"'Remember when' is the lowest form of conversation."
— David Chase, The Sopranos, HBO: 1999-2007.
«Στα μέσα Φεβρουαρίου, η Καρολίνα Καίσαρη είδε τυχαία στην τηλεόραση ένα πρόσωπο που γνώριζε αλλά που δεν είχε συναντήσει για πάνω από μία δεκαετία. Επρόκειτο για την Έρση Μυλωνά, ερωμένη του Χρήστου Λεοντάρη, συζύγου της αδερφής της, της Φραγκίσκης: ο Χρήστος και η Φραγκίσκη είχαν φύγει από τη ζωή κάμποσα χρόνια νωρίτερα [...] αλλά από τον διάλογο της Έρσης με τη δημοσιογράφο η Καρολίνα συμπέρανε ότι η ιστορία τους, αν και πολύ συνηθισμένη, είχε γίνει βιβλίο» (σ. 7).
Η Σώτη Τριανταφύλλου (Αθήνα, 1957), μέσω της Έρσης Μυλωνά που υποτίθεται ότι έχει γράψει το μυθιστόρημα, έχει ήδη, στις πρώτες γραμμές που ανοίγουν το βιβλίο καταφέρει ένα καίριο πλήγμα στην αξιοπιστία της αφηγήτριάς της. Αυτό που ενδέχεται να τραβήξει την προσοχή του αναγνώστη –αυτό που πρέπει να τραβήξει την προσοχή του αναγνώστη– στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα είναι το εύρος της ειρωνείας που το διαπνέει. Η Έρση Μυλωνά, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, συνιστά περίπτωση συγγραφέως που λοιδορείται από την Τριανταφύλλου: «[...] η Έρση Μυλωνά, επί είκοσι εννέα χρόνια υπάλληλος στην Πολεοδομία και, κατά τα λεγόμενά της, δεινή αναγνώστρια ρομαντικών μυθιστορημάτων, είχε γράψει ένα βιβλίο με τίτλο Άκου την Αρκούδα [...]» (σ. 8), και «[σ]την Πολεοδομία δεν είχαμε ποτέ πολλή δουλειά· καθόμουν κι έγραφα. Από τότε που μας έδωσαν κομπιούτερ και έμαθα να πληκτρολογώ, έγραφα όλο και περισσότερο» (ό. π.), όπως και «Ω, δεν παίρνω τον εαυτό μου στα σοβαρά, συνέχισε η Έρση. Στο γραφείο με φωνάζουν μις Πίγκυ. Και δεν με πειράζει καθόλου. Ναι, τι έλεγα; Ότι γράφω ένα θριλεράκι. Αυτό έλεγα» (σ. 10). Με άλλα λόγια, η Μυλωνά δεν έπρεπε να έχει γράψει μυθιστόρημα γιατί πολύ απλά δεν ξέρει να γράφει. Η Μυλωνά, θέλει να μας πει η Τριανταφύλλου, είναι μέρος του προβλήματος. Η επικριτική ματιά της Τριανταφύλλου τίθεται λοιπόν σε λειτουργία με αυτή την όχι και τόσο υποδόρια μομφή προς τη Μυλωνά. Δεν είναι όμως μόνο αυτό, γιατί, επιπροσθέτως, το μυθιστόρημα της Μυλωνά το διαβάζει η Καρολίνα Καίσαρη –«Η Καρολίνα διάβασε το βιβλίο, μισοξαπλωμένη στον καναπέ [...]» (σ.11)– που αρχικά λειτουργεί ως διορθωτικός φακός αναφορικά με τα ονόματα των ηρώων έτσι όπως τα αντικαθιστά με τα πραγματικά για να διαβάσουμε εμείς το Άκου το Λιοντάρι στη θέση του (roman à clef) Άκου την Αρκούδα. Ο φακός όμως δεν είναι μόνο διορθωτικός αλλά πιθανώς και παραμορφωτικός, γιατί δεν είμαστε σίγουροι τι ακριβώς διαβάζει η Καρολίνα.
Λέει σε κάποιο σημείο ο έφηβος Φραγκίσκος καθώς η οικογένεια προσπαθεί να διαχειριστεί την κατάσταση του Ηλία που μετά από μια πτώση με τη μοτοσυκλέτα κείται στο νοσοκομείο σε κωματώδη κατάσταση: «Όλοι σε κώμα βρίσκεστε αλλά δεν το ξέρετε» (σ. 119). Η λεπτή γραμμή ανάμεσα στον κυνισμό και το χιούμορ έχει πάντα ειδικό βάρος στον τρόπο πρόσληψης ενός μυθιστορήματος. Γραμμή, που όταν γίνεται δυσδιάκριτη γεμίζει τον αναγνώστη με ένα άβολο συναίσθημα αμφιθυμίας. Ο κυνισμός, θα μπορούσε να πει κανείς, πρέπει να είναι κυνισμός και το χιούμορ χιούμορ – μια αδόκιμη θέση καθώς το μυθιστόρημα δεν έχει κανόνες. Αρχικά, εξέλαβα την αμφιθυμία που με είχε κυριεύσει ως μειονέκτημα του βιβλίου. Στάθηκα λοιπόν σε αυτή την αδόκιμη θέση, κρύφτηκα βολικά πίσω της, και θέλησα να διατυπώσω μια αντίρρηση που είχε να κάνει ακριβώς με αυτή τη διάκριση: θα ήθελα, σκέφτηκα, είτε το μυθιστόρημα να κλίνει προς τον κυνισμό, είτε προς το χιούμορ. Η Τριανταφύλλου όμως επιλέγει σκόπιμα να σταθεί στη μέση. Αυτό μπορεί να με κούρασε και να με έκανε να βαρεθώ, αλλά μέσα στη βαρεμάρα μου αισθάνθηκα και μια βαθιά απέχθεια προς τη μίζερη προσκόλληση των ηρώων στο παρελθόν τους και στο πόσο αυτό τους είχε καθορίσει.
