ποτέ τίποτε λιγότερο από το μεσημέρι: την παντελή απουσία σκιάς. Μου έρχεται ένα ανέκδοτο στον νου που κυκλοφορεί σε φιλοσοφικούς κύκλους: δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο, σήμερα, από το να χαρακτηρίζεται ένας φιλόσοφος πλατωνικός ή/και καρτεσιανός. Η μοίρα, βλέπετε, ακόμη και των επιδραστικότερων στοχαστών είναι να βρίσκουν τη θέση τους στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας της φιλοσοφίας – απλουστεύω, προφανώς, αλλά θαρρώ με καταλαβαίνετε. Ο αναγνώστης που αρέσκεται σε περαιτέρω σκέψεις θα πρέπει, με τη σειρά του, καθώς διαβάζει τον Βλαβιανό, να αναρωτηθεί πώς και σε ποιες εκφάνσεις της πραγματικότητας εμφανίζεται κάπου διάλογος που να λαμβάνει χώρα υπό το αληθινό φως των Ιδεών και όχι υπό το φως των κεριών με τις σκιές του σπηλαίου. Η αλήθεια βέβαια, ως συνήθως, εντοπίζεται στον μαθητή του Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, που κατεβάζει/εγκιβωτίζει την ουσία στα πράγματα, εισάγει τη σκιά στο φως, και μας αφήνει να διερωτώμεθα τόσο για τις καταβολές μας από τα σπήλαια όσο και για τις βλέψεις μας προς πλειάδα άστρων.
Το πρώτο και εκτενέστερο μέρος του βιβλίου, «Οι πλατωνιστές της Αποκάλυψης», περιέχει ένα ποτ πουρί πενήντα ένα διαλόγων που έχουν σκοπό να αναδείξουν την ιλαροτραγωδία της επικοινωνίας στο πλαίσιο της παραβολής του σπηλαίου. Οι διάλογοι είναι ευφάνταστοι, πιθανώς λίγο παραπάνω από όσο ίσως θα χρειαζόταν, όμως δεν καταφέρνουν πάντα να υποστηρίξουν με ευκρίνεια κάποιο υποβόσκον νόημα. Δύο ξέχωρες παρατηρήσεις: Πρώτον, η κατασκευή χιούμορ είναι εξαιρετικά επίπονη δεξιότητα. Το χιούμορ, δυστυχώς ή ευτυχώς, είναι πολύ σοβαρή υπόθεση. Πολλές φορές στο κείμενο ένιωσα μια τάση υπερπροσπάθειας –είτε προς την αφαιρετικότητα είτε προς το μπαρόκ– που με αποπροσανατόλιζε: για παράδειγμα στο «Lego», η δωρικότητα της ιδέας δεν αρκεί τελικά για να σηκώσει το αστείο. Στο «Διπλός Πράκτορας», η πληθώρα των πληροφοριών που επιστρατεύονται φαντάζει υπέρμετρη και κάνει τον διάλογο δυσκίνητο και εμπροσθοβαρή σε σχέση με την κατάληξή (το punchline) του. Στο «Ένα + Τρία», απλώς, το κείμενο δεν καταφέρνει να βγάλει το κωμικό. Αντιθέτως, το «Είναι Δυνατόν ένας Dude να Φοβηθεί τους Αρουραίους» διαθέτει μια τελική ανατροπή που αναγκάζει τον αναγνώστη να διακρίνει μια εντελώς διαφορετική συνθήκη στον διάλογο που βγάζει εύστοχα την πολυπόθητη ιλαρότητα και αλεγρία. Η μανιέρα αυτή –της ανατροπής– εφαρμόζεται, άλλοτε με λιγότερη και άλλοτε με περισσότερη επιτυχία, και στα: «Επικό παγωτό, όχι αηδίες!», «Το αυγό του Hamlet», «Θαύμα θα ήταν ο Ιωνάς να είχε καταπιεί τη φάλαινα», «Three cheers for God!». Δεύτερον, το νόημα πολλών διαλόγων, που μπορεί κάλλιστα να υπάρχει, εμένα αρκετές φορές μου διέφευγε – εξάλλου δεν είμαστε πάντα έτοιμοι για κάποια βιβλία. Θα δώσω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: στο «What’s the difference?» παίζει ο Βλαβιανός με κάτι ντεριντιανό; Θέλει να υπαινιχθεί το περίφημο «Différance»; Αν ναι, αυτό δεν βγαίνει και τόσο καθαρά, αν και το κείμενο παίζει με την αναβολή νοήματος και η καταληκτική στιχομυθία φέρνει κάπως και προς την αναίρεση της διαφοράς. Όπως