Συχνά παρατηρώ τι λίγη σπουδαιότητα που δίδουν οι άνθρωποι στα λόγια. Ας εξηγηθώ. Ένας απλούς άνθρωπος (με «απλούς» δεν εννοώ «βλαξ»: αλλά όχι διακεκριμένος) έχει μιαν ιδέα, κατακρίνει ένα θεσμόν [...]· ξεύρει ότι η μεγάλη πλειοψηφία σκέπτεται αντιθέτως προς αυτή· ως εκ τούτου σιωπά, θαρρώντας πως δεν οφελεί να ομιλήση [...] Είναι ένα μεγάλο λάθος. Εγώ πράττω αλλέως. Κατακρίνω λ.χ. την θανατικήν ποινήν. Μόλις τύχει ευκαιρία, το κηρύττω, όχι διότι νομίζω ότι, επειδή θα το πω εγώ, θα την καταργήσουν αύριον τα κράτη, αλλά διότι είμαι πεπεισμένος ότι, λέγωντάς το συντείνω εις τον θρίαμβον της γνώμης μου. Αδιάφορον εάν δεν συμφωνή κανένας μαζί μου. Ο λόγος μου δεν πάγει χαμένος. Θα τον επαναλάβη ίσως κανείς, και μπορεί να πάγη σε αυτιά που να τον ακούσουν και να ενθαρρυνθούν. Μπορεί, από τους μη συμφωνούντας τώρα να τον θυμηθή κανένας ―εις ευνοϊκήν περίστασιν εις το μέλλον, και, με την συγκυρίαν άλλων περιπτώσεων, να πεισθή, ή να κλονισθή η εναντία του πεποίθησις.― Έτσι και εις διάφορα άλλα κοινωνικά ζητήματα, και εις μερικά που κυρίως απαιτείται Πράξις. Γνωρίζω που είμαι δειλός και δεν μπορώ να πράξω. Γι’ αυτό λέγω μόνον. Αλλά δεν νομίζω που τα λόγια μου είναι περιττά. Θα πράξη άλλος. Αλλά τα πολλά μου τα λόγια ―εμού του δειλού― θα τον ευκολύνουν την ενέργειαν. Καθαρίζουν το έδαφος.
Συχνά παρατηρώ τι λίγη σπουδαιότητα
Σημείωμα Δ΄ (19.10.1902). Ανέκδοτα σημειώματα ποιητικής και ηθικής. Ερμής, 1983. 25-26.