«Εξάλλου, όταν κοιμόταν, έβλεπε όνειρα με τόσο προφανή ερμηνεία, ώστε αναζητούσε κάποια άλλη, πιο περίπλοκη» (σ. 283).
Κατά κάποιο τρόπο αυτό αντιμετωπίζει και ο αναγνώστης του βιβλίου. Αποζητά κάτι πέρα από το προφανές ώστε να τροφοδοτήσει το ενδιαφέρον του και να συνεχίσει να διαβάζει, και αυτό, διατείνομαι, εντοπίζεται στο συναίσθημα απέχθειας που πρέπει να γεννά το παρελθόν αν υπάρχει μια πιθανότητα να απαγκιστρωθεί κανείς από τη σαγήνη του. Και εδώ εντοπίζεται και η όποια αρετή του βιβλίου. Από εδώ ακριβώς πηγάζει και η βαθιά ειρωνεία που το διέπει, και, αν θέλετε, εδώ φαίνεται και η πείρα της Τριανταφύλλου στη συγγραφή. Το ψηφιδωτό που κατασκευάζει καθώς μας εξιστορεί τις ζωές των μελών της οικογένειας Λεοντάρη, ζωές που βρίθουν από σκηνικά όπως αυτό το «Κάαατινα, σαλαμάκι!» που επαναλαμβάνει διαρκώς ο Ηλίας στη σύζυγό του Μυρτώ, ή τις κρίντζι (sic) ρίμες που σκαρώνει η Μάντυ καθώς καταπίνει καθημερινά μερικά λεξοτανίλ συνίσταται σε γραφικότητες που μόνο γέλιο δεν προκαλούν στον αναγνώστη. Αν λοιπόν μπορεί κανείς να διαβάσει κάτι σε αυτή την προτροπή του τίτλου για το Λιοντάρι που πρέπει να ακούσουμε, αυτό επικεντρώνεται στο να διαβάσει το βιβλίο ως μια ομοιοπαθητική απόπειρα εξιλέωσης από ένα νοσηρο παρελθόν που δυστυχώς κατατρύχει και το παρόν μας. Η Τριανταφύλλου, μέσα από την εξιστόρηση της ζωής μιας «συνηθισμένης» μεσοαστικής οικογένειας προτάσσει στον αναγνώστη ένα μυθιστορηματικό καθρέφτη. Έναν καθρέφτη στον οποίο ο αναγνώστης παρακολουθεί αυτό που ήταν και είναι οι ήρωες· ό,τι δηλαδή τους έχει φέρει στο στενάχωρο μυθιστορηματικό παρόν τους. Και τι καθρέφτης θα ήταν βέβαια αν μέσα του δεν μπορούσε ο αναγνώστης να διακρίνει και τον εαυτό του. Η Τριανταφύλλου είναι σαν να μας λέει: «βλέπετε πόσο σαθρό είναι αυτό το πράγμα; Καταλαβαίνετε γιατί δεν μπορείτε να διακρίνετε αν οι ζωές αυτές είναι για γέλια ή για κλάματα; Βλέπετε ότι δεν υπάρχει κάτι που να αξίζει εκεί πέρα; Αρχίζετε ίσως να υποψιάζεστε ότι η ουσία βρίσκεται αλλού;»
Και δεν είναι μόνο κάποια κομβικά τραγικά γεγονότα που ξεχωρίζουν για την τοξικότητά τους· γεγονότα που θα πρέπει να μας κάνουν να νιώθουμε αποστροφή για το παρελθόν της οικογένειας. Δεν είναι μόνο η περίπτωση του Χρήστου Λεοντάρη που είχε χτυπήσει τη γυναίκα του και που κανείς δεν θα το μάθαινε αν δεν της είχε σπάσει τα δόντια – «Τότε, όλοι τους αναρωτιούνταν αν ήταν η πρώτη φορά που τη χτυπούσε· με έναν παράδοξο τρόπο, ποτέ η πρώτη φορά δεν είναι πρώτη και ποτέ δεν είναι τελευταία» (σ. 177). Δεν είναι δηλαδή μόνο ο προφανής τρόπος με τον οποίο στέκεται κανεις απέναντι στο τραύμα και τη γητειά που ασκεί στο θύμα που θα πρέπει να μας κινητοποιεί. Είναι και ο τρόπος που στέκεται κανείς απέναντι σε γεγονότα που εκ πρώτης όψεως μόνο θετικά μπορεί να τα χρωματίσει κάποιος. Όταν, για παράδειγμα, ο Ηλίας ως νεαρός ρωτούσε την πρώην χίπισσα θεία του, Καρολίνα, για όλες τις μεγάλες μορφές του