και να ‘χει, το ότι αναγκάζομαι να ψειρίσω έτσι ένα κείμενο, που θέλει να σταθεί σκωπτικά, συνάδει μεν με τη σοβαρότητα της έννοιας του χιούμορ, αλλά, εικάζω, θα συναντήσει δυσκολίες στην εύρεση του κατάλληλου αναγνωστικού κοινού. Θα σημειώσω βέβαια εδώ ότι οι διάλογοι του Βλαβιανού φωτογραφίζουν εύστοχα και μια άλλη τραγική συνθήκη της πραγματικότητας: ο αναγνώστης, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, είθισται να καταλαβαίνει από ένα κείμενο αυτό που θέλει και όχι αυτό που γράφει ο συντάκτης/συγγραφέας του, και αυτό συνιστά πάντα και μέρος του άχθους της συγγραφής κειμένων καθώς αυτά παραμένουν καταδικασμένα σε αέναες ερμηνείες και παρερμηνείες. Η απόπειρα νοηματοδότησης τόσο σύντομων, και μάλιστα χιουμοριστικών, κειμένων είναι πάντα μια εξαιρετικά λεπτή διαδικασία που ομοιάζει με ολίσθηση πάνω σε λεπτό στρώμα πάγου. Το αν θα σπάσει ή όχι ο πάγος, και θα χαθεί το νόημα, εξαρτάται από το ειδικό βάρος του αναγνώστη, αλλά και από τον δημιουργό. Πιθανώς, τα σημεία στα οποία σπάει αυτό το στρώμα/συνθήκη νοήματος, να είναι και κάτι προσδοκώμενο και αναμενόμενο για τον Βλαβιανό, αν λάβει κανείς υπόψη του τη θεμελιακή ασυνεννοησία που διέπει τους ήρωες των διαλόγων, αλλά αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να τηρεί συγκεκριμένα αισθητικά κριτήρια και όχι να αφήνει τον αναγνώστη με την απορία – όχι τη σωκρατική, κάτι που θα ήταν ευπρόσδεκτο, αλλά την απλή, καθημερινή.
Η πραγματικότητα, που όπως αντιλαμβάνεται κανείς, μπορεί και υποστηρίζει τα πάντα, τις περισσότερες φορές συνιστά κακό σύμβουλο για την τέχνη καθώς είναι θεμελιακά ανερμάτιστη. Tο έργο αξιολογείται πάντα από τη γενικότερη θέση που λαμβάνουν μέσα σε αυτό κατασκευές, στην προκειμένη περίπτωση οι διάλογοι, στον συνολικό μηχανισμό του κειμένου. Εκεί, θα ήταν σκόπιμο, πίσω από την ιλαρότητα, να μπορεί ο αναγνώστης να ανιχνεύσει πιο εύκολα και μια διάσταση του τραγικού το οποίο όμως παρα τις απόπειρες του κειμένου να το διακωμωδήσει, έτσι όπως το σκιαγραφεί με σκόπιμη ασάφεια, το παραγκωνίζει περισσότερο από όσο ίσως θα ήταν σκόπιμο. Το βασικότερο πρόβλημα είναι ότι ο αναγνώστης μένει αρκετές φορές με ένα αμήχανο χαμόγελο, κυρίως γιατί δεν είναι σίγουρος αν απλώς έχει διαβάσει μια ευφάνταστη ντανταϊστική εναπόθεση ετερόκλητων στοιχείων στο χαρτί ή κάτι που κρύβει μέσα του και την πολυπόθητη πολυσημία του αυθεντικού λογοτεχνικού κειμένου που θα υποστηρίξει και το αυθεντικό γέλιο. Σημασία, θα αντιτείνει κάποιος, έχει το γέλιο, αλλά εγώ θα διαφωνήσω. Το χαμόγελο και ειδικά το γέλιο ως αντίδραση στο ευφυολόγημα που θέτει ερείσματα στη λογοτεχνία μοιράζεται κάτι πολύ βαθύ με το ηθικό: πρέπει να λαμβάνει χώρα όχι μόνο για τους σωστούς λόγους αλλά και να μην συμβαίνει τυχαία, συγκυριακά. Είναι υψίστης σημασίας να διαχωρίζεται ο ενδημικός χάχας, που βρίσκει κάτι να γελάσει γιατί έτσι πιστεύει ότι αρμόζει στη στιγμή, από τον άνθρωπο που γελάει βαθιά, αυθεντικά, επειδή συνειδητοποιεί ότι δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος διαχείρισης της πραγματικότητας. Και αυτό, ο Βλαβιανός, δεν με πείθει ότι καταφέρνει να το βγάλει με συνέπεια στον αναγνώστη.
