Στης ζωής το μονοπάτι
μόν’ η μάγισσα η Απάτη
οδηγεί τον ποιητή,
και βαδίζει πλάι-πλάι
κι όλο τού γλυκογελάει
κι απ’ το χέρι τον κρατεί.
[...]
Και του λέει: «δικά σου είν’ όλα
τα χρυσά, τα μυροβόλα,
όσα θέλεις κι αγαπάς.
Βάδιζε να μη τα χάσεις·
λίγο ακόμα και θα φθάσεις,
λίγο ακόμα και θα πας.
[...]
Και βαδίζει νύκτα-μέρα
και κολλά τα μάτια πέρα,
[...]
Κι αντηχούν τα βήματά του
ώσπου να βρεθεί μπροστά του
ένας λάκκος ―ο στερνός·
και να πέσει και να μείνει...
Θα ’ν’ ο λάκκος που θα γίνει
τάφος του παντοτινός.
Και στον τάφο καθισμένη
θα ’ν’ η Απάτη και θα φαίνει
σάβανα, και θα γελά·
και θα λέει: Αυτός που εχάθη,
έπεσε σε μαύρα βάθη
γιατί κοίταζε ψηλά.
Στης ζωής το μονοπάτι
Orgieul si cume il tribuche, Villard de Honnecourt, Σχέδια, Bibliothèque nationale de France, Παρίσι.
«Επίλογος», 1-6, 19-24, 31-32, 43-54. Κειμήλια, 1904. Γ. Θέμελης (επιμ.), Προβελέγγιος, Δροσίνης, Πολέμης, Στρατήγης, Καμπάς. Βασική Βιβλιοθήκη, 24. «Αετός» Α.Ε., 1953. 281-282.