ροκ που είχε δει στο Φεστιβάλ της νήσου του Γουάιτ το 1969, στεκόταν ήδη στη λάθος πλευρά της σαγήνης των αναμνήσεων· στεκόταν σε μια απαίτηση για μια εξωραϊσμένη από τον φακό της δολερής μνήμης εικόνα, γιατί ζητούσε από μια μεσήλικη γυναίκα να ανακαλέσει στη μνήμη της κάτι που πλέον δεν είχε αξία στη ζωή της, κάτι που είχε περάσει ανεπιστρεπτί, κάτι που μόνον η δύναμη της στιγμής το έκανε να πάλλεται και που τώρα, τριάντα χρόνια μετά, μόνον ένας φάλτσος απόηχός του την προσέγγιζε. Η Τριανταφύλλου έχει σκαρώσει εδώ πέρα μια ελλειπτική κριτική όχι μόνο απέναντι στη λατρεία του παρελθόντος αλλά και στη λογική προέκτασή του: την προγονολατρεία. Η ουσία της προτροπής στον τρόπο του «λιονταριού» εντοπίζεται ακριβώς στη ζωτική ανάγκη μιας αέναης απόπειρας για τη δημιουργία νέων στιγμών που θα μας δονούν από συγκίνηση. Επιλέγω να διαβάσω το παιδί που αποφασίζει να αποκτησει το ζεύγος Σαράντη Μάντυς στο τέλος του μυθιστορήματος ως μια τέτοια απόπειρα νέας ζωής – κυριολεκτικά και μεταφορικά. Οι «ζωές της σιωπηλής απελπισίας» που αναφέρει ο Θορώ στο Ουόλντεν μπορούν να αποφευχθούν ή και να αναιρεθούν μόνον όταν κάποιος προτίθεται να υιοθετήσει μια σκληρή και ενίοτε άκαρδη στάση αδιαφορίας προς το παρελθόν του. Το Άκου το Λιοντάρι λειτουργεί πολύ καλά προς αυτή την κατεύθυνση: να, κοιτάξτε ποιοι ήμαστε, ποιοι είμαστε, και τώρα, επιτέλους, αφήστε πίσω το παρελθόν.
Η Τριανταφύλλου επιδεικνύει μια έκφανση αυτής της στάσης μέσω του βιογραφικού της. Διαβάζουμε στο εσώφυλλο του βιβλίου: «Η Σώτη Τριανταφύλλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1957. Είναι συγγραφέας και ιστορικός των ΗΠΑ». Σας καλώ για την αντίστιξη να ρίξετε μια ματιά στα τροφαντά βιογραφικά νεόκοπων –και όχι και τόσο νεόκοπων– συγγραφέων για να δείτε πώς ακκίζονται καθώς αισθάνονται την ανάγκη να μας εξιστορούν κάθε σεμινάριο και υποτροφία και πτυχίο και παραπτυχίο που έχουν στη φαρέτρα τους – λες και έπεισε ποτέ συγγραφέας λογοτεχνίας κάποιον με κάτι πέραν του κειμένου του. Τώρα, αν κοιτάξει κανείς και στο τέλος του βιβλίου, στις δύο σελίδες που απαριθμούν τα έργα της Τριανταφύλλου από το 1991 μέχρι σήμερα παίρνει και μια ιδέα του πόσο εκείνη δεν επιθυμεί να προσκολληθεί στα πέριξ του παρελθόντος. Του πόσο, με άλλα λόγια, δεν στηρίζεται σε αυτή τη μορφή συζήτησης που αποτυπώνει το περίφημο «Remember when» που τυχαίνει να ανοίγει το παρόν κείμενο.
Θα κλείσω με ένα απόσπασμα πρότασης που συναντάμε λίγες γραμμές πριν το τέλος του βιβλίου: «Η Καρολίνα αναρωτιόταν αν το Άκου την αρκούδα ήταν κάτι περισσότερο από ένα ελαφρό ανάγνωσμα – όχι ότι είχε σημασία [...] (σ. 340). Η Τριανταφύλλου το γράφει αυτό ως ανάχωμα, ως τελευταίο προπύργιο μήπως και ο αναγνώστης διερωτηθεί ότι μπορεί και να μην διάβασε «ένα ελαφρό ανάγνωσμα» – πολύ φοβάμαι ότι έχει σημασία αυτό.
— Σώτη Τριανταφύλλου, Άκου το λιοντάρι, Πατάκη: 2023, 352 σελίδες, ISBN: 9786180702279, τιμή: €17.70.