Θα κλείσω με μια αναφορά στα τελευταία κεφάλαια που πιστεύω ότι περιέχουν μερικά από τα καλύτερα κείμενα του βιβλίου. Το «”Χ” όπως “Χάνω”», ξεκάθαρα αυτοβιογραφικό, περιέχει τέσσερις αξιόλογους διαλόγους. Ξεχωρίζω το «Καθαρτήριο». Όπως ιδιαιτέρως μου άρεσε και το «Όταν βρέχει, η Ιστορία φοράει πάντοτε περούκα», που περιέχει επίσης τέσσερα κείμενα. Ξεχωρίζω το «Ο κούκος του υψηλού».
Στο τελευταίο κεφάλαιο, ο Βλαβιανός, όπως είπα, μεταφράζει τέσσερα ποιήματα της Carol Ann Duffy από το The World’s Wife (1999) όπου εμφανίζονται να μιλούν γυναίκες διάσημων ανδρών τόσο από τη μυθολογία όσο και από την πραγματικότητα. Έτσι, διαβάζουμε για την «Κυρία Τειρεσία», την «Κυρία Δαρβίνου», την «Κυρία Ικάρου», και την «Ευρυδίκη». Ο συγγραφέας, με τον τρόπο της Duffy, φτιάχνει και ένα κείμενο για την «Κυρία Περικλή», την Ασπασία, όπου και εκμεταλλεύεται αρκετές από τις εικασίες σχετικά με τη ζωή της. Αυτό όμως που μου άρεσε είναι ότι –για να τελειώσω όπως ξεκίνησα, με τον Σωκράτη– ο συγγραφέας βάζει (δεν γνωρίζω αν είναι δική του εικασία) την Ασπασία να κρύβεται πίσω από τον πρόσωπο της Διοτίμας του πλατωνικού Συμποσίου: «Kαι μια που το ‘φερε η κουβέντα, να σου πω ένα μυστικό; Εγώ ήμουν αυτή που δίδαξε τον Σωκράτη την τέχνη της ρητορικής! Από μένα έμαθε να κατατροπώνει τους αντιπάλους στην Αγορά. Ο μαθητής του βέβαια [ο Πλάτωνας] κορόιδευε τον Περικλή, επειδή λέει ζητούσε να μάθει από μένα πώς να σαγηνεύει τα πλήθη κι όχι από έναν επαγγελματία ρήτορα» (σ. 216).
Έτσι, ο Βλαβιανός, κλείνει με την πλατωνική υπερφεμινιστική κορόνα που αποδίδει την παιδεία του Σωκράτη –του Μεσσία της δυτικής σκέψης– σε έναν θηλυκό Πυγμαλίωνα.
— Χάρης Βλαβιανός, Πλατωνικοί διάλογοι ή γιατί στο σπήλαιο κάνουν όλοι πάρτι, Πατάκης: 2022, 256 σελίδες, ISBN: 9786180702286, τιμή: €12.80.